Αρχική Blogs Δυο πακέτα μακαρόνια

Δυο πακέτα μακαρόνια

Δυο πακέτα μακαρόνια

Πρέπει να εξηγηθώ από την αρχή, γιατί αλλιώς δεν θα με καταλάβετε. Εγώ πιστεύω στην αγορά. Από τότε που ήμουν πολύ μικρός, στο πανεπιστήμιο ακόμα, τότε που μας κυβερνούσαν πάλι Παπανδρέου και Καραμανλής, οι παππούδες των σημερινών, πίστεψα ότι ακόμα και αν η αγορά δεν είναι μια καλή επιλογή, είναι σίγουρα καλύτερη από όλες τις άλλες που έχουμε.

Πρέπει να εξηγηθώ από την αρχή, γιατί αλλιώς δεν θα με καταλάβετε. Εγώ πιστεύω στην αγορά. Από τότε που ήμουν πολύ μικρός, στο πανεπιστήμιο ακόμα, τότε που μας κυβερνούσαν πάλι Παπανδρέου και Καραμανλής, οι παππούδες των σημερινών, πίστεψα ότι ακόμα και αν η αγορά δεν είναι μια καλή επιλογή, είναι σίγουρα καλύτερη από όλες τις άλλες που έχουμε.

Και την πίστεψα την αγορά σε μια εποχή που οι περισσότεροι συνομήλικοί μου πίστευαν στο κράτος. Για μένα όμως το πράγμα έγινε καθαρό όταν διάβασα σε εκείνο το παλιό εγχειρίδιο της σχολής «για τη μεγαλειώδη αποτελεσματικότητα της αγοράς που διασφαλίζει κάθε μέρα την υπερεπαρκή τροφοδοσία μιας κολοσσιαίας πόλης σαν τη Νέα Υόρκη, χωρίς κανέναν κεντρικό έλεγχο και σχεδιασμό». Από τότε ένιωσα πως οι συμφοιτητές μου που κήρυσσαν το σοσιαλισμό, ο οποίος στη συνέχεια καταπλακώθηκε από τα μπάζα του Τείχους του Βερολίνου, και επαγγέλλονταν την κοινωνική δικαιοσύνη και την ανθρώπινη ευτυχία, πάλευαν για ένα στόχο που στην πραγματικότητα δεν χρησίμευε σε τίποτα. Το ζητούμενο δεν είναι η δικαιοσύνη, αλλά η ευημερία και η ευτυχία, που δεν μπορούν να υπάρξουν στους επίγειους παραδείσους με τις ουρές και τα δελτία τροφίμων. Στη συνέχεια, συνειδητοποίησα ότι η ανισότητα δεν είναι απλώς μια προβληματική πλευρά ενός κατά τα άλλα εύρυθμου συστήματος, αλλά
βασικός παράγοντας για την ευρυθμία του συστήματος. Χωρίς ιδιαίτερη επιβράβευση της ατομικής ικανότητας και χωρίς η αποτυχία να έχει συνέπειες, δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος, αφού η κοινωνία
θα βουλιάξει στα λιμνάζοντα ύδατα της συλλογικής μετριότητας. Στο τέλος, δηλαδή εδώ και κάποια χρόνια, βεβαιώθηκα ότι η ίδια η έννοια της κοινωνικής ευτυχίας είναι απλά ανύπαρκτη. Η ευτυχία είναι πάντα προσωπική υπόθεση: ένα κορίτσι που αποκοιμιέται στο στέρνο σου αποκαμωμένο από τις ηδονές ή ένα κορίτσι που μόλις χτες έκλεινε τα μάτια του με ευχαρίστηση όταν το έκανες μπάνιο τα βράδυ πριν πιει το γάλα του και τώρα να που γυρνάει την Τρίτη από την Αγγλία με μια βαλίτσα ξέχειλη
από πτυχία και μέλλον.

Το κορίτσι με τα μεγάλα μάτια…
Όπως έγινε αρκούντως σαφές, δεν τον συμπαθώ το σοσιαλισμό, πόσο μάλλον την πιο εξωφρενική και χιλιαστική εκδοχή του, την αναρχία… Έτσι, όταν βρέθηκα εκείνο το Σάββατο στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια, κι εκείνο το άλλο κορίτσι με το μαντίλι στο πρόσωπο και τα τεράστια, έμπλεα βεβαιοτήτων, μάτια μού έδωσε την προκήρυξη, δεν μου γεννήθηκε κάποιου είδους συναίσθημα συμπάθειας. Για την ακρίβεια, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν τι μαλάκας που είμαι να συναντήσω τον ξεκούτη το σκηνοθέτη της παπάρας στα Εξάρχεια και θα ‘ρθουν τώρα τα μαλακισμένα να μού σπάσουν το αμάξι. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι η κουκουλοφόρος παρέα του κοριτσιού με τα μεγάλα μάτια δεν έσπαγε αμάξια, αλλά μοίραζε στον κόσμο της λαϊκής, τα Σάββατα έχει στην Καλλιδρομίου λαϊκή,
τα εμπορεύματα που μόλις είχε βουτήξει («απαλλοτριώσει» στη γλώσσα του σοσιαλισμού) από το παρακείμενο σούπερ μάρκετ. Η προκήρυξη που μοιράζανε ξεκίναγε με ένα στίχο του Άσιμου: «Χιλιάδες σούπερ μάρκετ γεμάτα πράγματα, γιατί δεν ταβουτάμε για τα γεράματα;». Στις επόμενες αράδες καταγγέλλανε τον καπιταλισμό, τη φτώχεια κ.τ.λ., και καλούσαν τον κόσμο να «πάρει όσα του ανήκουν» (χωρίς να διευκρινίζουν βέβαια ποιος του τα έδωσε του «κόσμου»…). Κάτι που θεωρώ τον Άσιμο πολύ μέτριο καλλιτέχνη (μια εξαρχειακή εκδοχή του έντεχνου έκανα – μελωδία – με – δυόμισι – νότες), κάτι που το όλο χάπενιγγκ μου φάνηκε τελείως λαϊκίστικο, για την ακρίβεια μου θύμισε το Σουλτάνο που πετάει γρόσια στο πλήθος, ένιωσα μια ορισμένη αποστροφή. Βέβαια, το κορίτσι με τα τεράστια μάτια και το κρυμμένο πρόσωπο μου τραβούσε την προσοχή, αλλά αυτό δεν λέει και πολλά πράγματα. Ανεξάρτητα από αν έχουν μεγάλα μάτια ή κρύβουν το πρόσωπό τους, οι άντρες στην ηλικία που είμαι εγώ γενικά θέλγονται από τα κορίτσια στην ηλικία που είναι αυτή σαν τους βρικόλακες που τρελαίνονται να κατασπαράσσουν τη φρέσκια σάρκα.

