Αρχική Food Stories Looking Back Γλυκύτατό μου, τέκνο

Γλυκύτατό μου, τέκνο

0
Γλυκύτατό μου, τέκνο

Η άνοιξη, τα μάτια των παιδιών μας, η Ανάσταση. Αυτή που νικάει χίλιους καθημερινούς θανάτους.

Η άνοιξη, τα μάτια των παιδιών μας, η Ανάσταση. Αυτή που νικάει χίλιους καθημερινούς θανάτους.

O ΓΙΩΡΓΟΣ. Τα θέλει όλα: το πατίνι και τη στολή του μπάσκετ, το συναρμολογούμενο αυτοκίνητο, τη δερμάτινη μπάλα και το ηλεκτρονικό με τα δέκα παιχνίδια που το συνδέεις στην τηλεόραση. Και δώρο τη λαμπάδα. Αυτή, θα τη φέρει η νονά του. Δεν τη βλέπει συχνά, γιατί μένει μακριά και έχει μωρό. Το ηλεκτρονικό όμως και το πατίνι τα βλέπει κάθε μέρα στην τηλεόραση. Κρίμα που η νονά δεν είναι τηλεόραση.

Η ΜΑΜΑ ΤΟΥ. Ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρίνια, κατακόκκινα, αιμάτινα, που περπατούσες στο δρόμο και τρίζανε. Με λουράκι στο πλάι. Μήνες τα περίμενα. «Θα στα πάρει ο νονός», μου τάζανε. Όμως ο νονός όλο τα ξεχνούσε και κάθε Πάσχα μου ’στελνε ένα σοκολατένιο λαγό κι ένα πενηντάρικο. Σιχαινόμουν τις σοκολάτες. Και το πενηντάρικο δεν έτριζε. Λαμπάδα παίρναμε στην εκκλησία. Κίτρινη τη μεγαλοβδομάδα, άσπρη στην Ανάσταση. Ούτε κι εκείνη έτριζε. Μετά το «Χριστός Ανέστη» βιαζόμουνα να πάω πρώτη το «άγιο φως» στο σπίτι. Μια φορά, έβρεχε, η λαμπάδα έσβησε και γύρισα πίσω. Γέμισαν τα παπούτσια μου νερά. Αν ήταν λουστρίνια, θα χάλαγαν. Χάρηκα που δεν ήταν.

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ. Του αρέσει το Πάσχα γιατί σταματάνε τα σχολεία. Θα κάθεται σπίτι, θα παίζει PC games και θα βλέπει DVD. Bαριέται λίγο. Παίζει μπάλα στο καθιστικό – όχι στο μπαλκόνι, ούτε στο δρόμο, περνάνε αυτοκίνητα και βρωμάει καυσαέριο. Φέτος το Πάσχα, μπορεί να πάνε στο «χωριό». Δεν ξέρει γιατί το λένε «χωριό», αφού είναι πόλη κι έχει κι εκεί αυτοκίνητα. Αλλά έχει και μια μεγάλη πλατεία και χώμα και παιδιά και μπάλες. Και μυρίζει πιο ωραία.

Η ΜΑΜΑ ΤΟΥ. Το Πάσχα μου είναι μυρωδιές. Χώμα ευωδιαστό, οι πορτοκαλιές που άνθιζαν και μοσχοβόλαγε ο δρόμος, βούτυρο φρέσκο, αμμωνία και μαχλέπι. Και λιβάνι και οι πασχαλιές στον Επιτάφιο. Πήγαινα στην Εκκλησία κι έψελνα το η «Ζωή εν Τάφω» και το «Ω γλυκύ μου έαρ, που έδυ σου το κάλλος» -αυτό το τελευταίο, πάντα με έκανε να κλαίω. Το Πάσχα μου ήταν θλίψη και δέος, ο Τάιρον Πάουερ και ο Τσάρλτον Ιστον στην τηλεόραση, κομπόστα γλυκό στο ζαχαροπλαστείο, κλάματα για το έαρ που βόμβιζε τριγύρω, δάχτυλα με κόκκινη μπογιά και οι θανατερές καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής. Γλυκιά μου άνοιξη, που πήγε η ομορφιά σου;

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ. Μπερδεύεται όταν του λένε πως πριν τη Λαμπρή «δεν τρώμε κρέας», γιατί σταυρώθηκε ο Χριστούλης. Ζητάει σουβλάκια και είναι, λέει, σίγουρος πως ο Χριστός (σταυρωμένος ή όχι) δεν νευριάζει με τα παιδιά που πεινάνε. Το αντίθετο μάλιστα – εκείνα θα ’πρεπε να νευριάζουν μαζί του. Τις προάλλες ρώτησε γιατί ο Θεός πεθαίνει, ενώ η μαμά του του έχει υποσχεθεί πως εκείνη δεν θα πεθάνει ποτέ. Ούτε θα γεράσει. Δεν του αρέσουν οι μεγάλοι άνθρωποι. Μόνο η γιαγιά του του αρέσει, γιατί τον φιλάει, τον γλυκοχαϊδεύει και τα μάγουλά της είναι μαλακά. Όταν δεν τον βλέπει, τρυπώνει στο σαλόνι και της κλέβει τα κουλούρια. Ελπίζει, να μη θυμώνει ο Θεός και γι’ αυτό.

Η ΜΑΜΑ ΤΟΥ. Μετράω μέρες – τρείς, τέσσερις, δύο. (Μίκρυνε κι αυτό το Πάσχα ή μου φαίνεται;). Εκκρεμότητες, υποχρεώσεις, λογαριασμοί, μικροδωράκια «για το καλό», όνειρα σε αναμονή μες στο μισοκαταθλιπτικό καλαθάκι της «κρίσης». Τηλέφωνα, ευχές, ευγενικά ψέματα, λόγια που τα ξεστομίζεις και χάνονται -ανήσυχα, βιαστικά πουλιά σε σύρμα. (Θα μείνετε ή θα φύγετε, άντε να τα πούμε μετά, χαθήκαμε βρε, ε τα ξέρεις, τα παιδιά, οι δουλειές, να βρεθούμε για κανά σινεμά…). Πότε θα μπει το δώρο, κόκκινα αυγά στο σούπερ μάρκετ, ψώνια, κίνηση, ουρές πάλι στα διόδια. Να πάμε, να γυρίσουμε, να φάμε, να γιορτάσουμε, να ξαναγυρίσουμε –έκλεισες καλά το σπίτι;  Πάσχα χωρίς χρόνο, χωρίς μυρωδιές, χωρίς ούτε ένα θαύμα. Αλλά ξαφνικά, το αγόρι μου, το «θάνατον πατήσας» μου, με τραβάει από το μανίκι: «Δεν βρέχει, βγήκε ήλιος. Παίζουμε μπάλα;». Παίζουμε. Για δες, έγινε πάλι άνοιξη και ούτε που το κατάλαβα…

Βρείτε αγαπημένες συνταγές της παραδοσιακής & σύγχρονης Ελληνικής κουζίνας με καθημερινή ενημέρωση, στο iCookGreek.com