Θυμάστε τότε που ένα «σλουρπ» και ένα «μπλιαξ» αρκούσαν για να εκφράσουν τα πάντα; Ή αν όχι τα πάντα, τουλάχιστον όλα όσα ένας συντάκτης γεύσης του σήμερα χρειάζεται περίπου 500-600 λέξεις για να περιγράψει.
Θυμάστε τότε που ένα «σλουρπ» και ένα «μπλιαξ» αρκούσαν για να εκφράσουν τα πάντα; Ή αν όχι τα πάντα, τουλάχιστον όλα όσα ένας συντάκτης γεύσης του σήμερα χρειάζεται περίπου 500-600 λέξεις για να περιγράψει.
Από το πολυπληθές σόι των Ντακ μέχρι στους θρυλικούς Γαλάτες και από τον Ποπάι το ναύτη μέχρι τους Σιλβέστερ και Τουίτι, οι αγαπημένοι ήρωες των παιδικών κόμικς ποτέ δεν στάθηκαν υπεράνω διατροφικών αναγκών και γευστικών-υλιστικών απολαύσεων. Απεναντίας μάλιστα. Μέσα από τις σελίδες δεκάδων περιοδικών απόλαυσαν κατά καιρούς σνακ, επιδόρπια, junk food, παραδοσιακή μαγειρική, γαστρονομικά μενού για εκλεπτυσμένα γούστα, λουκούλλεια γεύματα -μέχρι και εξωγήινη κουζίνα. Μπορεί να ήταν χάρτινοι, αλλά λειτουργώντας σαν πραγματικοί άνθρωποι, κάποιοι από τους χαρακτήρες αυτούς αγωνίστηκαν μέχρι το τέλος της φανταστικής ζωής τους για τον άρτον τον επιούσιον, περιστρέφοντας όλη την ουσία του βίου τους (και των πολυάριθμων ιστοριών τους) γύρω από το πώς θα εξασφαλίσουν το καθημερινό τους φαγητό.
Το κοτόπουλο του Σεραφίνο Κορυφαία χάρτινη μορφή του αγώνα για ένα πιάτο φαΐ, ο ανθρωπόμορφος Σεραφίνο, του Ιταλού Τσιαμπίνο. Από το 1969 που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τον οίκο Καμπανά μέχρι το 1992 που η φθίνουσα πορεία του οδήγησε στη διακοπή της κυκλοφορίας του, ο άφραγκος, άστεγος και μονίμως πεινασμένος αλητάκος, σε κάθε ιστορία του σκαρφιζόταν απίστευτες πονηριές για να φάει χωρίς να πληρώσει, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του σουλατσάριζε στα άθλια σοκάκια της μεγάλης πόλης δίπλα σε σκουπίδια, λεμονόκουπες και ψαροκόκαλα, έχοντας μονίμως πάνω από το κεφάλι του ένα ψητό κοτόπουλο να τον ακολουθεί ως όνειρο μέσα στο γνωστό λευκό συννεφάκι. Το σεραφίνικο κοτόπουλο ταυτίστηκε σε τέτοιο βαθμό με τον ήρωα που το ορέχτηκε ώστε κάθε προσπάθεια να διαχωρίσει κανείς το χαρακτήρα απ’ την τροφή να αποβαίνει τόσο μάταια όσο η προσπάθεια να διαχωρίσει κανείς τον Ραταπλάν από τη βλακεία…
Ο Μπαγκς Μπάνι, ο Σιλβέστερ, ο Τουίτι και τ’ άλλα παιδιά… Αναμφισβήτητα δεμένοι με την τροφή τους είναι κι άλλοι χάρτινοι ήρωες-ζώα που για λόγους επιλογής του δημιουργού τους παραμένουν δέσμιοι των επιταγών της μαμάς-φύσης. Εδώ τα γαστρονομικά πράγματα είναι απλά και προφανή: ο γάτος Σιλβέστερ ορέγεται το μικρούλη Τουίτι, το καναρίνι του σπιτιού, ο άλλος διάσημος γατούλης, ο Τομ, διακαώς επιθυμεί να κάνει μια χαψιά το ποντικάκι Τζέρι, ο κούνελος Μπαγκς Μπάνι, σπάνια εμφανίζεται χωρίς το πορτοκαλί του καρότο, οι σκίουροι Τσιπ και Ντέιλ, μπλέκουν σε χίλιες μύριες περιπέτειες στην προσπάθειά τους να μαζέψουν τα αγαπημένα τους βελανίδια τους και ο μνημειώδους ανοησίας -αλλά τόσο υπέροχος- σκύλος του Λούκι Λουκ, ο πασίγνωστος Ραταπλάν, ζει τη χάρτινη ζωή του για να απολαμβάνει τεράστια κόκαλα. Όποτε βέβαια θυμηθεί πού τα έχει κρύψει.