Και μια γιαγιά κλεπταποδόχος…
Ωστόσο, την κατάσταση δεν την ανέτρεψε το κορίτσι, αλλά μια γιαγιά λίγο πιο πέρα που γράπωσε δύο πακέτα μακαρόνια από αυτά που μοιράζανε οι κουκουλοφόροι και τα έχωσε γρήγορα στο καρότσι της. Από πάνω έβαλε κατευθείαν και μια σακούλα με χόρτα, μάλλον για να καμουφλάρει τα κλοπιμαία. Η κλεπταποδόχος γιαγιά συμπεριφέρθηκε σαν έμπειρη γκάνγκστερ και απομακρύνθηκε από τον τόπο του εγκλήματος περίπου με την ίδια ταχύτητα που το έπραξαν και οι κουκολοφόροι συνεργοί της. Η έκπληξη και η αμηχανία πήραν τη θέση της αποστροφής και με συνόδευσαν και μετά, στο ωραίο διανοουμενίστικο γαλλικού τύπου καφέ, όπου άκουγα το μεγάλο καλλιτέχνη φίλο μου να μου αναλύει το καινούργιο θεατρικό σχέδιο, που όπως συνήθως είναι τελείως πρωτοποριακό και δεν έχει ξανασυμβεί
ποτέ στην Ελλάδα. Έκανα ότι άκουγα βέβαια για να κρατήσω τις προφάσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόσεχα. Η σκέψη μου είχε κολλήσει στη γιαγιά που έκρυψε στο καρότσι της τα δύο πακέτα μακαρόνια. Στην πραγματικότητα αυτό που δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στην Ελλάδα είναι να βουτάνε οι άνθρωποι μακαρόνια ή, τουλάχιστον, να παίρνουν τα μακαρόνια που κάποιοι άλλοι είχαν βουτήξει πιο πριν. Τα μακαρόνια είναι το πρωτοφανές και όχι η παράσταση του φίλου μου. Παράξενες εποχές, ε; Όπως είπα και στην εισαγωγή, που ελπίζω τώρα να αντιλαμβάνεστε τη χρησιμότητά της, δεν με ενδιαφέρουν ούτε η δικαιοσύνη ούτε η ισότητα. Σε μια πραγματική κοινωνία, που αποτελείται από πραγματικούς ανθρώπους, δεν μπορούν να έχουν όλοι Μερσεντές ή να στρογγυλοκάθονται σε χρυσούς θρόνους. Όμως, αυτό που είχε καταφέρει η αγορά, τουλάχιστον όσο θυμάμαι εγώ, είναι να μη νοιάζεται κανένας για τα μακαρόνια, ούτε καν οι γιαγιάδες. Γιατί η αγορά είχε προσφέρει σε όλους, ακόμα και στους πιο φτωχούς, τη δυνατότητα να καλύπτουν χωρίς άγχος τις βασικές ανάγκες τους, αλλά και άλλες ακόμα, όχι τόσο αναγκαίες. Στις χώρες τις αγοράς, ακόμα και οι πολύ φτωχοί κατανάλωναν περισσότερα από όσα τους ήταν απολύτως αναγκαία. Οι ουρές και τα κουπόνια τροφίμων ήταν για αλλού: για τους επίγειους παραδείσους της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας… Και να που τώρα η σοσιαλιστική Ρουμανία είναι εδώ! Τη βλέπεις στη γιαγιά με το καρότσι που σούφρωσε τα μακαρόνια, παρότι –είμαι σίγουρος γι’ αυτό– ποτέ στη ζωή της δεν παρέβη το νόμο και είναι βέβαιο ότι τα βράδια κλειδώνει καλά την πόρτα γιατί φοβάται τους κλέφτες. Παράξενες εποχές. Έρχονται και μας βρίσκουν όλα όσα πάντοτε θεωρούσαμε ότι βρίσκονταν έξω, πολύ μακριά από εμάς. Ό,τι είχαμε θεωρήσει ασφαλές και σταθερό, τώρα εξατμίζεται σαν στήλη καπνού που χάνεται στον ουρανό. Ποιος αλήθεια θα το περίμενε;

Βρείτε αγαπημένες συνταγές της παραδοσιακής & σύγχρονης Ελληνικής κουζίνας με καθημερινή ενημέρωση, στο iCookGreek.com