Αρκεί η “διατροφική ανασφάλεια” για να περιγράψει ένα καζάνι που -αν και δεν έχει φαγητό- ξεχειλίζει από απελπισμένους ανθρώπους;
Οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται, και μαζί τους οι πεινασμένοι του κόσμου. Τα αποτελέσματα τα είδαμε πρόσφατα σε Τυνησία και Αίγυπτο. Αρκεί η “διατροφική ανασφάλεια” για να περιγράψει ένα καζάνι που -αν και δεν έχει φαγητό- ξεχειλίζει από απελπισμένους ανθρώπους;
Οι εξεγέρσεις που ξέσπασαν το 2008 στον αναπτυσσόμενο κόσμο για τις τιμές των βασικών ειδών διατροφής είναι πρόσφατες στη μνήμη μας. Από την Καραϊβική ως την Άπω Ανατολή, εκατομμύρια άνθρωποι τότε είχαν βγει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τα δυσθεώρητα ύψη των τιμών στις οποίες είχε φτάσει το ψωμί και το ρύζι. Η κρίση είχε απειλήσει με αστάθεια 36 χώρες, μεταξύ των οποίων το Μεξικό, την Ινδονησία, το Πακιστάν και την Αίγυπτο. Τρία χρόνια αργότερα, οι τιμές των γεωργικών προϊόντων έχουν ξεπεράσει τα επίπεδα της κρίσης του 2007- 2008, η Τυνησία παίρνει φωτιά μετά την αυτοπυρπόληση ενός νεαρού μανάβη και η λαϊκή οργή στη Μέση Ανατολή σαρώνει διεφθαρμένα και ανάλγητα καθεστώτα πολλών δεκαετιών.
Ιλιγγιώδεις αυξήσεις
Τον Ιανουάριο της φετινής χρονιάς ο Δείκτης Τιμών των Τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των Ηνωμένων Εθνών, που παρακολουθεί τις μηνιαίες μεταβολές των τιμών 55 προϊόντων διατροφής, εκτινάχθηκε στο επίπεδο ρεκόρ των 231 μονάδων, καταγράφοντας αύξηση 3,4% σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2010. Αυτό που θορύβησε πλέον τη διεθνή κοινότητα είναι ότι κατέρριψε το προηγούμενο ρεκόρ των 213,5 μονάδων που είχε σημειωθεί τον Ιούνιο του 2008 και που είχε πυροδοτήσει πολυάριθμες αιματηρές διαδηλώσεις. Ο Αμπντολρεζά Αμπασιάν, οικονομολόγος του FAO, προειδοποίησε ότι οι τιμές αναμένεται να διατηρηθούν σε αυτά τα υψηλά επίπεδα και τους επόμενους μήνες. Ήδη από το 2008, έκθεση του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) και του FAO είχε προβλέψει αυξήσεις από 20 έως 80% στις τιμές των τροφίμων στη δεκαετία που θα ακολουθούσε. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΔΝΤ, μόνο το 2010 η τιμή του σιταριού αυξήθηκε κατά 60%, του φοινικέλαιου κατά 63% και της ζάχαρης κατά 100%.
Το τζίνι στο μπουκάλι
Ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Robert Zoellick προέβλεπε ξέσπασμα κοινωνικών αναταραχών σε τουλάχιστον τριάντα τρεις χώρες. Οι εξεγέρσεις από την Αϊτή μέχρι το Καμερούν σήμαναν την αρχή του τέλους του δυτικού κυνισμού σχετικά με τη δυνατότητα των λαών των αναπτυσσόμενων και αναδυόμενων χωρών να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους. Τον Απρίλιο του 2008 το περιοδικό Time ανησυχούσε μήπως η εκτόξευση των τιμών των τροφίμων απειλούσε τη σταθερότητα πολλών κυβερνήσεων. Ο αρθρογράφος του, Tony Karon, ισχυριζόταν ότι η ιδέα της ανατροπής του ancien regime από τις πεινασμένες μάζες, όσο κι αν φαινόταν «ανυπόφορα γραφική» μετά το θρίαμβο του καπιταλισμού στον Ψυχρό Πόλεμο, μπορούσε πλέον να θεωρηθεί πιθανή εξέλιξη.
