Όλη η Ελλάδα αγαπά το λευκό. Και τσουγκράει ποτηράκια με το ωραιότερο δίλημμα που υπήρξε ποτέ. Ούζο ή Τσίπουρο; (δε χρειάζεται να διαλέξετε…)
Όλη η Ελλάδα αγαπά το λευκό.
Στη Στερεά και Βόρεια Ελλάδα, στα ανοιχτά σπίτια και στα φιλόξενα καφενεία των χωριών, θα σας έχουν κεράσει σίγουρα ένα τσιπουράκι. Στον Ψηλορείτη, στο λιμάνι των Χανίων ή στα ρεθυμνιώτικα χωριά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υψώσατε πολλές φορές τα ποτηράκια με την τσικουδιά στην υγειά εαυτών, αλλήλων και της Κρήτης. Όπου σας έβγαλαν ένα ρακί είναι… συνέπεια του γεγονότος ότι στον συγκεκριμένο τόπο έζησε χρόνια πολλά το τούρκικο στοιχείο ή κατέφυγαν πρόσφυγες του ’22. Πρόκειται και στις τρεις περιπτώσεις για το ίδιο λευκό απόσταγμα, το βαρύ και κάποιες φορές μυρωδάτο, που το μυστικό του το έσωσαν οι μοναχοί του Αγίου Όρους.
Το τσίπουρο ή ρακί ή τσικουδιά πίνεται σκέτο ή βρασμένο με μέλι (ως ρακόμελο) τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες. Για την απόλαυση της παρέας και την ενίσχυση της αντοχής του στομάχου απέναντί του επιστρατεύονται μια σειρά από νόστιμους μεζέδες, που ειδικά στα τσιπουράδικα του Βόλου απογειώνονται σε καθεμιά από τις γνωστές «γύρες». Μέχρι και 60 διαφορετικά πιατάκια λένε οι φήμες ότι μπορεί να φτάσει ο αριθμός, αλλά επειδή δεν έχει τύχει να βρω χρόνο να πιω 60 τσίπουρα σερί, δεν μπορώ να επιβεβαιώσω…
Επιβεβαιώνω πάντως ότι ο μεζές που συνοδεύει το τσίπουρο πρέπει να είναι πάντα έντονος σε χαρακτήρα, για να μπορεί να σταθεί δίπλα σε τέτοιο διάβολο, και λίγος σε ποσότητα, αφού ο σκοπός είναι να πιούμε και όχι να φάμε. Όπως δηλαδή συμβαίνει με το άλλο αγαπημένο λευκό της ελληνικής οινοπνευματικής παράδοσης: το ούζο, που πλέον είναι και με τη βούλα ελληνικό, με ευρωπαϊκό νόμο που προστατεύει την καταγωγή του.
Το αδιαφιλονίκητο γλυκανισάτο ποτό της λιακάδας, της θάλασσας, της συντροφιάς και της κουβέντας έχει κι αυτό τους δικούς του νόμους: Μέτρο στο φαγητό, που περιορίζεται σε ελάχιστα τσιμπηματάκια μεζέδων, όπου κυριαρχεί το ξίδι και το αλάτι ή η αιγαιοπελαγίτικη αλμύρα, μέτρο στις κουβέντες (και όχι στην κουβέντα), γιατί εδώ ήρθαμε για να διασκεδάσουμε και όχι να παρεξηγηθούμε, πράγμα πανεύκολο καθώς τα καραφάκια έρχονται (γεμάτα) και παρέρχονται (άδεια). Το λέει κι φίλος μου ο Γρηγόρης, από το Πλωμάρι, που κάτι ξέρει παραπάνω: «Το ούζο θέλει σαχλαμάρα». Τα σοβαρά τα αφήνουμε για τον καφέ.
Είναι προφανές ότι το ούζο ενδείκνυται για παρέες δεμένες, αγαπημένες και δοκιμασμένες στο ποτό και όχι για συνονθύλευμα τυχαίων ανθρώπων, που διακρίνονται από αμφίβολα αισθήματα στη μεταξύ τους σχέση. Το ούζο είναι ποτό διάφανο και ειλικρινές, με ιδιαίτερη ικανότητα να ανοίγει τις καρδιές των ανθρώπων και να τους φέρνει πιο κοντά, αλλά και με δηλωμένη ευχαρίστηση στο να ξεσκεπάζει ψέματα και υποκρισίες. Προσοχή λοιπόν και στην υγειά σας!