ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ | Τις τελευταίες μέρες το ελαιόλαδο βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αιτία είναι οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές παραγωγού που δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους της ελληνικής αγροτικής παραγωγής.
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ | Τις τελευταίες μέρες το ελαιόλαδο βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αιτία είναι οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές παραγωγού που δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους της ελληνικής αγροτικής παραγωγής.
Μιλώντας στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Πετρίνας Λακωνίας, ο Αλέξης Τσίπρας κάλεσε την κυβέρνηση να δώσει λύση στο πρόβλημα της χαμηλής τιμής του ελαιολάδου. Υποστήριξε μάλιστα ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε εξασφαλίσει πακέτο 100 εκατομμυρίων για τη στήριξη των ελαιοπαραγωγών. Στον κ. Τσίπρα απάντησε ο Μάκης Βορίδης. Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κατηγόρησε από το βήμα της Βουλής τον κ. Τσίπρα ότι είναι είτε αδιάβαστος είτε παραπληροφορημένος διότι ουδέποτε είχε εξασφαλιστεί κονδύλι 100 εκατομμμύριων για τους ελαιοπαραγωγούς.
Στη συνέχεια, εκτυλίχτηκε ένας «πόλεμος» ανακοινώσεων μεταξύ του Μάκη Βορίδη και του Στέλιου Αραχωβίτη πρώην υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και νυν τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ, για το τι ακριβώς είχε συμφωνηθεί με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Γεωργίας Φιλ Χογκαν.
Πολύ χαμηλά οι τιμές
Για να γίνει κατανοητό το πόσο χαμηλά είναι οι τιμές παραγωγού για το ελαιόλαδο, σταχυολογούμε ενδεικτικά ορισμένα στοιχεία ανά περιοχή.
• Στην Κρήτη δόθηκε τιμή σε δημοπρασία για έξτρα παρθένο ελαιόλαδο 1,38 ευρώ το κιλό.
• Στη Λακωνία το έξτρα παρθένο πωλείται από 2,10 έως 2.30 ευρώ.
• Στη Μεσσηνία οι τιμές είναι γύρω στο 2,05 ευρώ.
• Στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας οι τιμές κυμαίνονται από 1,7 έως 2 ευρώ το κιλό.
Οι τιμές αυτές είτε είναι κάτω του κόστους παραγωγής είτε το καλύπτουν οριακά. Κατά συνέπεια, τίθεται ζήτημα οικονομικής επιβίωσης για τους Έλληνες ελαιοπαραγωγούς.
Η υπερπαραγωγή
Οι τιμές παραγωγού καταρρέουν παρά την εξαίρεση του ελληνικού ελαιόλαδου από τους δασμούς που επέβαλε ο Τραμπ σε ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων και το ισπανικό ελαιόλαδο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Κομισιόν, η ΕΕ ο μεγαλύτερος παραγωγός ελαιολάδου σε παγκόσμιο επίπεδο, έχοντας το 69% της παγκόσμιας παραγωγής. Η μεγαλύτερη χώρα παραγωγός είναι η Ισπανία με 63% της συνολικής παραγωγής της ΕΕ. Ακολουθούν η Ιταλία με 17% , η Ελλάδα με 14% και η Πορτογαλία και με 5%.
Βασικές αιτίες κατάρρευσης των τιμών είναι:
1. Η επιστροφή της ισπανικής και τυνησιακής ελαιοπαραγωγής σε κανονικά επίπεδα, μετά από μια περίοδο μειωμένης απόδοσης λόγω καταστροφών.
2. Η υπερκαλλιέργεια ελιάς στην Ισπανία που οδηγεί στη διοχέτευση στην αγορά πολύ μεγάλων ποσοτήτων προϊόντος.
3. Το ευνοϊκό δασμολογικό καθεστώς στην ΕΕ για το τυνησιακό ελαιόλαδο.
4. Το χαμηλής ποιότητας “branding” του ελληνικού ελαιολάδου που το αφήνει αθωράκιστο απέναντι στις διακυμάνσεις των τιμών. Παρά την παγκόσμια έκρηξη του ενδιαφέροντος για τη μεσογειακή διατροφή, το ελληνικό ελαιόλαδο δεν έχει προωθηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να υιοθετηθεί από τους καταναλωτές. Στη μεγάλη αγορά των ΗΠΑ, καλύπτει μόλις το 3% της συνολικής κατανάλωσης του προϊόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού ελαιόλαδου που εξάγεται, πωλείται “χύμα” στην Ιταλία. Συχνά επανεισάγεται στην Ελλάδα τυποποιημένο.
5. Η σχετικά αδύναμη συνεταιριστική οργάνωση των παραγωγών που αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση τους απέναντι στους εμπόρους.
Αναστάτωση στους παραγωγούς
Συνέπεια των παραπάνω είναι η αναστάτωση που προκαλείται στους παραγωγούς, τη στιγμή που οι καταναλωτές εξακολουθούν να προμηθεύονται το ελαιόλαδο σε υψηλές τιμές. Ελαιοπαραγωγικοί σύνδεσμοι εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχοι για τις χαμηλές τιμές και το μέλλον τους και ζητούν στήριξη εισοδήματος.
Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι οι επιδοτήσεις μπορεί να δώσουν ανάσα στους ελαιοπαραγωγούς βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν δίνουν προοπτική μακράς πνοής στον κλάδο. Το branding και η οργανωμένη προώθηση στις διεθνείς αγορές του ελληνικού ελαιόλαδου μπορούν να διασφαλίσουν μακροπρόθεσμα ένα αξιοπρεπές βιωτικό επίπεδο για τους ελαιοπαραγωγούς και να τονώσουν συνολικά την ελληνική οικονομία.