Αρχική Blogs Mamma Mia Φοβάμαι, μαμά…

Φοβάμαι, μαμά…

0
Φοβάμαι, μαμά…

Είσαι η κόρη – δηλαδή, ο καθρέφτης, η συνέχειά της, η ματαιωμένη, ατελής εκδοχή της…

Είσαι η κόρη – δηλαδή, ο καθρέφτης, η συνέχειά της, η ματαιωμένη, ατελής εκδοχή της. Η μάνα σου ξέρει τι θέλεις, τι ελπίζεις, τι φοβάσαι, τι περιμένεις – ποια ήσουν, ποια είσαι και ποια θα μπορούσες να γίνεις. Και δυστυχώς, δεν θα χάσει καμιά ευκαιρία να σ’ το υπενθυμίσει.

…Tι έχω; Τίποτα δεν έχω. Καλά είμαι.
Πώς; Δεν μ’ ακούς καλά; Ε, τι καλά να ’μαι; Όλη μέρα μόνη μου εδώ μέσα, όλο σκέφτομαι και με τρώνε οι έννοιες. Κι εκείνη η αδερφή σου χάθηκε να σηκώσει το χέρι της να πάρει ένα τηλέφωνο – πάει, ξέχασε πως έχει μάνα. Την έφαγαν οι δουλειές, όλη μέρα στους δρόμους, να λιώνει τις σόλες της για τρεις κι εξήντα. Εμ, τι να της κάνω, δικά της γραφεία ήθελε, δικηγοριλίκια και μεγαλεία. Που τώρα θα ’τανε προϊσταμένη στην τράπεζα – χρυσή την κάναμε κι εγώ και ο πατέρας σας να τη διορίσουμε στην Εθνική τότε που τέλειωσε τη σχολή, θα ’χε μια σίγουρη δουλειά και ο μισθός νταν, να τρέχει στο τέλος του μήνα. Αλλά όοοοχι, ήθελε το δικό της. Ορίστε, τράβα τα τώρα για να μάθεις. Άσε που όπως πάει θα μείνει και ανύπαντρη – νύχτα μπαίνει, νύχτα βγαίνει από κείνο το γραφείο, ε, πού θα τον βρει το γαμπρό, αγάπη μου; Στο περίπτερο; Και θα γυρίσει δηλαδή να την κοιτάξει κανένας της προκοπής, που από την αφαγία έχει γίνει σαν σκουράντζο; Α πα πα, την είδα τις προάλλες και τρόμαξα. Αδυνάτισε, σκέβρωσε, ρουφηχτήκανε τα μάγουλά της, χλομή, χάλια. «Κοίτα, βρε παιδάκι μου, να τρως τίποτα», της λέω. «Πώς, τρώω», μου λέει. Ψέματα. Ούτε τρώει ούτε το σίδηρό της παίρνει, θα σωριαστεί καμιά ώρα σε κάν δρόμο και θα τρέχουμε. Με τον Μάκη τι γίνεται, ακόμα τραβιούνται; Δεν μιλάς ε; Ε, βέβαια, εσύ μια ζωή κολεγιά με την αδερφή σου. Κοίτα να της πεις να τον αφήσει, τρία χρόνια έρωτες και για γάμο κουβέντα, νισάφι, παρατράβηξε αυτή η δουλειά, τριαντάρισε, τι περιμένει πια – εγώ στην ηλικία της είχα δύο παιδιά. Άσε που άμα ήταν έξυπνη, δεν θα τον έμπαζε μες στο σπίτι της. Ο άντρας, βρε, θέλει να του κάνεις και λίγο τη δύσκολη – άμα τα βρίσκει όλα έτοιμα, χαζός είναι να πάει να βάλει το μπελά στο κεφάλι του; Ααααχ…. Ποιος το ’χασε όμως το μυαλό για να το βρει η αδερφή σου; Τόσους και τόσους γνώρισε, μια χαρά παιδιά, ο ένας της μύριζε, ο άλλος της βρώμαγε. Σαν εκείνο τον Νίκο – έκτακτος ο Νίκος, πολιτικός μηχανικός με δικό του γραφείο και τον έδιωξε γιατί είχε, λέει, δυο κουρελούδες στο αυτοκίνητο. Ε, σάμπως και δεν τις έβγαζε εκείνη άμα ήθελε; Όοοοοχι. Ορίστε τώρα, μια χαρά κορίτσαρος μέχρι εκεί πάνω, επιστήμων, δικηγόρος να παρακαλάει τον κύριο Μάκη, που είναι λέει στέλεχος – τι στέλεχος τρομάρα του, μπακάλικο είχανε οι δικοί του στη Λάρισα. Και είναι και κοντός. Ε, ναι, 1,75 για άντρα είναι κοντός. Τη μάνα σου να ακούς εσύ. Άμα δεν ξέρει η μάνα σου, ποιος ξέρει;

