Ένας ιδιότυπος λογοτεχνικός τσελεμεντές
Είναι μερικά βιβλία που δε θα τα δεις ποτέ να διαφημίζονται, στα βιβλιοπωλεία κρύβονται πίσω στα ράφια, κι αν η τύχη δεν είναι με το μέρος σου, θα τα προσπεράσεις χωρίς καν να το καταλάβεις. Ένα τέτοιο είναι το «Γεύματα συγγραφέων», που αρχικά πήρα στα χέρια μου από περιέργεια.
Περί τίνος πρόκειται; Η κυρία Μπονγκαρτζόνι, αγνώστων λοιπών στοιχείων δυστυχώς, έφτιαξε με πολύ μεράκι έναν ιδιότυπο άτλαντα λογοτεχνικών σπεσιαλιτέ με τις συνταγές που συγκέντρωσε μέσα απ’ τις σελίδες μερικών απ’ τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα του 20ού και 21ου αιώνα. Ακούγεται βαρετό, δεν είναι όμως καθόλου. Συνδυάζει την απόλαυση της ανάγνωσης με τη χρηστικότητα της μαγειρικής. Και δεν είναι φυσικά ένα απλό εγχειρίδιο μαγειρικής, αλλά ένα βιβλίο που ασχολείται κυρίως με τη λογοτεχνία υπό το πρίσμα του φαγητού. Δίνονται με ακρίβεια οι συνταγές από τριάντα δύο έργα μεγάλων συγγραφέων, αφού πρώτα περιγραφεί το πλαίσιο στο οποίο εμφανίζονται στα βιβλία τους. Έτσι η διαδικασία του φαγητού συχνά συναρτάται με τη ματαιοδοξία, αλλά και με παιδικά τραύματα, ενοχές, συστολή, άγρια ερωτικά ένστικτα.
Την ίδια στιγμή μαθαίνει κανείς συνταγές! Από «Το δείπνο της Μαμπέτ» της Κάρεν Μπλίξεν πώς φτιάχνονταν στη Γαλλία του 1865 τα «ορτύκια σε σαρκοφάγο», απ’ τη «Σωσμένη γλώσσα» του Ελία Κανέτι το «ρολό σπανάκι» που ετοίμαζαν στη Βουλγαρία το 1910 για τις εβραϊκές γιορτές, από τη «Μονομαχία» του Τσέχοφ ένα περίεργο πρώτο πιάτο του 1885, την «οκρόστσκα». Αυτός ο εν δυνάμει λογοτεχνικός τσελεμεντές των περασμένων, κυρίως, αιώνων, έχει τη δική του ξεχωριστή χάρη, μιας και, όπως είναι γραμμένος με συντεταγμένες από διάφορα μέρη του πλανήτη, ξετυλίγει παράλληλα μ’ έναν δικό του τρόπο την ιστορία της γεύσης.
Η πιο περίεργη ίσως που συνάντησα στο βιβλίο, και δεν ξέρω αν θα ’θελα ποτέ να δοκιμάσω, δεν είναι άλλη από την «Ψαρόσουπα με τον τρόπο της Χαβάης», που αναφέρεται στους «Δαίμονες των κυμάτων» του Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, μια συνταγή του 1890. Πώς γίνεται ψαρόσουπα με μισό κιλό μπακαλιάρο σε κομματάκια αναμεμειγμένο με μπόλικο τσιγαρισμένο μπέικον και κρεμμυδάκια, πατάτες, ντομάτες και για τελείωμα δύο ποτήρια γάλα, δεν ξέρω. Η φαντασία με υπερβαίνει!
Από τα ωραιότερα αποσπάσματα του βιβλίου είναι εκείνο του Ρέιμοντ Κάρβερ απ’ τον «Καθεδρικό ναό», που περιγράφει, όπως πάντα, τα φτωχά στρώματα της Αμερικής. Το κυνήγι της ευτυχίας αφήνει τους ήρωές του με την απόχη άδεια στο χέρι την ώρα που τα στομάχια τους γεμίζουν άγευστες και σκληρές σαν σόλες μπριζόλες, έτοιμες ψαροκροκέτες και προμαγειρεμένα φαγητά.
Ξεχωριστή μνεία στο τέλος του βιβλίου γίνεται στο τσάι, κατεξοχήν λογοτεχνικό ρόφημα, και τα συνοδευτικά του. Εκεί, ανάμεσα στα πατροπαράδοτα αγγλικά μάφινς και σκονς (μαλακά μπισκοτάκια) αντικρίζει κανείς τα ρωσικά ζακούσκι (ορεκτικά δηλαδή) που βρίσκονται πάντα πλάι στο ζεστό σαμοβάρι: μαριναρισμένες με γάλα ρέγκες, μανιτάρια τουρσί με ξινή κρέμα γάλακτος και άλλα. Ουφ! Μέχρι και τα γράμματα αναδίδουν αναθυμιάσεις και κοντεύω να ζαλιστώ…
Το μικρό αυτό διαμαντάκι κλείνει με τα βιογραφικά όλων των συγγραφέων που περιλαμβάνει και τον κατάλογο των συνταγών που περιέχει. Τους τολμηρούς μπορεί η ανάγνωση να τους οδηγήσει στην κουζίνα, τους δε βιβλιόφιλους σ’ ένα βιβλιοπωλείο (πάλι!). Είναι που ξυπνά την όρεξη και για τόσα άλλα βιβλία …συγχωρέστε με!
Ορέτα Μπονγκαρτζόνι
Σελίδες: 199
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000
Τιμή: 11€