Την παρατήρηση την έκανε η ευειδής κυρία που καθόταν δίπλα μου στον καναπέ: «Οποτεδήποτε ανοίγεις την τηλεόραση, πάντα υπάρχει κάποιος που κάτι μαγειρεύει».
Την παρατήρηση την έκανε η ευειδής κυρία που καθόταν δίπλα μου στον καναπέ: «Οποτεδήποτε ανοίγεις την τηλεόραση, πάντα υπάρχει κάποιος που κάτι μαγειρεύει».
Αποδέχτηκα ασμένως την παρατήρηση, όχι μόνο χάριν μιας ορισμένης ερωτικής σκοπιμότητας (εξαιτίας της οποίας οι αρσενικοί χιμπατζήδες είμαστε έτοιμοι να φιλήσουμε ακόμα και κατουρημένες ποδιές), αλλά γιατί αναμφίβολα παρουσίαζε μια αξιοσημείωτη περιγραφική επάρκεια. Δεν είχαμε στηθεί στις οθόνες μας 11 το βράδυ της Δευτέρας για να παρακολουθήσουμε τα (ουδόλως ελληνοπρεπή) βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλε η Ευγενία Μανωλίδου τους νεαρούς, πλην φιλόδοξους, μαγείρους, που πολύ θα ήθελαν να γίνουν Λαζάρου στη θέση του Λαζάρου. Επρόκειτο, αντιθέτως, για ένα ανύποπτο μεσημεράκι Κυριακής όπου απρόσμενα, τσουπ!, να σου ο κάπως παχυμένος (ίσως να ‘χει κάνει και μπότοξ) Τζέιμι Όλιβερ να παρουσιάζει κάτι μεταπαραδοσιακές συνταγές αγγλικής κουζίνας. Στα καλά καθούμενα, η οθόνη μας γέμισε πουτίγκες, την ώρα ακριβώς που μάλλον θα έπρεπε να βλέπουμε φόρμουλα 1 ή τον κ. Μαρινάκη μαζί με τον κ. Τσουκαλά να παίρνουν στο κυνήγι αυτόν το δόλιο το Σισέ, που ήρθε ο καημένος να βρει δουλειά σ’ αυτή τη χώρα, όπου για να νικήσεις στο ποδόσφαιρο δεν χρειάζεται να ξέρεις μπάλα, αλλά να ξέρεις το διαιτητή.
Τις επόμενες μέρες προχώρησα σε ενδελεχή έρευνα (που λένε και οι «κυβερνητικοί κύκλοι») για να τεκμηριώσω ολοκληρωμένα την άπαξ επιβεβαιωμένη παρατήρηση της ελκυστικής, πλην τρόπον τινά κοκορόμυαλης, ξανθιάς. Και όπως ακριβώς θα έκανε ο κάθε κυβερνητικός γραφειοκράτης με υψηλό το αίσθημα του αυτοσεβασμού, η ενδελεχής έρευνά μου συνίστατο στο να διαβάσω το εβδομαδιαίο πρόγραμμα της τηλεόρασης, που έδινε δωρεάν στον κακομαθημένο αναγνώστη μεγάλης κυκλοφορίας κυριακάτικη εφημερίδα, μπας και φιλοτιμηθεί ο άτιμος και δώσει τον οβολό του ούτως ώστε να ανέβουν τα ratings του εντύπου, τα οποία με τη σειρά τους θα ανεβάσουν το ενδιαφέρον του βαριεστημένου διαφημιστή που το τελευταίο διάστημα έχει κάνει limit down ελέω Μνημονίου, ενδιαφέρον που εντέλει θα έχει το αίσιο αποτέλεσμα ο μεγαλοεργολάβος-εκδότης να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος την ανάληψη του χιλιοστού εξηκοστού πέμπτου σταθμού διοδίων στην Εθνική οδό Αθηνών- Θεσσαλονίκης.
