MEET THE GREEKS | Το παλιό έθιμο αναβιώνει και φέτος στην κωμόπολη της Δράμας.
MEET THE GREEKS | Το παλιό έθιμο αναβιώνει και φέτος στην κωμόπολη της Δράμας.
Ο χειμωνιάτικος ήλιος του Γενάρη, παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν, ήταν ο καλύτερος σύμμαχος για τους εκατοντάδες επισκέπτες και προσκυνητές που για μια ακόμα χρονιά έσπευσαν στο Καλαμπάκι της Δράμας, για να τιμήσουν τον εορτάζοντα Άγιο Αθανάσιο και για να συμμετάσχουν στο παραδοσιακό έθιμο που αναβιώνει κάθε χρόνο τέτοια ημέρα, το Κουρμπάνι.
Είναι ένα έθιμο που αναβιώνει κάθε χρόνο, χρονολογείται από το 1922 και έχει τις ρίζες του στους κατοίκους από το Κρυόνερο της ανατολικής Θράκης. Από το 1979, έτος ίδρυσης του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαμπακίου, το «κουρμπάνι» αναβιώνει και οργανώνεται με την αποκλειστική ευθύνη, των μελών του συλλόγου ή αλλιώς των «κουρμπανατζήδων», των ανθρώπων δηλαδή, που κάθε χρόνο επιφορτίζονται με την ευθύνη να προσφέρουν την εθελοντική εργασία τους και προπάντων το μεράκι για την πραγματοποίηση του ιστορικού εθίμου.
Το έθιμο κρατάει από το 1922 και ανάγεται στους κατοίκους από το Κρυόνερο της ανατολικής Θράκης, που σαν πρόφυγες εγκαταστάθηκαν στο Καλαμπάκι της Δράμας, αλλά και σε άλλες ακριτικές περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας. Δε ξέχασαν ποτέ όσα τους ένωναν με τις πατρογονικές εστίες, ήθη, έθιμα, παραδόσεις, γιορτές και τραγούδια, πανηγύρια και γλέντια…
Από το 1979, έτος ίδρυσης του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαμπακίου, το «κουρμπάνι» αναβιώνει και οργανώνεται με την αποκλειστική ευθύνη των μελών του συλλόγου ή αλλιώς των «κουρμπανατζήδων», των ανθρώπων δηλαδή, που προσφέρουν την εθελοντική εργασία και το μεράκι τους για την πραγματοποίηση αυτού του ιστορικού εθίμου που συγκεντρώνει πλήθος κόσμου.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Θεός κάθε χρόνο, το ξημέρωμα της γιορτής του Αγίου Αθανασίου, έστελνε στο προαύλιο του ναού των Κρυονεριτών ένα ελάφι, το οποίο αφού ξεκουραζόταν, «θυσιαζόταν με την ευλογία του ιερέα νωρίς το πρωί της γιορτής από τους «κουρμπανατζήδες», οι οποίοι το μαγείρευαν και στη συνέχεια το μοίραζαν σε όλους τους κατοίκους. Το φαγητό αυτό ονομάστηκε κουρμπάνι που στην τουρκική γλώσσα έχει την έννοια της θυσίας και της προσφοράς. Μια χρονιά που τα χιόνια ήταν πολλά, το ελάφι άργησε να έρθει και οι κουρμπανατζήδες θορυβημένοι από την καθυστέρηση, επέσπευσαν τη θυσία χωρίς να το αφήσουν να ξεκουραστεί, όπως το έθιμο απαιτούσε. Έκτοτε το ελάφι δεν ξαναφάνηκε, ίσως γιατί, όπως πίστευαν οι Κρυονερίτες, ο Θεός θύμωσε μαζί τους επειδή δεν τήρησαν τους κανόνες της θυσίας. Από τότε, στη θέση του ελαφιού χρησιμοποιούσαν ταύρο ή αγελάδα.
«Το κουρμπάνι είναι μια κοινωνία ανθρώπων» επισημαίνει η πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαμπακίου, Αθανασία Θεοδωρίδου, μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ. «Σε αυτή την κοινωνία ανθρώπων», υπογραμμίζει, «όλοι προσέφεραν κι όλοι ελάμβαναν και το ίδιο ακριβώς γίνεται μέχρι σήμερα. Βγαίνουμε στο χωριό γυρνάμε σπίτι- σπίτι σε όλους τους κατοίκους φτωχούς ή πλούσιους κι ο καθένας δίνει κάτι από το πλεόνασμα ή το υστέρημά του. Όταν θα έρθει η ώρα να χτυπήσει η καμπάνα για να διανεμηθεί το κουρμπάνι, τότε όποιος προσέφερε έχει δικαίωμα να λάβει. Αυτό είναι η κοινωνία ανθρώπων κι αυτό είναι το πιο διαχρονικό μήνυμα».
