Εδώ και στήλες παλεύω, να μην κάνω κανένα πολιτικό σχόλιο, αλλά πόσο να αντέξω κι εγώ; Άνθρωπος είμαι… Όχι ότι θα παρασυρθώ, όχι.
Εδώ και στήλες παλεύω, να μην κάνω κανένα πολιτικό σχόλιο, αλλά πόσο να αντέξω κι εγώ; Άνθρωπος είμαι… Όχι ότι θα παρασυρθώ, όχι. Η στήλη αυτή δημιουργήθηκε πριν πολλούς μήνες, όταν ήταν αναπόφευκτη ανάγκη για μένα να αντιμετωπίσω τις αναποδιές που αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο στην καθημερινότητά μου σιγοτραγουδώντας τον στίχο «always look at the bright side of death» των Pythons.
Πριν αρκετά χρόνια συνειδητοποίησα ότι αυτοί οι πολιτικοί δεν μπορούν να αλλάξουν τη ζωή μας, αν δεν καταφέρουμε – αλλάζοντας πρώτοι εμείς – να αλλάξουμε αυτούς τους πολιτικούς! Προέχει λοιπόν να αλλάξουμε εμείς! Δεν είμαι ειδικός, μπορώ όμως να σας πω από προσωπικά βιώματα ότι όλες οι μορφές τέχνης έχουν τη δύναμη να βοηθήσουν αυτούς που επιθυμούν την αλλαγή τους, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Εννοείται ότι δεν είναι εύκολο, εννοείται ότι δε συν-κινεί όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο ο Καμύ ή ο Καβάφης, εννοείται επίσης ότι αν δεν θέλεις πραγματικά να αλλάξεις, δεν πρόκειται να σου συμβεί ποτέ.
Μη φεύγετε… μην αλλάζετε σελίδα… σταματάω! Μη νομίζετε, κι εγώ με βαριέμαι όταν θεωρητικολογώ! Απλώς έλαβα ένα mail από φίλο αναγνώστη ο οποίος επέμενε πως «η τέχνη δεν είναι παρά ο πασατέμπος των αργόσχολων», οπότε όπως καταλαβαίνετε όφειλα να απαντήσω. Το ευτυχές και απροσδόκητο που συνέβη, φίλε Σταμάτη, μόλις διάβασα το mail σου, είναι ότι διακτινίστηκα σε άλλη εποχή, στο θερινό σινεμά «Ορφέας» στα Γιάννενα πίσω από το καφενείο του Τσοκάνη απέναντι από την Όαση δίπλα στη Νομαρχία τρώγοντας πασατέμπο.
Βουτσάς και Κοντού σε μια από τις σπάνιες θεατρικές παραστάσεις που περνούσαν από την πόλη… Λίγο πριν αρχίσει η παράσταση, πήγαινα δήθεν λαχανιασμένος στον πορτιέρη που έκοβε τα εισιτήρια στην είσοδο και του έλεγα ότι μόλις βγήκα. Τρεις παραστάσεις, τις είδα και τις τρεις! Το αστείο είναι ότι κάθε βράδυ έκανα τον λαχανιασμένο και κάθε βράδυ ήμουν σίγουρος ότι τον ξεγέλασα. Δέκα χρονών περίπου, με το πέδιλο να ανακατεύω τα χαλίκια κάτω από τις καρέκλες, εκείνες τις πλεγμένες με πλαστικό κορδόνι που δεν έχω ιδέα πώς τις λένε. Σε μια παράσταση που είχα χαρτζιλίκι θυμάμαι ότι αγόρασα πασατέμπο σε χωνί εφημερίδας… Ο Βουτσάς μου είχε δώσει αυτόγραφο, η Κοντού πάλι όχι γιατί της είχαν τελειώσει οι φωτογραφίες και δεν υπέγραφε σε τίποτα άλλο!
Το σινεμά έχει γίνει πια υπαίθριο πάρκινγκ, το καφενείο του Τσοκάνη δεν υπάρχει, η «Όαση» που έπιναν οι γονείς το ουζάκι τους είναι εδώ και χρόνια ένα ερείπιο… Έτσι κατάντησαν τις αναμνήσεις μας οι εκλεκτοί μας εκλεγμένοι. Αναλογιζόμενος τα αποτελέσματα της πρόσφατης εκλογικής τους αναμέτρησης κι αφού έτυχε αναφοράς ο Αλμπέρ Καμύ, τους αφιερώνω ένα διάλογο από τον θεατρικό Καλιγούλα του:
-Μισώ τον Καλιγούλα ακόμη περισσότερο για αυτό που σου έκανε!
-Ναι, μου έμαθε να ζητάω τα πάντα.
