Προ ημερών έκανε (ξανά) το γύρο του Διαδικτύου η είδηση ότι ανοίγει Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας. Δεν ξέρω πόσο …μουσείο θ’ αποδειχτεί τελικά το μουσείο, αλλά ένα γαστρονομικό, τουριστικό, εκπαιδευτικό ενδιαφέρον, στην περίπτωση που ξεδιπλωθούν όσα υπόσχεται η ομάδα που το τρέχει, ίσως να το έχει.
Εδώ και καιρό κάνει το γύρο του Διαδικτύου η είδηση ότι ανοίγει Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας. Δεν ξέρω πόσο μουσείο θ’ αποδειχτεί τελικά το μουσείο, αλλά ένα γαστρονομικό, τουριστικό, εκπαιδευτικό ενδιαφέρον, στην περίπτωση που ξεδιπλωθούν όσα υπόσχεται η ομάδα που το τρέχει, θα το έχει.
Κάπου, σε ένα παλιό νεοκλασικό, στην περιοχή του Ψυρρή, μεταξύ Μοναστηρακίου και Βαρβακείου, διαβάζω ότι οι επισκέπτες «θα μπορούν να πληροφορηθούν την εξέλιξη της ελληνικής παραδοσιακής κουζίνας μέσα από διαδραστικές εφαρμογές -θα υπάρχει κι εστιατόριο και πωλητήριο». Μου ακούγεται ενδιαφέρον, μια και η περιοχή μοιάζει ιδανική για τέτοιου είδους προσπάθειες. Στην καρδιά της πόλης, με την κεντρική αγορά τροφίμων σε επισκέψιμη απόσταση και το Μοναστηράκι, all time classic τουριστικό προορισμό, να πριμοδοτεί με επιπλέον αλλοδαπούς επισκέπτες το ανακαινισμένο αρχοντικό, οι προϋποθέσεις μοιάζουν ιδανικές. Ή σχεδόν. Γιατί διαβάζω παρακάτω: «Η ιδέα ανήκει στον Κωνσταντίνο Ματσουρδέλη, τη Λυδία Νταμκαρέλου, τον Όμηρο Τσάπαλο και την Αλκυόνη Ματσουρδέλη. Κανένας τους δεν είχε επαγγελματική σχέση με την εστίαση, όμως η σύλληψή τους αντικατοπτρίζει τα ζητούμενα της νέας εποχής: κάτι φρέσκο, πρωτοποριακό, που να έχει να κάνει με την ελληνική γη και τους παραγωγούς».
Θα την πω την αμαρτία μου. Αυθορμήτως μου γεννήθηκε το ερώτημα, αν φτάνει μια ιδέα για «κάτι φρέσκο, πρωτοποριακό, που να έχει να κάνει με την ελληνική γη και τους παραγωγούς» για να οδηγηθούμε στην πράξη σε ένα «μουσείο ελληνικής γαστρονομίας». Προσπερνώ τον γκρίζο συλλογισμό, που αντί για αίσθηση φρεσκάδας μου έφερε μια μυρωδιά ξεθυμασμένων μαρκετινίστικων κλισέ, καθώς δεν θέλω να προτρέχω και άθελά μου να αδικώ. Μπορεί μια ομάδα που δεν έχει καμία σχέση με την επαγγελματική εστίαση και μάλλον ούτε με την «ελληνική γαστρονομία» και ίσως ούτε με την «ιστορία» ή τη «λαογραφία» να είναι σε θέση να φτιάξει «το πρώτο Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας». Ίσως εγώ να ανήκω σε μια γενιά, που όταν ακούει μουσείο, γενικά μιλώντας ονειρεύεται υπαρκτές συλλογές, λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφέροντα εκθέματα, συγκεκριμενοποίηση των ιστορικών περιόδων που καλύπτονται και μια επίπονη προσπάθεια σχετικών επιστημόνων/ερευνητών/επιμελητών με γνώσεις πεδίου και αγάπη για το αντικείμενο να με βοηθήσουν ως επισκέπτη να εντάξω όσα βλέπω με σωστό τρόπο στο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο που ανήκουν, μήπως βγω τελικά από κει κατάτι πιο …ξεστραβωμένη από ό,τι μπήκα. Ένδέχεται η σύγχρονη μουσειολογία να μη χρειάζεται τίποτα από τα παραπάνω ή μόνο κάποια απ’ αυτά. Όπως και να έχει, τούτες οι σκέψεις είναι σκέψεις του αέρα. Όταν δω το πρότζεκτ ξεδιπλωμένο μπροστά μου, ίσως αναφωνήσω περιχαρής: «Ω, ναι. Γίνεται κι έτσι! Και είναι και καλύτερο!
Μέχρι τότε, ας μείνουμε στα δεδομένα. Η παρέα είναι πολύ νέα -κάτω από τα 30- και έχει πολύ κέφι. Σκιαγραφούν ένα χώρο όπου η εμπειρία της επίσκεψης θα είναι κυρίως «βιωματική»: στην πρώτη θεματική ενότητα θα περιλαμβάνεται έκθεση ελληνικών προϊόντων διατροφής, η ιστορία και οι διαδικασίες παραγωγής των οποίων θα παρουσιάζονται διαδραστικά, ενώ στη δεύτερη, θα φιλοξενείται έκθεση ελληνικών συνταγών, περιοδικές θεματικές εκθέσεις και το εστιατόριο που ήδη λειτουργεί με κρατήσεις και θα σερβίρει και εκτός του ωραρίου του μουσείου. Τα πιάτα του συχνά θα αποτελούν συνέχεια της όποιας θεματικής έκθεσης φιλοξενείται. Μέσα από διαδραστικά παιχνίδια και με χρήση τεχνολογίας οι επισκέπτες θα μπορούν να μάθουν συνταγές από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ενώ θα διεξάγονται και μαθήματα μαγειρικής για όποιον ενδιαφέρεται. Στο δε πωλητήριο –όπως ενδεχομένως ήδη έχετε υποθέσει– ο επισκέπτης θα βρίσκει προϊόντα της ελληνικής γαστρονομίας, σχετικά βιβλία και αναμνηστικά. Το πρότζεκτ θα χρηματοδοτείται, εκτός από τα έσοδά του, από χορηγίες ιδιωτών και crowd funding. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το χώρο εδώ και για όσους ενδιαφέρονται να υποστηρίξουν την προσπάθεια μέσω crowd funding εδώ.
ΥΓ Το ερώτημά μου παραμένει, αν τα παραπάνω περιγράφουν τελικά ένα «Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας», που το καλωσορίζουμε δίπλα στα άλλα μουσεία της Αθήνας, ή την προσπάθεια κάποιων δημιουργικών νέων ανθρώπων να φτιάξουν ένα σύγχρονο «Πολυχώρο Ελληνικής Γεύσης», στηριζόμενοι στην προνομιακή θέση του χώρου, τα παραδοσιακά προϊόντα της ελληνικής γης και τις δυνατότητες της νέας τεχνολογίας να προσδώσει σ’ αυτά κάποιες ιστορικές και πολιτισμικές πινελιές (όχι ότι το δεύτερο είναι ντε και καλά αρνητικό –μπορεί να έχει πολλή ουσία– αλλά σίγουρα είναι κάτι άλλο από το πρώτο). Την απάντηση θα την έχω μάλλον σύντομα και από πρώτο χέρι, αφού το πρότζεκτ συγκαταλέγεται στα new entries του αθηναϊκού φθινοπώρου, Οκτώβρη υποθέτω ότι θα έχει ανοίξει τις πύλες του και μια επίσκεψη θα την κάνω έτσι ή αλλιώς…