BLOGS | Από μικρή αγαπούσα τις ιστορίες. Τρελαινόμουν να ακούω τους μεγάλους να διηγούνται ιστορίες από τα νεανικά τους χρόνια. Μικρά κατορθώματα που φάνταζαν μαγικά στα αυτιά μου. Ήταν πάντα την ώρα του φαγητού. Όταν τα πιάτα άδειαζαν, όταν τα ποτήρια γέμιζαν και ξαναγέμιζαν, όταν τα παιδιά επέστρεφαν στα παιχνίδια, τότε άρχιζε το καλύτερο: «Θυμάσαι τότε που…». H συγγραφέας Μαρία Παπαγιάννη θυμάται το οικογενειακό φαγητό με το ιδιαίτερο όνομα «κελαϊδί» για χάρη μας.
BLOGS | Από μικρή αγαπούσα τις ιστορίες. Τρελαινόμουν να ακούω τους μεγάλους να διηγούνται ιστορίες από τα νεανικά τους χρόνια. Μικρά κατορθώματα που φάνταζαν μαγικά στα αυτιά μου. Ήταν πάντα την ώρα του φαγητού. Όταν τα πιάτα άδειαζαν, όταν τα ποτήρια γέμιζαν και ξαναγέμιζαν, όταν τα παιδιά επέστρεφαν στα παιχνίδια, τότε άρχιζε το καλύτερο: «Θυμάσαι τότε που…».
Οι πρώτες ιστορίες γεννούσαν γέλια, τα γέλια τραγούδια, τα τραγούδια αγκαλιές κι ύστερα κι άλλες ιστορίες. Τα καλοκαίρια πέντε αδέλφια, πέντε οικογένειες και μια δωδεκάδα παιδιά μέναμε στο ίδιο σπίτι. Πέντε οικογένειες, μια κουζίνα, μια αυλή. Το πρωί μάς ξυπνούσε πάντα η μυρωδιά του φούρνου. Οι μαμάδες όλες στην κουζίνα, η μια να πλένει τις ντομάτες και τις πιπεριές, η άλλη να κόβει τα κρεμμύδια, η άλλη να ετοιμάζει το κρέας.
Καλοκαιρινό φαγητό το κελαϊδί, και κυριακάτικο. Για το μεγάλο τραπέζι. Κανένας από τους φίλους μου δεν ήξερε τι ήταν το κελαϊδί. Ίσως να ήταν μια οικογενειακή εφεύρεση. «Γιατί το λένε κελαϊδί;» ρωτούσα τις μαμάδες. «Γιατί όποιος το τρώει κελαϊδάει».
Το κρέας κολυμπούσε στις ντομάτες, τις πιπεριές και τα κρεμμύδια, ενώ η μόνη χειμωνιάτικη νότα ήταν η φέτα που χιόνιζε το πολύχρωμο πιάτο. Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, αλλά δεν έλεγα τίποτα, γιατί σκεφτόμουν ότι τις Κυριακές το κελαϊδί βοηθούσε τους μεγάλους να …κελαϊδήσουν κι άλλες ιστορίες.
Και στην κουζίνα, αρχηγός η γιαγιά. Καθόταν στην άκρη και θαύμαζε κόρες και νύφες να μαγειρεύουν. Αυτή η γιαγιά Βικτώρια τους είχε μάθει τη συνταγή. Δική της έμπνευση ήταν. Κι ας είχε να το κάνει τόσα χρόνια, το ήξερε καλύτερα απ’ όλες. Της έδειχναν το πιάτο με τη φέτα που ετοιμαζόταν να προσγειωθεί στην κορυφή της κατσαρόλας, κι η γιαγιά Βικτώρια, παρόλο που ούτε έβλεπε ούτε άκουγε τόσο καλά, έβρισκ ετην ευκαιρία να ανοίξει κουβέντα. Την είχαν ξεχάσει όλο το πρωινό. Διακριτικά τραβιόταν την ώρα του μαγειρέματος στην άκρη της κουζίνας να μην πέσει καμιά άσπρη τρίχα από τον καλοφτιαγμένο κότσο της στα σκεύη.
-Μη βιάζεστε, έβρασε καλά το κρέας;
– Λιώνει, ρε μαμά!
-Οχ, μήπως το παραβράσατε;
Η πρωτότοκη -και καλύτερη μαγείρισσα- Μαρίκα έπαιρνε αποφασιστικά την πρωτοβουλία.
– Αν το συζητήσουμε κι άλλο, σίγουρα σε λίγο δεν θα τρώγεται.