Κατάρα, του τελείωσε το σπανάκι! Φεύγοντας από το χώρο των χάρτινων ζώων-ανθρώπων και περνώντας στο χώρο των χάρτινων ανθρώπων-ανθρώπων, ο νούμερο ένα ήρωας που όχι απλώς ταυτίστηκε με το αγαπημένο του φαγητό αλλά στην πραγματικότητα ΗΤΑΝ το αγαπημένο του φαγητό, είναι φυσικά ο Ποπάι, ο ναύτης, του καρτουνίστα Έλζι Κράισλερ. «Μα τις χίλιες πίπες» είναι αδιανόητο τι μπορεί να κάνει στον οργανισμό του μια κονσέρβα βιομηχανικό σπανάκι -αναπόσπαστο στοιχείο της δράσης. Καταναλώνοντας τόνους από το συμπαθές λαχανικό -στην πιο φτωχή διατροφικά εκδοχή του- ο Ποπάι αντιμετωπίζει σε κάθε τεύχος τόσο εξωφρενικούς κινδύνους, που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι περισσότερο θα μπορούσε να συμβεί αν δοκίμαζε κάποτε σπανάκι βιολογικής καλλιέργειας. Στα αιώνια μυστήρια του καρτουνίστικου σύμπαντος συγκαταλέγεται το ερώτημα πώς ο χάρτινος ναύτης πριν ακόμη φάει το υπερ-σπανάκι του, ανοίγει την κονσέρβα χωρίς ανοιχτήρι, απλώς ζουλώντας τη με το χέρι μέχρι να σκάσει, πράγμα που σίγουρα δεν μπορεί να κάνει ο καθένας. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα σε σχέση με τις σούπερ ιδιότητες που αποκτάει μόλις καταπιεί το περιεχόμενό της. Ανακόπτει με το στήθος του πορεία υποβρυχίου, αναχαιτίζει με το κούτελο αεροσκάφη, σπάει ταυτόχρονα στο ξύλο 30 δύτες και ισάριθμους καρχαρίες, υποχείρια της Κακιάς Μάγισσας και πραγματοποιεί διασυμπαντικό ταξίδι χωρίς διαστημόπλοιο, χρησιμοποιώντας τα πόδια του σαν προπέλες, προκειμένου να σταματήσει με τα χέρια του βροχή αστεροειδών που απειλούν τη Γη! Είναι όντως απίστευτο πού μπορεί να φτάσει κανείς με ένα κουτί σπανάκι -το οποίο φαντάζομαι ότι στην αρχή το ξεκινάς έτσι για πλάκα… Στον αντίποδα του super fitness ειδώλου του Ποπάι, ο οποίος άλλο από το να ξεχάσει το σπανάκι του δε φοβάται στη ζωή αυτή, ο στρουμπουλός και κατεργάρης Πόλντο -της αυτής καρτουνο-οικογένειας- θα πούλαγε και την ψυχή του για ένα χάμπουργκερ, αν δεν το είχε ήδη κάνει σε προηγούμενα τεύχη. Τύπος μοναχικός, χωρίς φίλους, χωρίς δουλειά, χωρίς γενικά καμία ασχολία που να δικαιολογεί την παρουσία του, ζει για να τρώει. Μάλλον, για να το πούμε καλύτερα, ζει για να «σαβουριάζει»: χάμπουργκερ, πίτσες, hot dog και ό,τι ετοιματζίδικη αηδία έχει σερβίρει για φαΐ ο αμερικανικός τρόπος ζωής. Φανατικός της ποσότητας και αδιάφορος ως προς κάθε έννοια ποιότητας, ο Πόλντο -σε αντίθεση με τον Οβελίξ, όπως θα δούμε παρακάτω- έχει αναγάγει την κατανάλωση junk food σε κανονικό και μοναδικό πυρήνα της ύπαρξής του. