ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ | Το όνομά του αλλάζει από τόπο σε τόπο: γριβάδι, κυπρίνος, σαζάνι, κάρπα, τσάφα, καρλιώτικο, μποτσικάρι, γκοτζάρι, τσουκάνι. Διαβάστε περισσότερα για τον λιμνίσιο «θησαυρό».
Σε γενικές γραμμές όταν ακούς γριβάδι, ταξιδεύεις στα βόρεια, ενώ όταν σε σερβίρουν κυπρίνο, προφανώς τρως στο Νότο. Παντού όμως το ψάρι αυτό θεωρείται «βασιλιάς» των λιμνίσιων νερών.
Είναι ψάρι αρκετά ανθεκτικό και ζει συνήθως στο λασπώδη πυθμένα. Θερμόφιλο και αργοκίνητο, μετακινείται ως επί το πλείστον τη νύχτα. Το συναντάμε κυρίως σε λίμνες και όχι στα κρύα νερά των ποταμών. Είναι φυτοφάγο και τρέφεται με σπόρους φυτών αλλά και με νύμφες εντόμων. Ζει σε θερμοκρασίες από 4 έως 30 βαθμούς Κελσίου, με καταληλότερη για την ανάπτυξή του την περιοχή των 20-25 βαθμών. Μάλιστα όταν η θερμοκρασία των νερών το χειμώνα κατέβει κάτω από τους 4 βαθμούς Κελσίου, φωλιάζει στον πυθμένα και παραμένει εκεί μέχρι να αυξηθεί και πάλι. Γεννάει συνήθως στα τέλη της άνοιξης, όταν η θερμοκρασία του νερού υπερβεί τους 17°C, σε ρηχά και καθαρά σημεία της λίμνης, ανάμεσα σε υδρόβια φυτά. Από τις αρχές Απριλίου έως τα μέσα Μαΐου απαγορεύεται η αλίευσή του. Σε ηλικία 3-4 χρόνων το μήκος του φτάνει τα 20-40 εκατοστά και το βάρος του τα 3 – 4 κιλά. Μπορεί να φτάσει το 1 μέτρο μήκος και τα 20 – 30 κιλά βάρος. Η μέγιστη καταγραφή που έχει γίνει είναι 120 εκατοστά μήκος, 37,5 κιλά και ηλικία περίπου 47 έτη! Συνήθως αλιεύονται γριβάδια των 30 – 50 εκατ. και βάρους 1 – 1,5 κιλού.Το ραχιαίο πτερύγιό του είναι μεγάλο και η πρώτη ακτίνα του είναι σκληρή. Το χρώμα του είναι καφέπράσινο-χρυσαφί.
Το γριβάδι του ψαρά. Είναι χαρακτηριστικά πονηρό ψάρι και προβάλλει μεγάλη αντίσταση τόσο σε ένταση όσο και σε διάρκεια. Πιάνεται με σκουλήκι, με σπόρους δημητριακών (ξερούς ή μαλακούς) και μπουκιές από βραστές πατάτες, όπως συνηθίζεται σε πολλές περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης. Είναι απαραίτητο οι χειρισμοί του ψαρέματος να γίνονται με προσοχή και αθόρυβο πλησίασμα, γιατί ο θόρυβος των βημάτων ή των κουπιών ενεργοποιεί την πονηριά του ψαριού και το κάνει επιφυλακτικό για αρκετές ώρες. Το βασικό μειονέκτημα του γριβαδιού είναι μια «χωμάτινη» επίγευση, που εντοπίζουν όσοι είναι συνηθισμένοι στα θαλασσινά ψάρια. Η διαπίστωση δεν αφορά τα γριβάδια ιχθυοτροφείου, αλλά μόνο τα ελεύθερα. Για να εξαλείψουν το πρόβλημα οι ψαράδες το αφήσουν 2-3 μέρες σε καθαρό νερό, νηστικό.
Το γριβάδι του μάγειρα Η κλασική επιλογή είναι γριβάδι τηγανητό. Απλώς χαράζετε το ψάρι, ώστε να τηγανιστούν τα ψιλά αγκαθάκια και να μπορεί να φαγωθεί πιο εύκολα. Ψήνεται και στη σχάρα με τον ίδιο τρόπο. Πολύ λεμόνι και μια απλή πατατοσαλάτα για συμπλήρωμα. Αγαπημένη συνταγή σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, ειδική για να «φτουράει» το φαΐ, είναι το γριβάδι πλακί.
Γριβάδι με πράσο, της κυρίας Πασχαλίτσας Καλέση
Για 4-6 άτομα
Υλικά 1 μεγάλο γριβάδι , 1/2 κούπα ελαιόλαδο 2 κιλά πράσα ψιλοκομμένα αλάτι, κόκκινο πιπέρι, μαύρο πιπέρι, 1 κούπα χυμός ντομάτας, 3 φύλλα δάφνης, 1/2 κούπα αλεύρι για όλες τις χρήσεις ,1 κούπα νερό
Eκτέλεση Χαράζουμε το γριβάδι – αν είναι μεσαίου μεγέθους. Αν είναι μεγάλο, πάνω από 2 κιλά, το κόβουμε σε κομμάτια και το αλατοπιπερώνουμε. Ψιλοκόβουμε και αχνίζουμε τα πράσα με λίγο λαδάκι, ώστε να μαλακώσουν αρκετά. Τα αλατίζουμε και τρίβουμε από πάνω μαύρο πιπέρι.
Στρώνουμε τα πράσα σε ταψί μεσαίου μεγέθους, ρίχνουμε το κόκκινο πιπέρι, τοποθετούμε το ψάρι στη μέση του ταψιού και περιχύνουμε με το χυμό ντομάτας, την κούπα με το νερό και το υπόλοιπο λαδάκι. Τέλος, πασπαλίζουμε όλο το ταψί με το αλεύρι, το μεν ψάρι για να πιάσει κρούστα, τα δε πράσα για να χυλώσει το ζουμάκι τους. Ψήνουμε στους 200 βαθμούς Κελσίου για μία ώρα. Στη μισή ώρα γυρίζουμε το ψάρι και αλευρώνουμε και την άλλη του πλευρά.
ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ICOOKGREEK T. 10 | Της Δέσποινας Παπαδήμα | Φωτό: Γιώργος Καραηλίας