Ωστόσο, όπως έγραφε τότε ο Karon, αν και η πείνα έχει ιστορικά συνδεθεί με επαναστάσεις, για να μετατραπεί ένα μαζικό ξέσπασμα οργής σε υπολογίσιμη απειλή για την καθεστηκυία τάξη απαιτείται μια οργανωμένη πολιτική ηγεσία ικανή να στρέψει την οργή αυτή εναντίον του κράτους. Όμως αυτό που το 2008 φάνταζε ακραίο σενάριο, σήμερα αποτελεί πραγματικότητα.
Όσα συνέβησαν στην Τυνησία, «η πρώτη αραβική επανάσταση» όπως τη χαρακτήρισε η Αιγύπτια πολιτική αναλύτρια Mona Eltahawy, και στην Αίγυπτο δείχνουν ότι μια πραγματικά αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση –όχι ένα πραξικόπημα της αντιπολίτευσης– ανθρώπων που ζητούν το αυτονόητο, να μπορούν να αγοράσουν το αλεύρι, τη ζάχαρη και το λάδι που βλέπουν στα ράφια των καταστημάτων και να έχουν δουλειά και βασικές ελευθερίες, μπορεί να ανατρέψει ένα αυταρχικό καθεστώς. Τόσο στην Τυνησία όσο και στην Αίγυπτο, ακόμα κι αν τελικά το παλαιό καθεστώς επιβιώσει με ένα φιλελεύθερο διακοσμητικό λίφτινγκ, το τζίνι της αυθόρμητης μαζικής κινητοποίησης δεν ξαναμπαίνει εύκολα στο μπουκάλι.
Στους δρόμους του Καΐρου. Καίνε οι πλατιές
άζυμες πίτες μόλις τις βγάζεις απ’ το φούρνο.
Αυτό το ξέρει καλά η Αιγύπτια φουρνάρισσα,
μα αντέχει. Όπως ξέρει καλά και το άλλο:
στην Αίγυπτο δε λείπει το ψωμί, τα λεφτά
για να τοαγοράσεις λείπουν. Κι αυτό, πια,
δεν το αντέχει.
Η πείνα και η“καλοσύνη” των ξένων
Σε ακόμα δεινότερη θέση βρίσκονται οι φτωχές χώρες που παράγουν ελάχιστο φαγητό σε σχέση με αυτό που καταναλώνουν. Πριν ξεσπάσει η κρίση της αύξησης στις τιμές των ειδών διατροφής, η πείνα ήταν ήδη η σκληρή πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν 850 εκατομμύρια άνθρωποι στις φτωχότερες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Από το 2000, οι ηγέτες των πλουσιότερων χωρών του κόσμου δεσμεύτηκαν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και να μειώσουν στο μισό το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που υποφέρει από πείνα μέχρι το 2015.
Η υπόσχεση όμως έμεινε στα χαρτιά, εφόσον ο αριθμός των ανθρώπων χωρίς επαρκή πρόσβαση σε τροφή αυξήθηκε κατά 40 εκατομμύρια το 2008, ποσοστό αύξησης που υπερδιπλασιάστηκε πριν ακόμη συμπληρωθεί το πρώτο εξάμηνο του 2009. Σήμερα, 1,02 δισεκατομμύριο άνθρωποι στον κόσμο υποφέρουν από πείνα. Σε έκθεση με τίτλο «Προδίδοντας τους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς», η ActionAid επισημαίνει ότι την τελευταία εικοσαετία οι πολιτικές παροχής αναπτυξιακής βοήθειας των πλούσιων χωρών προς τις αναπτυσσόμενες έχει εντείνει το πρόβλημα της πείνας. Τα κονδύλια της οικονομικής βοήθειας που προορίζονται για την αγροτική ανάπτυξη, κυρίως για την παραγωγή ρυζιού και καλαμποκιού, έχουν μειωθεί. Όσα απομένουν, αντί να στηρίζουν άμεσα τους μικροκαλλιεργητές με επιδοτήσεις σπόρων και λιπασμάτων, απορροφούνται από τον τομέα της αγροτικής διοίκησης, όπου προωθείται η μείωση της κρατικής παρέμβασης στη γεωργία συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας του κράτους να ρυθμίζει τις αγορές.