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν θαυμάσιο καθρέφτη της απληστίας του δυτικού κόσμου, που όσο γεμίζει το στομάχι του και τη ζωή του ανουσιότητες, τόσο αδειάζει και τα δύο από ποιότητα και ουσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αντιδιαστολή με τον κόσμο του Αστερίξ, ο κόσμος του Ποπάι πάσχει όχι μόνον από διατροφικές αξίες, αλλά και από ανθρώπινες – για να επιβεβαιωθεί για άλλη μια φορά ότι πολιτισμός και κουζίνα πάνε χέρι χέρι. Σχέσεις διαλυμένες, δόλιες και ανειλικρινείς χαρακτηρίζουν τις φιγούρες που πλαισιώνουν την κεντρική, του Ποπάι: Ένας παππούς αλκοολικός, που παραβαίνει κάθε έννοια φιλότιμου και αξιοπρέπειας για ένα μπουκάλι κρασί, το οποίο πάει και πίνει μόνος του. Από δίπλα μια ανορεξική «αρραβωνιαστικιά» που φλερτάρει ανοιχτά με το χειρότερο εχθρό του καλού της και ένα βρέφος που ζει μαζί της, αλλά μεγαλώνει μόνο του κι αυτό, κι ένας «οικογενειακό φίλο», που αντί να είναι καλεσμένος στο τραπέζι του σπιτιού, μια ζωή παραφυλάει στην πόρτα της κουζίνας για να κλέψει το ταψί με το φαΐ των φίλων του και να πάει κι αυτός με τη σειρά του να το απολαύσει κάπου ολομόναχος. Στον κόσμο του Ποπάι όλοι τρώνε μόνοι τους, γιατί όλοι είναι μόνοι τους. Κλεισμένοι στους προβληματικούς εαυτούς τους και παραδομένοι στις υποκριτικές τους σχέσεις. Είναι ένας κόσμος όπου καθένας μπορεί ανά πάσα στιγμή να προδοθεί από τους πιο δικούς του ανθρώπους. Γι’ αυτό τελικά ο Ποπάι ίσως να προτιμάει τη μοναχικότητα της …κονσέρβας. Δεν είναι μόνο ότι αντλεί δύναμη από το περιεχόμενό της για να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο -απάνθρωπο τελικά- περιβάλλον. Είναι επιπλέον ότι μόνο εκεί νιώθει ασφαλής. Αφού η εμπειρία του τού έχει δείξει ότι όποτε τον καλέσανε για φαΐ σε φιλικό ή οικογενειακό τραπέζι, κάποιο λάκκο είχε η φάβα…
Η κουζίνα της Λιμνούπολης Μακριά, πολύ μακριά από το λιμάνι όπου ο Ποπάι δένει το καΐκι του, είναι μια από τις πιο αγαπημένες χαρτοπόλεις των παιδικών ονείρων: η Λιμνούπολη. Δημιούργημα της φαντασίας του Καρλ Μπαρκς, που πέθανε πριν κάποια χρόνια σε ηλικία 99 χρόνων, η πόλη τούτη φιλοξένησε την πιο διάσημη παπιο-οικογένεια του πλανήτη, την οικογένεια Ντακ. Στα πάνω από 400 σενάρια, 200 εξώφυλλα και 6.000 σελίδες που έφτιαξε ο θρυλικός δημιουργός μέχρι το 1966 για λογαριασμό της Walt Disney, πάπιοι, πάπιες και παπάκια όλων των φύλων, ηλικιών και ταξικών στρωμάτων εκφράζουν με το ίδιο, μοναδικό, τόσο περιεκτικό και τόσο ανεπανάληπτο επιφώνημα τη λαχτάρα τους