Έσβηνε τη φωτιά και ταξίδευε με μια κίνηση τη φέτα πάνω στην κατσαρόλα. Ύστερα έπαιρνε μια καθαρή πετσέτα και τη σκέπαζε. Το φαγητό ήταν έτοιμο, κι οι μαμάδες μπορούσαν να πάνε για ένα γρήγορο μπάνιο στη θάλασσα, να συναντήσουν για λίγο τους άντρες και τα παιδιά και να γυρίσουν πάλι πριν απ’ αυτούς για να στρώσουν το τραπέζι. Η γιαγιά έκανε παρέα στην κατσαρόλα με το κελαϊδί περιμένοντας παιδιά κι εγγόνια να γυρίσουν. Ήμουν σίγουρη ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή η γιαγιά κάτι έριχνε στην κατσαρόλα, κάτι μαγικό, κάτι που θα έκανε πάλι τα παιδιά της να κελαϊδούν ιστορίες.
Μια Κυριακή παρακάλεσα τη μαμά μου να μην πάω για μπάνιο γιατί πονούσε η κοιλιά μου.
– Καλά, κάτσε ήσυχα στο δωμάτιο. Η γιαγιά θα είναι στην κουζίνα.
Μόλις τους άκουσα όλους να φεύγουν, πήγα ξυπόλητη και παραφύλαξα πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Είδα τη γιαγιά μου να σηκώνεται σιγά σιγά, να σηκώνει την πετσέτα, να μυρίζει τελετουργικά το φαγητό κι ύστερα να ψάχνει τις τσέπες της μαύρης ρόμπας της, να πιάνει κάτι και να πασπαλίζει το φαγητό. Ύστερα γύρισε και μου έκλεισε το μάτι. Αυτή η κίνηση έμεινε πάντα στο μυαλό μου σαν ένα μεγάλο μυστικό. Δεν το μαρτύρησα σε κανέναν και δεν ρώτησα ποτέ τη γιαγιά μου τι μαγικό πρόσθετε στη συνταγή της.
Όταν πέθανε, μπήκα στο δωμάτιό της, άνοιξα την ντουλάπα της και χάιδεψα τη μαύρη ρόμπα της. Έχωσα το χέρι μου στις τσέπες της, κι εκεί λύθηκε το μεγάλο μυστήριο της παιδικής μου ηλικίας. Στη μια τσέπη ένα φυλλαράκι ξεραμένου βασιλικού, στην άλλη ένα κλαράκι ρίγανης. Είχαμε μεγαλώσει πια αρκετά. Τα παιδιά τα καλοκαίρια τρέχαμε ο καθένας με τις παρέες του στα νησάκια της άγονης γραμμής. Πίσω στο καλοκαιρινό σπίτι, το κυριακάτικο τραπέζι φτώχυνε. Από τότε όλα τα ξαδέλφια μου λένε ότι φτιάχνω το κελαϊδί καλύτερα απ΄ όλους.
H συγγραφέας Μαρία Παπαγιάννη θυμάται το οικογενειακό φαγητό με το ιδιαίτερο όνομα «κελαϊδί» για χάρη μας σε ένα κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ICookGreek.
*Δυο λόγια για τη Μαρία Παπαγιάννη Σπούδασε ελληνική φιλολογία και δούλεψε ως δημοσιογράφος για ένα διάστημα, αρκετό να τη γνωρίσουμε και να την αγαπήσουμε μέσα από το κείμενό της. Όμως η Μαρία αποχαιρέτησε γρήγορα τα media και αποφάσισε να χαρίσει το ταλέντο της στους εξ ορισμού λιγότερο «ένοχους» κατοίκους αυτής της χώρας: τα μικρά παιδιά. Μέχρι σήμερα γράφει ιστορίες γι’ αυτά και μεταφράζει παιδική λογοτεχνία. Τα βιβλία της έχουν αποσπάσει διακρίσεις, ενώ το παραµύθι της «Μια άλλη µέρα θα νικήσεις εσύ» κυκλοφορεί σε πολλές γλώσσες. Το µυθιστόρηµά της µε τίτλο «Το δέντρο το µονάχο» τιµήθηκε µε το Κρατικό Βραβείο και µε το βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω. Έγραψε λιµπρέτα και στίχους για παραστάσεις µουσικού θεάτρου («Ταξιδεύοντας µε τον Σταυρό του Νότου», «Παράξενο δεν είναι;», «Πες το µ’ ένα παραµύθι»). Όλα της τα βιβλία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη. Το καλοκαίρι του 2014 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο για ενήλικες με τίτλο «Εκεί και πάντα αλλού».