«…τρέξε στου καραβιού τα κοίλα ακαταπαύστως γέμιζε κούπες βαθιές γιατί δεν μπορούμε ξεμέθυστοι τούτη τη βάρδια να βγάλουμε… » Αρχίλοχος, 7ος αι. π.Χ.
Μια φορά και έναν καιρό η Ελλάδα μέθυσε
Δεν υπάρχει πιο πρόσφορο υλικό για να προσεγγίσεις το πνεύμα της Ελλάδας μες στους αιώνες από το…οινόπνευμά της: το κρασί.
Και δεν υπάρχει πιο ενδεδειγμένη χρονική περίοδος για να περάσεις κατευθείαν στην ουσία της οινοποσίας στην Αρχαία Ελλάδα από τις Απόκριες.
Ο λόγος δεν είναι βέβαια ότι κατά την περίοδο του καρναβαλιού πίνουμε κρασί. Κρασί το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων πίνει πάντα. Ο λόγος είναι ότι το έθιμο της Αποκριάς συνδέεται άρρηκτα με τις προχριστιανικές, βακχικές εορτές, προς τιμή του θεού Διόνυσου και άρα με το ίδιο το κρασί.
Το ότι ως λαός κατά την περίοδο του ειδωλολατρικού μας βίου νιώσαμε την ανάγκη να λατρέψουμε ένα θεό του κρασιού ήδη υποδηλώνει πολλά. Ένας θεός της μέθης που τον σέβεσαι αλλά και τον φοβάσαι μαρτυράει τα πάντα για τη σχέση σου με το πίνειν, την υπέρβαση της πραγματικότητας και τις πάσης φύσεως εξαλλοσύνες. Είχαμε και έχουμε είναι η αλήθεια μια έφεση προς ότι ξεφεύγει από τα καθιερωμένα πλαίσια μιας καθημερινότητας συντεταγμένης, ευπρεπούς, πλήρως υποταγμένης σε νόμους και πλαίσια, στην οποία πάνω από όλα πρυτανεύει η λογική. Την έφεση αυτή πολλά χρόνια αργότερα θα βαφτίσουμε «μεσογειακό ταμπεραμέντο» για τουριστικούς ως επί το πλείστον λόγους. Υποδηλώνει ακόμη πολλά για την ενστικτώδη γνώση των ιατρικών θαυμάτων που εγκυμονούσε η γη μας και ο ήλιος μας, στα οποία χρωστάμε τα αμπέλια μας. Καταγράφει επίσης το σημαντικό ρόλο που έπαιζε στην καθημερινή ζωή των προγόνων μας ο μούστος και τα παράγωγά του: το πετιμέζι ως μέσο διατροφικό –ιδιαίτερα ως υποκατάστατο της ζάχαρης– το κρασί ως μέσο θερμαντικό και φαρμακευτικό, το ξίδι ως αντισηπτικό. Αλλά ας παραμείνουμε, για την ώρα, στον αμφιλεγόμενο για το χαρακτήρα του Διόνυσο ή Βάκχο (μετά τον 5ο αι. π.Χ.) και καθόλου αμφιλεγόμενο για την ιδιότητά του ως θεού του οίνου.
Μαύρο πρόβατο ο θεός του οίνου
Ο Διόνυσος, λοιπόν, σύμφωνα με το μύθο ήταν το μαύρο πρόβατο του θεϊκού βασιλείου του Ολύμπου και η ντροπή του Δωδεκάθεου. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του –κατά το οποίο κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς συνετελέσθη, αλλά όλοι υποψιαζόμαστε τα χειρότερα– εγκατέλειψε την πατρική γη για μακρινά ταξίδια, στα βάθη της Συρίας και της Ινδίας, εκεί δηλαδή που ακόμη και τον 20ό αιώνα (ιδιαίτερα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70) χάνονταν Ευρωπαίοι για πάντα συνεπαρμένοι από την επήρεια που ασκούσε το μέρος (και τη χρήση παραισθησιογόνων ουσιών). Ο Διόνυσος όμως δεν χάθηκε. Έκανε ότι έκανε την περίοδο της άγριας νιότης του, έμαθε ότι ήταν να μάθει και -σύμφωνα με το μύθο- κάποια στιγμή ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Όχι μόνος του, αλλά με μεγάλη συντροφιά αμφιβόλου ηθικής: τις ηδυπαθείς μαινάδες και τους ξεδιάντροπους σάτυρους, που αν τους έβλεπαν τα καθώς πρέπει κορίτσια της εποχής άλλαζαν στενό. Οι πιθανότητες βέβαια να συναντήσει ο αρχαίος πολίτης της πόλης – κράτους στα στενά της Πνύκας και του Παρθενώνα την παρέα αυτή ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, διότι ο Διόνυσος δεν πάταγε το πόδι του στο άστυ. Εκτός από θεός του κρασιού ήταν -βλέπετε- και θεός της φύσης όλης (πολλές παραστάσεις τον συνδέουν και με τη θάλασσα, ενώ πολλοί ήταν οι αρχαίοι οινοπαραγωγοί νησιώτες που νέρωναν το κρασί τους με θαλασσινό νερό προς τιμή του θεού), οπότε το βασίλειό του απλωνόταν στην εξοχή. Η διονυσοπαρέα των βουκολικών pro-partyanimals γύριζε τα όρη και τα βουνά της Ελλάδας, πίνοντας ανελέητες ποσότητες κρασιού και τραγουδώντας κάτι ακατανόητα, που πολλοί έλεγαν ότι ήταν ξόρκια και λόγια μαγικά. Λέγανε ακόμη κι άλλα, πολύ πιο τρομερά, γι’ αυτή την κλίκα. Όπως ότι κατά τις τελετές της, που συνέβαιναν εκεί προς το τέλος του χειμώνα, τα μέλη υπό τη θεϊκή αιγίδα επιδίδονταν σε απίστευτα όργια, που μπροστά τους ο Καλιγούλας έμοιαζε με καρτούν της Disney . Όλα αυτά δεν τα προκαλούσε σύμφωνα με τους Αρχαίους το μεθύσι, αλλά η έκσταση, η οποία έχει σαφώς σκοτεινότερες ρίζες από τη μέθη. Η έκσταση ήταν, ας το πούμε, η υποταγή σε μια άλλη πραγματικότητα, σε μια άλλη αρχή, που υπερβαίνει τους εκστασιασμένους και η όλη διαδικασία είχε μεγάλη αντιστοιχία με το αιώνιο δίπολο θανάτου-ζωής, τέλους-αρχής, μαρασμού και αναγέννησης.