μπροστά σε ένα πιάτο νόστιμο φαγητό: ΣΛΟΥΡΠ. Το «σλουρπ» αυτό τα λέει όλα: για τα σάλια που τρέχουν από επιθυμία, για την υπόσχεση της επερχόμενης απόλαυσης, για την ηδονή τού να τρως… Οι ήρωες του Μπαρκς δεν ταυτίστηκαν με καμιά ιδιαίτερη γεύση, γιατί απλούστατα τους άρεσαν όλες. Ο θείος Σκρουτζ, ο Ντόναλντ, ο Χιούι, ο Λιούι και ο Ντιούι τρώνε τα πάντα, απολαμβάνοντας τα ωραία χωρίς μιζέριες και εμμονές. Συχνά εμφανίζονται με τη δέουσα αμφίεση -ποδιές, σκούφο σεφ και τα συναφή- να μαγειρεύουν οι ίδιοι το φαγητό τους. Μόνο η κοκέτα Ντέζι με τις γυριστές βλεφαρίδες δεν χάλασε ποτέ το μανικιούρ της για να καθαρίσει κρεμμύδια. Η φιγούρα της οικογένειας Ντακ που συνδέθηκε πιο άμεσα με την κουζίνα -όχι ως δεινή μαγείρισσα, αλλά και ως αγρότισσα/παραγωγός- είναι η φοβερή γιαγιά Ντακ, που έμεινε στην ιστορία μεταξύ άλλων για τα νόστιμα pancakes της και τις θρυλικές μηλόπιτές της, πράγμα διόλου περίεργο, αφού εκτός από την αυθεντική συνταγή της αμερικανικής υπαίθρου, χρησιμοποιούσε μήλα από το αγρόκτημά της και όχι από το super market. Το τρομερό με τη γιαγιά Ντακ -που τη διαφοροποιεί απ’ τις δικές μας- ήταν που ήξερε να δουλεύει τη ζύμη εξίσου καλά με το δίκαννο.
Σούπερ φιστίκια και ναφθαλίνες . Η κουζίνα των κόμικς δικαίως θα κέρδιζε τον τίτλο της πιο ευφάνταστης κουζίνας του κόσμου, αφού οι πρώτες ύλες της και οι συνδυασμοί τους είναι ανεξάντλητοι και δεν περιορίζονται ούτε από τη φύση ούτε από τη βιομηχανία τροφίμων. Ανεξάντλητοι όσο και η φαντασία των δημιουργών της. Έτσι, λοιπόν, στη Λιμνούπολη ο μεγάλος εφευρέτης Κύρος Γρανάζης θα ανακαλύψει την μπριζόλα σε σπρέι, ο Ντόναλντ θα δοκιμάσει το ριζότο που σε κάνει αόρατο, ενώ ο Τζον Ρόμπαξ θα φάει πολλές φορές το ίδιο του το καπέλο, λόγω των δυσμενών εξελίξεων του ντόπιου και διεθνούς ανταγωνισμού. Πολλά φανταστικά χιλιόμετρα πιο πέρα, στην κωμόπολη του Μίκι Σίτι, ο Γκούφι θα χρησιμοποιήσει το δικό του καπέλο για άλλο λόγο: για να αποθηκεύσει τα σούπερ φιστίκια του, που -άγνωστο πώς- φυτρώνουν στο πίσω μέρος του κήπου του. Ενδελεχείς συγκριτικές μελέτες τα μεσημέρια της κατασκήνωσης με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα σούπερ φιστίκια του Γκούφι είναι πιο σούπερ από το σούπερ σπανάκι του Ποπάι, αφού όποιος τα φάει χαίρει όλων των ιδιοτήτων (που ήδη είπαμε ότι είναι ατελείωτες) του Ποπάι, επιπλέον όμως βγάζει καταστροφικές ακτίνες από τα μάτια. Επιπροσθέτως, με την κατανάλωση ενός σούπερ φιστικιού ο ήρωας αίφνης αλλάζει ενδυματολογική συμπεριφορά. Το