«Δεν είναι η ιδέα μου. Είναι απλά γεγονός. Δεν μπορώ να πιω ρακή μακριά απ’ την Κρήτη» -Tου Μίλτου Πασχαλίδη
«Δεν είναι η ιδέα μου. Είναι απλά γεγονός. Δεν μπορώ να πιω ρακή μακριά απ’ την Κρήτη» -Του Μίλτου Πασχαλίδη
Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ψυχολογικό. Έτσι κι αλλιώς η γεύση συνδέεται άμεσα με τη μνήμη. Κι όταν μια μνήμη σε πονάει, η γεύση που σου τη θυμίζει σου πικραίνει το στόμα. Ύστερα η μνήμη μαλάκωσε, πόναγε λιγότερο. Αλλά το αποτέλεσμα παρέμεινε ίδιο και απαράλλαχτο. Και τότε πείστηκα. Δεν είναι η ιδέα μου. Είναι απλά γεγονός. Δεν μπορώ να πιω ρακή μακριά απ’ την Κρήτη. Στο Νησί έζησα πάνω-κάτω δεκαπέντε χρόνια. Η ποσότητα ρακής που έχω καταναλώσει είναι απλά ανυπολόγιστη. Οι ποικιλίες τόσες πολλές που φοβάμαι ότι κάποια θα ξεχάσω. Η ρακή συνήθως βγαίνει από σταφύλια, από τα στράφυλα, όπως τα λένε οι Κρήτες, δηλαδή τα υπολείμματα από τα πατητήρια, τα «ράκη» του σταφυλιού -εξού και το όνομά της.
Η πρωτόρακη, το προϊόν της πρώτης απόσταξης, είναι ελαφριά στο στόμα και γλυκόπιοτη, αλλά άμα είσαι άμαθος σε βαράει άσχημα -το λέω από πείρα…
Η πορτοκαλόρακη (από φλούδες πορτοκαλιού, εξαιρετική με γλυκό κουταλιού), η μουρνόρακη (από μούρα), η κιτρόρακη (από κίτρο) και πάει λέγοντας. Η διαδικασία της απόσταξης είναι παρόμοια, το μόνο που αλλάζει είναι το φρούτο που χρησιμοποιεί κανείς.
Έχω πιει ρακή από καζάνι στο Φόδελε και έχω ξεχάσει το όνομά μου. Τα ρακοκάζανα στήνονται Οκτώβρη μήνα, είναι μια γιορτή διονυσιακή, περισσότερο αφορμή για γλέντι παρά για παραγωγή του ποτού. Τρώνε, πίνουν, παίζουν λύρες και λαούτα και αποχαιρετούν το καλοκαίρι με καινούργιες μαντινάδες. Πάσχισα να την πιω στην Αθήνα. Σ’ ένα κρητικό μαγέρικο την πρώτη φορά. Μου φάνηκε στυφή, μου ‘καψε τον ουρανίσκο. Ο μαγαζάτορας με διαβεβαίωσε ότι ήταν Μια ρακή μακριά από την Κρήτη δικιά του, πρώτης ποιότητας. Δεν έχω λόγο να τον αμφισβητήσω, το φαΐ ήταν εξαιρετικό. Απλά η άτιμη δεν κατέβαινε με τίποτα. Δεύτερη φορά, στο σπίτι, πεσκέσι από ένα φίλο. Μια απ’ τα ίδια. Τζίφος. Για την ποιότητά της, ούτε λόγος. Την ίδια ακριβώς την κατεβάζαμε μονορούφι στις περιοδείες μας ανά την Κρήτη, όταν ήμαστε Χαΐνηδες, ρέμπελοι, λίγο πριν αλλάξουμε τον κόσμο. (Τελικά ο κόσμος άλλαξε, ερήμην μας…).
Ένας Μανώλης προσπάθησε να μου βρει μια εξήγηση, ότι είναι πιθανόν η γεύση της να αλλοιώνεται από το ταρακούνημα στο καράβι ή στο αεροπλάνο. «Δεν είναι ταξιδιάρα η ρακή, αντράκι μου», τον ακούω να επιμένει. Για το τεχνοκρατικό σκέλος, δηλώνω αναρμόδιος. Το να μην είναι ταξιδιάρα, μου αρέσει. Μάλλον, με βολεύει. Είμαι πρόθυμος να το ψηφίσω. Αν μη τι άλλο, είναι μια πρώτης τάξεως δικαιολογία για να ταξιδεύω εγώ. Να επιστρέφω για να τη συναντήσω.
*Δυο λόγια για το Μίλτο
Ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης μπορεί να γεννήθηκε στην Καλαμάτα και να μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ο τόπος που τον μέθυσε -και τον μέθυσε άγρια- πρέπει να ήταν η Κρήτη. Έτσι μάλλον εξηγείται τελικά πώς κατάφερε έναν κύκλο, που άνοιξε αρχικά ως επίδοξος μαθηματικός, να τον κλείσει τελικά ως «χαΐνης» και …φιλόσοφος.
Και –για να εξηγούμαστε– όταν ακούτε «μέθη», μην καταλαβαίνετε ρακή. Τουλάχιστον μην καταλαβαίνετε μόνο ρακή. Ξέρει πολύ πιο προχωρημένα κόλπα η Κρήτη να ζαλίζει τους εραστές της. Κόλπα που ή τους κάνουν να χάσουν παντελώς το δρόμο τους ή τους κάνουν να τον βρουν μια και καλή. Ευτυχώς στην περίπτωση του Μίλτου δούλεψε το δεύτερο. Ευτυχώς για μας, έτσι;
Αγνοούμε παντελώς τι λέει η Μαθηματική Εταιρεία ή ο ίδιος επ’ αυτού. Κρίνοντας με εντελώς φιλοτομαριστική σκοπιά, από τότε που γύρισε και από τον πρώτο προσωπικό του δίσκο, «Το παραμύθι με λυπημένο τέλος», μέχρι σήμερα, άλλη δουλειά δεν κάνουμε από το να γεμίζουμε το ταμείο της ψυχής μας με την πάρτη του: «Τα μπλουζ της άγριας νιότης», «Πεθαμένες καλησπέρες», «Του φθινοπώρου τα φιλιά», «Κακές συνήθειες», «Στα είπα όλα», «Ηράκλειο-Καλαμάτα», «Βυθισμένες άγκυρες», ήρθε κι αυτή η παράσταση τώρα με την Πέμη Ζούνη «Τα πρόσωπα του έρωτα» και ανέβασε τον τζίρο στο θεό…
Ναι, ρε γαμώ το, χρωστάμε μπόλικα στο Μίλτο. Αντιθέτως εκείνος το μόνο που μας χρωστά είναι ένα κείμενο για κάτι σουπιές. Ούτε σε εφτά ζωές δεν ξεχρεώνουμε με τέτοιους ρυθμούς.