Τη δεκαετία του ’60 και του ’70 στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες το κράτος είχε σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της γεωργίας, εφόσον είχε λόγο στον καθορισμό σταθερών τιμών για την αγορά και την πώληση αγροτικών προϊόντων. Οι νέες πολιτικές αναπτυξιακής βοήθειας επέβαλαν στα αναπτυσσόμενα κράτη να αποσυρθούν από το ρόλο αυτό και να επιτρέψουν στην ελεύθερη αγορά να ρυθμίσει τον αγροτικό τομέα.
Οι μεταρρυθμίσεις στη γεωργία προς την κατεύθυνση της αγοράς έδωσαν έμφαση στις εξαγωγές σε βάρος της διατροφικής αυτάρκειας των φτωχών χωρών. Αυτό, σε συνδυασμό με την ολοένα αυξανόμενη συγκέντρωση των γεωργικών αγορών στα χέρια ελάχιστων πολυεθνικών γιγάντων, συρρίκνωσε τις τοπικές και τις εθνικές οικονομίες των χωρών αυτών σε βαθμό …στραγγαλισμού.
Το πρόβλημα γίνεται πλέον ανεξέλεγκτο, εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης στις τιμές των βασικών ειδών διατροφής. Όταν η τιμή του καλαμποκιού εκτοξεύεται στα ύψη, οι φτωχοί αγρότες στο Μαλάουι δεν μπορούν να αγοράσουν τους σπόρους που θα εξασφαλίσουν τη σοδειά του επόμενου χρόνου. Εξασθενημένοι όμως από την πείνα και τις ασθένειες και ανίσχυροι λόγω της έλλειψης βασικής εκπαίδευσης, οι φτωχότεροι της Γης δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν.
Γιατί αυξάνονται οι τιμές των τροφίμων
Το Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (IFAD) των Ηνωμένων Εθνών θεωρεί ότι για την αύξηση των τιμών των τροφίμων ευθύνονται οι ακραίες καιρικές συνθήκες και η παγκόσμια κλιματική αλλαγή, η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, η αύξηση της ζήτησης βιοκαυσίμων (100 εκ. τόνοι σιτηρών χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή βιοκαυσίμων το 2007-8), η αυξανόμενη ζήτηση ορισμένων προϊόντων διατροφής σε ταχύτατα αναπτυσσόμενες χώρες (2 δισεκατομμύρια Κινέζοι και Ινδοί εκτός από το ρύζι στρέφονται πλέον και στα σιτηρά)…
Ωστόσο, οι αναλυτές ξεκαθαρίζουν ότι οι παραπάνω παράγοντες δεν δικαιολογούν διπλασιασμό των τιμών. Γιατί η σημερινή κρίση δεν προκλήθηκε από την έλλειψη τροφίμων. Ακόμα και μετά τις πυρκαγιές στη Ρωσία το καλοκαίρι του 2010, που προκάλεσαν ανησυχία για τα παγκόσμια αποθέματα σιτηρών, ο Hafez Ghanem δήλωνε εκ μέρους του FAO: «Παρά το έλλειμμα στην παραγωγή σιταριού στη Ρωσία, η συγκομιδή δημητριακών τη φετινή χρονιά ήταν η τρίτη υψηλότερη που έχει ποτέ καταγραφεί και υπάρχουν υψηλά αποθέματα».
Ο Ρόμπερτ Φοξ, διευθυντής της Oxfam στον Καναδά –οργάνωση που αγωνίζεται για την καταπολέμηση της πείνας στον πλανήτη– δήλωσε: «Δεν υπάρχει έλλειψη τροφίμων στον κόσμο. Απλώς τα τρόφιμα πωλούνται σε τιμές απρόσιτες για τους φτωχότερους ανθρώπους του πλανήτη». Και μάλλον έχει δίκιο, αν σκεφτεί κανείς ότι το αλεύρι, η ζάχαρη και το λάδι υπάρχουν σε επάρκεια στα ράφια, λόγου χάρη, της Αιγύπτου.
Όμως οι Αιγύπτιοι πρέπει να ξοδεύουν το 40% του μηνιαίου εισοδήματός τους για τη διατροφή τους (σε φτωχότερες χώρες, έως και το 70% του οικογενειακού εισοδήματος ξοδεύεται σε τρόφιμα).