γνωστό σετ γιλέκο-παντελόνι που ’χει λιώσει πάνω του εξαφανίζεται και τη θέση του παίρνει μια ολόσωμη κόκκινη φόρμα συνδυασμένη με μπλε μπέρτα. Η κραυγή ΤΑ-ΝΤΑΧ σηματοδοτεί το τέλος της διαδικασίας μεταλλαγής του ήρωα από σκέτου χαζούλη σε χαζούλη με υπερφυσικές δυνάμεις. Στην κουζίνα του Μίκι Σίτι συγκαταλέγονται και μοναδικά δείγματα εξωγήινης γαστρονομίας, φορέας των οποίων είναι ένας καταπληκτικός τύπος, ο Ήτα Βήτα, φίλος (από το στρατό;) του Μίκι Μάους, ο οποίος κατά καιρούς τον επισκέπτεται από το μέλλον και τον κερνάει ναφθαλίνες, την αγαπημένη του τροφή. Αλλά ο Μίκι σε γενικές γραμμές δεν παίρνει… Γιατί του προκαλούν μια αίσθηση που στη γλώσσα των κόμικς περιγράφεται με το περιεκτικότατο επιφώνημα ΜΠΛΙΑΧ ή ΜΠΛΙΑΞ. Κρίμα, γιατί ο μικρούλης Ήτα Βήτα προκειμένου να βρει τα λαχταριστά μπαλάκια ναφθαλίνης είχε βγάλει από την τσέπη του μια γραφομηχανή, ένα παλιό ψυγείο, κάτι κέρματα και το διαστημόπλοιό του.
Τα τσιμπούσια του Αστερίξ. Φύλαξα για το τέλος τα μεγαλειώδη τσιμπούσια του Αστερίξ, καθώς ήταν αυτά που σηματοδούσαν και το τέλος κάθε απίθανης ιστορίας των αγαπημένων χάρτινων ηρώων των Γκοσινί-Ουντερζό. Αλλά και γιατί από άποψη «πολιτισμού του τραπεζιού» είναι εκείνα που μας μύησαν ως παιδιά στις πιο ουσιαστικές αξίες: της παρέας, της συλλογικότητας, της μοιρασιάς, της φιλίας, του γέλιου, της τρυφερότητας, της έκφρασης των συναισθημάτων, της επικοινωνίας, του γλεντιού, του τραγουδιού -τελικά της καλοπέρασης και της ευζωίας. Μιας ευζωίας, όμως, και μιας καλοπέρασης, που έρχεται μόνο ως επικό φινάλε ενός αγώνα ζωής γεμάτου ιδανικά. Οι λατρεμένοι μας Γαλάτες απολαμβάνουν όλοι μαζί λουκούλλεια γεύματα, κάθε φορά που καταφέρνουν να διασφαλίσουν την ελευθερία τους απέναντι στον εχθρό, κάθε φορά που πετυχαίνουν μια ελπιδοφόρα νίκη του δίκιου απέναντι στο άδικο, κάθε φορά που φρενάρουν τη βαρβαρότητα της εξουσίας έξω από τα όρια του χωριού τους, κάθε φορά που κρατάνε τη διχόνοια, τη μοχθηρία, τη ματαιοδοξία, την παραδοπιστία, τη διπροσωπία, το χαφιεδισμό μακριά απ’ τις ζωές τους. Τα τσιμπούσια του Αστερίξ είναι φόρος τιμής σε ό,τι πτυχές του καλού μπορούν να κουβαλούν τα ανθρώπινα πλάσματα και οι πρωταγωνιστές τα απολαμβάνουν με την καρδιά τους -ήσυχοι ότι πολέμησαν γι’ αυτές και ανήσυχοι μόνο μην τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Μια υπαρξιακή αγωνία που αμβλύνεται με καλούς φίλους, σουβλιστά αγριογούρουνα και κάμποσο κρασί.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα I Cook Greek Τ_8