-Όχι μόνο! Σε έκανε να χάσεις κάθε ελπίδα. Και το να απελπίσεις ένα νέο άνθρωπο, είναι ένα έγκλημα που ξεπερνάει όλα τα προηγούμενα. Αυτό θα μου ήταν αρκετό για να με κάνει να τον σκοτώσω οργισμένος.
Αφορμή για να ξαναδιαβάσω τον Καλιγούλα μετά από είκοσι χρόνια ήταν «Ο ξένος» του ιδίου. Για άλλο μπήκα στο βιβλιοπωλείο και άλλο πήρα. Το περίεργο με τον Καμύ είναι ότι όσοι δεν έχει τύχει να διαβάσουν βιβλίο του, έχουν την εντύπωση ενός δύσληπτου και κουραστικού λογοτέχνη. Δεν κομίζω γλαύκαν, αλλά οι ιστορίες διαβάζονται χωρίς κανένα βαθμό δυσκολίας και αυτό νομίζω ότι είναι ένα από τα όπλα του. Δε συνειδητοποιείς πόσο διαβρωτικές είναι οι ανησυχίες του παρά μόνο όταν έχεις προχωρήσει τόσο που δε θες να το αφήσεις. Ελπίζω να μην τρίξουν τα κόκαλα του συγγραφέα, αλλά αν κρίνω από το πλήθος των σημείων που με έκαναν να γελάσω και το μόνιμο χαμόγελό μου, μάλλον θα το κατέτασσα στα κωμικά αναγνώσματα.
Αν παρ’ όλα αυτά είστε σε φάση «θέλω μόνο ήρωες που είναι πιο ευτυχισμένοι από μένα», τότε δοκιμάστε το νέο βιβλίο της Λένας Διβάνη «Εγώ, ο Ζάχος Ζάχαρης». Είναι αξιοθαύμαστο πώς κατάφερε να πηδήξει με τόση επιτυχία από το προηγούμενο –δε θέλω να σηκωθώ από τον καναπέ, η ζωή είναι ένα θρίλερ και φοβάμαι– σκυλίσιο μυθιστόρημα, στην τωρινή –δε θέλω να σηκωθώ από τον καναπέ, η ζωή είναι υπέροχη και γουστάρω– γατίσια βιογραφία! Ένας γάτος, ο Ζάχος, μιλάει για τη ζωή του δίπλα σε μία συγγραφέα την οποία εκθέτει ανελέητα. Δεν είναι παιδικό –καμία σχέση– η κυρία Διβάνη τολμά να μας διασκεδάσει τσαλακώνοντας τα κλισέ της προσωπικής ζωής της συγγραφέως – ιδιοκτήτριας του Ζάχου που δεν είναι άλλη από την… (θα καταλάβετε).
ΥΓ. Σε συνέχεια της πρότασης του προηγούμενου τεύχους να δείτε τη Μαντάμ Σουσού, σας ενημερώνω ότι το έπραξα και είμαι πολύ ευτυχής γι’ αυτό. Το έργο, ευφυές και επίκαιρο, απλό και λαϊκό, χωρίς πειραματισμούς και φτιασιδώματα, τα οποία ούτως ή άλλως δεν έχει καμία ανάγκη. Η κεντρική ηρωίδα Σουσού είναι ένας πολυδιάστατος χαρακτήρας, σε αντίθεση με την εικόνα που έχουν οι περισσότεροι στο μυαλό τους. Κάθε συγγραφέας θα ήθελε να κουβαλάει έναν τόσο ζωντανό ήρωα στις αποσκευές του. Η Φωτεινή Μπαξεβάνη είναι σπουδαία ηθοποιός, με σπάνιες δυνατότητες και αν δεν φοβηθούν να τολμήσουν οι σκηνοθέτες είμαι βέβαιος ότι θα μας εντυπωσιάσει και σαν Λυσιστράτη αλλά και σαν Κλυταιμνήστρα. Να μου το θυμηθείτε!
* «Καλιγούλας», Αλμπέρ Καμύ, μτφ Μαρία Πορτολομαίου, εκδ. Δωδώνη
* «Ο Ξένος», Αλμπέρ Καμύ, μτφ. Ν. Καρακίτσου – Μ. Κασα- μπάλογλου, εκδ. Καστανιώτη
* «Εγώ ο Ζάχος Ζαχαρής», Λένα Διβάνη, εκδ. Καστανιώτη
* «Μαντάμ Σουσού», Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», Πειραιώς 254, Ταύρος, www.theatron254.gr , Τ/ 212-254 0300
* Ο Γιώργος Ριζόπουλος είναι μηχανικός και κατά συνθήκη γραφιάς ([email protected], εκφραστείτε ελεύθερα εδώ, χωρίς αιδώ! Στείλτε σκέψεις, ιδέες, διαφωνίες, φωτο- γραφίες…)