Καληνύχτα, Μπεν Άλι. Δεκαετίες τώρα, κάθε που νύχτωνε,
ο Τυνήσιος μανάβης μάζευε την πραμάτεια του, κλείδωνε
το μαγαζί του και γύριζε σπίτι του.
Σκυφτός μάζευε, σκυφτός κλείδωνε, σκυφτός γύριζε.
Και μέχρι πρότινος όλοι οι διεθνείς αναλυτές, μαζί τους
κι οι κερδοσκόποι της παγκόσμιας πείνας, της ανελευθερίας
και της εξαθλίωσης, σκυφτός θεωρούσαν πως θα παραμείνει
για όλο το υπόλοιπο της ζωής του.
Πλουτίζοντας από την πείνα των άλλων
Η αύξηση στις τιμές των τροφίμων την τελευταία τριετία είναι πράγματι «απίστευτα μεγάλη» (FAO) και «απότομη» (σύμφωνα με το νομπελίστα οικονομολόγο Νουριέλ Ρουμπινί), τόσο που η προσοχή όλο και περισσότερων αναλυτών στρέφεται στα διεθνή κερδοσκοπικά συμφέροντα. Ούτε οι φυσικές καταστροφές ούτε η ζήτηση από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες αυξήθηκαν ξαφνικά. Σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Inter Press Service, «τίποτε άλλο εκτός από την κερδοσκοπία στις τιμές δεν μπορεί να εξηγήσει τη ραγδαία αύξηση κατά 70% στην τιμή του σιταριού από τον Ιούνιο μέχρι το Δεκέμβριο του περασμένου χρόνου, όταν τα παγκόσμια αποθέματα σε σιτάρι ήταν σταθερά».
Οι επενδυτικές εταιρείες και οι τράπεζες της Γουόλ Στριτ καθώς και εκείνες στο Λονδίνο και στην ηπειρωτική Ευρώπη, που ήταν υπεύθυνες για τη χρηματιστηριακή και την κτηματομεσιτική φούσκα, στρέφονται σήμερα στα χρηματιστήρια τροφίμων. Τα hedge funds εισέβαλαν στις αγορές των βασικών διατροφικών προϊόντων τζογάροντας με αγοραπωλησίες που δεν έχουν ακόμα πραγματοποιηθεί και αγοράζοντας εταιρείες που διαθέτουν αποθέματα τροφίμων. Η κερδοσκοπία στις τιμές των διατροφικών προϊόντων που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από το 2006 εντάθηκε το 2008, ενώ από τότε μέχρι σήμερα οι επενδύσεις σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, ένα είδος παραγώγων που στρέφονται κυρίως στα αγροτικά προϊόντα, έχει αυξηθεί έως και 80%. Ακόμα και ιδιώτες μπορούν πλέον να παίξουν με τις τιμές των τροφίμων (και στην ελληνική αγορά το 2008 μια τράπεζα λάνσαρε νέο επενδυτικό προϊόν βασισμένο στις τιμές του σιταριού, του καλαμποκιού, της σόγιας και της ζάχαρης).
Όσο οι αγορές «εμφανίζουν στρεβλώσεις» και οι επενδυτές «εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες», οι… στρατιές των πεινασμένων θα αυξάνονται –το 1/6 πλέον του παγκόσμιου πληθυσμού– από μιντιακό κλισέ που χρησιμοποιείται για λόγους εντυπωσιασμού, θα γίνεται η αδυσώπητη πραγματικότητα που εγκυμονεί σοβαρό «κίνδυνο για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια». Κατά ένα περίεργο τρόπο, αυτό που εμφανίζεται ως «απειλή» είναι ίσως η μόνη ελπίδα να αλλάξει κάτι σ’ αυτό το φαύλο παιχνίδι.
Μεγαλώνοντας στο Πακιστάν. Ο μικρούλης
πλανόδιος πωλητής ζαχαρωτών έχει δύο
επιλογές μεγαλώνοντας: η μία είναι να περάσει
μέσα από δάση, βουνά, ερήμους,
ναρκοπέδια και απ’ τα σαράντα κύματα για
να γίνει -αν ζήσει- ένας δακτυλοδεικτούμενος
“λαθρομετανάστης” της Δύσης. Η άλλη;