..Τι έχω; Τίποτα δεν έχω. Την έννοια σας έχω.
Εσύ, με τη δουλειά σου τι νέα; Μειώσεις; Ε, όχι, αγάπη μου και να σου κόψει λεφτά ο Βρασιβανόπουλος που του κρατάς όλο το μαγαζί! Φταις κι εσύ, όμως ρε παιδάκι μου, που δε μιλάς – από το σχολείο το ’χες αυτό. Όλοι οι καθηγητές σου, θυμάμαι, μου το έλεγαν: «Αρίστη μαθήτρια, μαντάμ, και λαμπρό μυαλό. Διαβάζει, τα ξέρει, αλλά δε συμμετέχει». Μια ζωή το κεφάλι κάτω και αυτοπεποίθηση μηδέν. Ίδια ο πατέρας σου. «Αμ, δεν είναι έτσι ο κόσμος, Νικολάκη», του ‘λεγα «θέλει και λίγο θράσος η ζωή για να πας μπροστά». Δε βαριέσαι. Εγώ τα ’λεγα, εγώ τα ‘κουγα. Γι’ αυτό μετά βλέπεις και επιπλέουν όλοι οι φελλοί, κι εσύ με τα εικοσάρια στους ελέγχους, γραμματέας με έναν ψωρομισθό στον Βρασιβανόπουλο. Σ’ έφαγε και ο έρωτας βλέπεις. Έναν άντρα γνώρισες, τον αγάπησες και αμάν να παντρευτείς, μη χάσεις το κελεπούρι. Τέλος πάντων, έχεις τώρα και το παιδάκι σου, μια χαρά είσαι. Τι μαγειρεύεις σήμερα; Κοτόπουλο; Άρχισες δίαιτα; Να αρχίσεις. Δε θέλω να σ’ τα λέω γιατί θυμώνεις, αλλά έχεις κάνει ποπό. Και κοιλιά – που κοιλιά εσύ ποτέ δεν είχες. Σε λίγο δηλαδή, άμα δεν προσέξεις, δεν θα σου κάνουνε τα ρούχα σου και θα σε παρατήσει κι ο άντρας σου. Κλαις; Γιατί, παιδάκι μου; Σου συμβαίνει τίποτα; Μήπως σε στενοχωρεί ο Τάκης; Ε, εντάξει μωρέ, μια κουβέντα είπε, δε χάλασε ο κόσμος – εσύ, κάνε εκεί πέρα πως δεν καταλαβαίνεις. Συμβαίνουν αυτά στα ζευγάρια. Ο Τάκης, να ξέρεις, μπορεί να φωνάζει καμιά φορά, αλλά είναι καλό παιδί – ούτε χαρτοπαίκτης είναι ούτε μέθυσος ούτε γυρίζει από δω κι από κει. Σπίτι – δουλειά, δουλειά – σπίτι. Και παλικάρι ίσαμε κει πάνω. Ε, πώς, 1,75 είναι ψηλός για άντρα! Την μάνα σου να ακούς εσύ – άμα δε σ’ τα πει αυτή, που σ’ αγαπάει, ποιος θα σ’ τα πει;»

Σημείωση πρώτη: Όλη η προηγούμενη παρλάτα είναι απολύτως πραγματική – μια σύνθεση «τυπικού μητρικού πιάτου» στο μενού το δικό μου, της αδελφής μου, των φιλενάδων μου.

Σημείωση δεύτερη: Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι σοβαροί ψυχίατροι διατείνονται πως η ανθρώπινη προσωπικότητα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση του μωρού με τη μητέρα του – ιδίως τους πρώτους οκτώ μήνες. Η μητρική αγκαλιά, (σ.σ. οι σκληροπυρηνικοί, μάλιστα, επιμένουν πως αυτή η αγκαλιά είναι μοναδική και δεν πρέπει να ανταλλάσσεται με την ξένη αγκαλιά μιας τροφού, γιαγιάς κ.λπ.), η αγάπη, το χάδι, η μυρωδιά, το βλέμμα, το δέρμα είναι αυτά που μας ταυτοποιούν, ορίζουν την αρχή και το τέλος του κόσμου μας και μας χορταίνουν Παράδεισο. Ή μας αφήνουν αβέβαιους και νηστικούς για αποδοχή για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μας…

Βρείτε αγαπημένες συνταγές της παραδοσιακής & σύγχρονης Ελληνικής κουζίνας με καθημερινή ενημέρωση, στο iCookGreek.com