BLOGS | Τη Μεγάλη Πέμπτη το σπίτι βρισκόταν σε μια περίεργη, βουβή αναταραχή. Η κρεβατοκάμαρα του παππού και της γιαγιάς ήταν σφαλισμένη μέρα μεσημέρι, λες και αναπαυόταν μέσα κάποιος μυστήριος επισκέπτης, που σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να ενοχλήσουμε…
BLOGS | Tη Μεγάλη Πέμπτη το σπίτι βρισκόταν σε μια περίεργη, βουβή αναταραχή. Η κρεβατοκάμαρα του παππού και της γιαγιάς ήταν σφαλισμένη μέρα μεσημέρι, λες και αναπαυόταν μέσα κάποιος μυστήριος επισκέπτης, που σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να ενοχλήσουμε…
Αυτή την ιδιαίτερη σχέση που λένε ότι είχαν οι παλιές νοικοκυρές με τη ζύμη την έχουν δει τα παιδικά μου μάτια να ξεδιπλώνεται ολόκληρη στο πατρικό του Βύρωνα, τη μέρα που η γιαγιά έφτιαχνε τα λαμπριάτικα τσουρέκια. Τα έπιανε νωρίς νωρίς –«για να μην μπλεκόμαστε στα ποδάρια της» όπως έλεγε– αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να τα τελειώσει πριν ξυπνήσουμε. Κάτι η μυρωδιά απ’ τις ανθισμένες νεραντζιές που έμπαινε από τις ξύλινες γρίλιες, κάτι που δεν είχαμε σχολείο, κάτι η αίσθηση του ανικανοποίητου που προκαλούσε η νηστεία και δε σε άφηνε να κοιμηθείς ήσυχα και κάτι η προσμονή του Μεγάλου Γεγονότος («σήμερα-φτιάχνει-η-γιαγιά-τα-τσουρέκια»), μας άνοιγε το μάτι γαρίδα πολύ νωρίτερα απ’ τα συνήθη χούγια μας.
Τη βρίσκαμε λοιπόν προσηλωμένη με ευλάβεια στο ταλαιπωρημένο φύλλο με τη συνταγή, σκυμμένη πάνω από εκείνη την κρεμ εμαγιέ λεκανίτσα που είχε, και απ’ την οποία πέρναγε το 90% των υλικών των επετειακών γλυκών της χρονιάς, να ρίχνει τις μαστίχες και τα μαχλέπια της και να ζυμώνει, να ζυμώνει, να ζυμώνει ακτάπαυστα… «Ακόμη δεν έγιναν γιαγιά;», ρωτούσαμε όλο αγωνία. Καμία απάντηση. Πού να ακούσει η γιαγιά. Ήταν τόσο βυθισμένη στο έργο της ή ίσως στις σκέψεις της: στη Μυτιλήνη της που άφησε, στα παιδιά της, στα εγγόνια της, τι της είπε ψες μια γειτόνισσα στην εκκλησία, αν την κορόιδεψε ο μπακάλης. Η αλήθεια είναι πως ο χρόνος που απαιτούσε το ζύμωμα των τσουρεκιών της, αρκούσε για να αναλογιστεί όλη της τη ζωή, εστιάζοντας σε κάθε λεπτομέρεια.
Όταν τέλειωνε το ζύμωμα, άρχιζε η πιο παράξενη φάση του σπιτιού. Η γιαγιά έπαιρνε τα ζυμάρια με την τρυφερότητα και τη φροντίδα που αρμόζουν σε νεογέννητο, τα φάσκιωνε με τα πετσετικά της, τα πήγαινε στο κρεβάτι της, τα σκέπαζε με τις κουβέρτες της, τα σταύρωνε και αποχωρούσε σχεδόν στις μύτες των ποδιών κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αυτά που ξέραμε, τελείωναν: ούτε τρεχοβολητά ούτε μπες-βγες στο απαγορευμένο δωμάτιο ούτε φωνές και χάχανα, αν δε θέλαμε να δούμε τη γιαγιά μας να θυμώνει και να ξεστομίζει εκείνο το μακρόσυρτο και τόσο υπέροχο, όσο το αναλογίζομαι εκ των υστέρων: «Σσσς, ησυχάζουν τα τσουρέκια»!
Όποιος ήθελε να παίξει, ας πήγαινε στην αυλή. Εδώ συνέβαινε κάτι πολύ σοβαρό, πολύ κατανυκτικό -μια σχεδόν ιερή μυσταγωγία. Εδώ συνέβαινε ο κόσμος της γιαγιάς.