Κάθε χρόνο οι «κουρμπανατζήδες» και τα μέλη του συλλόγου συγκεντρώνουν απ’ όλους τους κατοίκους προσφορές σε σιτάρι, καλαμπόκι ή χρήματα. Νωρίς το πρωί, συγκεντρώνονται όλοι οι εθελοντές κάθε ηλικίας και ξεκινούν πεζοί ή με αυτοκίνητα να τους συνοδεύουν για να φορτώνουν τις προσφορές σε καλαμπόκι. Με κέφι και χτυπώντας τους τενεκέδες γυρνάνε όλο το χωριό, πόρτα-πόρτα, σε όλα ανεξαιρέτως τα σπίτια ζητώντας τη συνδρομή των κατοίκων για να γίνει το κουρμπάνι. Με τα χρήματα που συγκεντρώνονται και την πώληση του καλαμποκιού που προσφέρθηκε αγοράζονται οι αγελάδες που θα χρησιμοποιηθούν στο κουρμπάνι. Το σιτάρι που συγκεντρώνεται και προσφέρεται θα γίνει πλιγούρι, για να βράσει στη συνέχεια μαζί με το κρέας. Το απόγευμα της παραμονής του πανηγυριού στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που χρονολογείται από το 1908, τελείται μέγας πανηγυρικός εσπερινός και πραγματοποιείται η περιφορά της εικόνας του Αγίου Αθανασίου. Παράλληλα, τοποθετούνται στο προαύλιο της εκκλησίας τα καζάνια που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του «κουρμπανιού». Το κρέας τεμαχίζεται και μπαίνει στα καζάνια. Μόλις πέσει η νύχτα ξεκινάει το γλέντι στις ταβέρνες του Καλαμπακίου με νταούλια και ζουρνάδες. Αργά το βράδυ ανάβει η φωτιά στα καζάνια και ξεκινάει το βράσιμο του κρέατος. Ανήμερα της γιορτής, τελείται Θεία Λειτουργία. Ακολουθεί ο χορός στην πλατεία και το γλέντι ανάβει με περιπλανώμενους οργανοπαίχτες στις υπαίθριες καντίνες που έχουν στηθεί. Παράλληλα, στο χώρο του κουρμπανιού οι κουρμπανατζήδες ετοιμάζουν το πλιγούρι που βράζει στο ζωμό του κρέατος. Αργά το μεσημέρι, αφού έχει ολοκληρωθεί η παρασκευή του «κουρμπανιού», χτυπούν οι καμπάνες οι οποίες καλούν τον κόσμο να έρθει στο προαύλιο της εκκλησίας για ν’ αρχίσει η διανομή του. Ο ιερέας διαβάζει μια ευχή και ευλογεί το κουρμπάνι. Αμέσως μετά τα μέλη του Συλλόγου το μοιράζουν σε όλους τους κατοίκους, αλλά και σε όλους όσους βρίσκονται στο Καλαμπάκι εκείνη τη μέρα. Μετά τη διανομή του φαγητού, οι «κουρμπανατζήδες», μαζί με όλους τους προσκεκλημένους, ξεκινούν το χορό από το προαύλιο της εκκλησίας και τον οδηγούν στην πλατεία, όπου και τον συνεχίζουν με τη συνοδεία νταουλιών και ζουρνάδων.
Οι δύσκολες εποχές ήταν που «γέννησαν» τα πανηγύρια. «Οι δύσκολες εποχές» τονίζει η κ. Θεοδωρίδου «γέννησαν τα πανηγύρια τα οποία κρατήθηκαν μέχρι σήμερα. Τα πανηγύρια ήταν για τις δύσκολες μέρες όχι για τις καλές. Για το λόγο αυτό συνεχίζουμε να αναβιώνουμε κάθε χρόνο το έθιμο αυτό, για να φέρουμε τον κόσμο πιο κοντά. Από το 1922, που ήρθαν οι πρόσφυγες στο Καλαμπάκι, το έθιμο δε σταμάτησε ούτε για μια χρονιά να πραγματοποιείται». Δεν είναι μάλιστα τυχαία η μεγάλη συμμετοχή του κόσμου και ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων που όχι μόνο διασκεδάζουν αλλά προσφέρουν σημαντική βοήθεια στη διοργάνωση του πανηγυριού. «Εξάλλου» όπως επισημαίνει η κ. Θεοδωρίδου «οι νέοι είναι οι συνεχιστές αυτών των παραδόσεων που έφεραν μαζί τους οι προγονοί μας».
PHOTOS: Χάρης Ιορδανίδης | ΑΠΕ – ΜΠΕ