Η έρευνα του δαιμόνιου ρεπόρτερ του I Cook Greek επιβεβαίωσε εκ νέου την παρατήρηση της κοκορόμυαλης ξανθιάς: Η μικρή οθόνη έχει γεμίσει γιγάντια ταψιά και τηγάνια. Δεν είναι μόνο ο εκθετικός πολλαπλασιασμός των εκπομπών μαγειρικής, αλλά το ότι οι συνταγές έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι όλων των ενημερωτικών (και μη) εκπομπών ποικίλης ύλης. Το μαγείρεμα (αναφέρομαι στο κανονικό, όχι το πολιτικό) είναι παντού. Εσωτερική επικαιρότητα, εξωτερική επικαιρότητα, οικονομία, αστυνομικό ρεπορτάζ, απεργιακό δελτίο, αθλητικά (τα οποία πλέον έχουν συγχωνευτεί με το αστυνομικό δελτίο), μοριακό γιουβετσάκι με γιαπωνέζικη σος ασπραγκαθιάς, Παπανδρέου, Πεταλωτής, Παπακωνσταντίνου, Σαμαράς, Καντάφι, Μουμπάρακ (έλα μωρέ, στην Τυνησία γίνονται αυτά, σιγά μην έρθουν κι εδώ), Όλι Ρεν, Βέφα, Σκαρμούτσος. Μαμαλάκης. Η μαγειρική στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, και μάλιστα ως καθ’ όλα σοβαρό θέμα (όχι δευτεράτζα, δηλαδή, στην εκπομπή της Μενεγάκη).
Σε παλιότερο τεύχος του I Cook Greek, η Μυρσίνη Λιοναράκη επιχείρησε σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο να ερμηνεύσει το φαινόμενο μέσω του όρου «gastroporn». Όπου gastroporn (τσόντα για την κοιλιά, ελληνιστί) «τα προγράμματα μαγειρικής που κοιτάμε στην τηλεόραση όσο καταναλώνουμε ένα έτοιμο γεύμα». Νομίζω όμως ότι ο συγκεκριμένος όρος έχει μερική μόνο περιγραφική επάρκεια (εν αντιθέσει με την παρατήρηση της κοκορόμυαλης ξανθιάς που βρήκε κατευθείαν στόχο). Κι αυτό, γιατί οι τηλε-τσελεμεντέδες έχουν μόνο το ένα από τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της ορίτζιναλ πορνογραφίας.
Ενώ δηλαδή η τηλεοπτική παρασκευή φαγητών έχει την υπερβολή της πορνογραφίας, δεν μπορεί να λειτουργήσει σε καμία περίπτωση σαν υποκατάστατο. Όπως ακριβώς τις περισσότερες φορές είναι αδύνατο να κάνουμε με τον παρτενέρ μας όσα βλέπουμε στα πονηρά φιλμ, άλλο τόσο θα δυσκολευτούμε να μαγειρέψουμε σπίτι μας όσα απίστευτα καταφέρνουν οι κορυφαίοι σεφ των τηλεοπτικών προγραμμάτων (φαντάζομαι οι καλοφαγάδες αναγνώστες του I cook θα το έχουν ήδη προσπαθήσει).
Ο Γκουσγκούνης είναι Γκουσγκούνης και ο Γκόρντον Ράμσεϊ είναι Γκόρντον Ράμσεϊ, κι εμείς οι κοινοί θνητοί γκουρμέ εραστές δεν μπορούμε να φτάσουμε την τέχνη τους. Εκεί, όμως, που το λεγόμενο gastroporn διαφοροποιείται από το porn νέτο σκέτο, είναι στο θέμα της υποκατάστασης. Με το νέτο σκέτο πορνό διευκολύνεται κανένας να υποκύψει στους πειρασμούς του αυτοερωτισμού, που μπορεί από μια ηλικία και μετά να μας φέρνουν σε δύσκολη θέση, αποκαλυπτόμενοι, εντούτοις, δύνανται να δώσουν διεξόδους σε μια ορισμένη γεννετήσια αποτελμάτωση.
Αντιθέτως, με το γαστρονομικό αντίστοιχο, ουδόλως επιτυγχάνεται ο στόχος του κορεσμού της πείνας. Αυτομάσα δεν υπάρχει, ενώ υπάρχει (και ζει και βασιλεύει) ο αυτοερωτισμός. Ο Τζέιμι δεν μπορεί να σε χορτάσει, όσο πρωτότυπες και χορταστικές μπουκίτσες και να φτιάξει μπροστά στα μάτια σου. Αλλά αν δεν ισχύει το «φάτε μάτια ψάρια», τότε γιατί μου έχουν κατσικωθεί στο σαλονάκι τόσοι μάγειροι και δεν έχουμε χώρο ούτε τα πόδια μας να απλώσουμε, θα μπορούσε να αναρωτηθεί μεγαλοφώνως η ωραία κοκορόμυαλη; Γιατί η μικρή οθόνη αναδίδει συνεχώς ατμούς και αρώματα αρμπαρόριζας;
Η συνέχεια στο επόμενο