Παρακολουθώντας δελτία και δηλώσεις για την υπόθεση της σήμανσης του γάλακτος όλο και κάτι μαθαίνεις…
Παρακολουθώντας δελτία και δηλώσεις για την υπόθεση της σήμανσης του γάλακτος όλο και κάτι μαθαίνεις…
1. Φρέσκο γάλα «όπως παλιά» δεν υπάρχει. Απ’ τη στιγμή που το γάλα παστεριώνεται και μπορεί να καταναλώνεται με ασφάλεια δεκάδες εικοσιτετράωρα μετά το άρμεγμα η έννοια του «φρέσκου» όπως την αντιλαμβάνονταν οι γενιές που μεγάλωσαν πριν βιομηχανοποιηθεί ολοκληρωτικά η διαδικασία παραγωγής, συντήρησης και διανομής του έχει εκλείψει.
2. Το τι ονομάζεται «φρέσκο γάλα» στις μέρες μας είναι αποτέλεσμα των εκάστοτε πολιτικών και οικονομικών επιλογών των εμπλεκόμενων στις διαπραγματεύσεις για τη σήμανση και του συσχετισμού δυνάμεων που επικρατεί μεταξύ τους. Έτσι, η δημόσια παραδοχή ότι το γάλα λέγεται «φρέσκο» επειδή διατηρείται π.χ. 5 μέρες μπορεί ανά πάσα στιγμή να συνυπάρξει με τη δημόσια παραδοχή ότι το γάλα λέγεται φρέσκο επειδή κρατάει π.χ. 10 μέρες –χωρίς κανείς να αισθάνεται ότι παραλογίζεται και χωρίς κανείς να νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί στον καταναλωτή (που τόσα χρόνια τον καλεί να διαβάζει την ετικέτα με όρους …Ευαγγελίου) για το πώς και το γιατί.
3. Εκείνο που συστηματικά εισπράττεις απ’ όλη αυτή την ιστορία είναι πως ως καταναλωτή θα πρέπει να σε ενδιαφέρει από ελάχιστα έως καθόλου. Ειδήσεις και δηλώσεις, μας «παροτρύνουν» με κάθε τρόπο να δούμε την ονομασία ως ασήμαντη τεχνική υπόθεση που αφορά ειδικούς, η οποία για κάποιον ανεξήγητο λόγο (μάλλον …συνομωσίας) έχει γίνει πρώτο θέμα. Ως καταναλωτές το πολύ πολύ που μας επιτρέπεται να εξετάσουμε είναι το θέμα της τελικής τιμής.. Εμείς, δηλαδή, δεν πρέπει να προβληματιστούμε για την ποιότητα (είναι ίδια τα θρεπτικά χαρακτηριστικά του «φρέσκου» γάλακτος 5 και του «φρέσκου γάλακτος 10 ημερών;), δεν πρέπει να προβληματιστούμε για την περιβαλλοντική επιβάρυνση (είναι ίδιο το ενεργειακό αποτύπωμα ενός γάλακτος που ταξίδεψε από τη Μακεδονία και ενός γάλακτος που ήρθε από την Ολλανδία μέχρι να καταλήξει στο ράφι του συνοικιακού σούπερ μάρκετ;), δεν πρέπει να αναρωτηθούμε τι θα συμβεί στις μεσαίες ελληνικές γαλακτοπαραγωγικές μονάδες και στους αγελαδοτρόφους της χώρας μας (θα τα καταφέρουν ή θα κλείσουν;), δεν πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί στρεφόμαστε κεντρικά σε όλο και υποδεέστερης μορφής τρόφιμα (πού πήγαν οι ύμνοι στις μικρές, αγροτικές φάρμες, στις περιορισμένες παραγωγές, στα οργανικά και βιολογικά προϊόντα;), και φυσικά δεν πρέπει να αναλογιστούμε πώς είναι δυνατόν ακόμη και σήμερα που φτάσαμε στον πάτο του πηγαδιού, να μη διαφαίνεται ούτε υποτυπώδες ενδιαφέρον στο να εξασφαλίσει η χώρα τουλάχιστον τη μέγιστη δυνατή διατροφική αυτάρκεια (είναι αυτό «στήριξη με κάθε τρόπο των αγροτικών ειδών που οι ίδιοι παράγουμε;»). Εμάς ο μόνος λόγος που μας πέφτει είναι να ρωτήσουμε «πόσο κάνει;» -για μέχρι εκεί μας έχουν προφανώς.
4. Να μας ανέβει το αίμα στο κεφάλι τουλάχιστον επιτρέπεται; Η εικόνα μεγαλοδημοσιογράφου που έχει βγάλει μύρια στη ζωή του να χλευάζει τον έλληνα αγελαδοτρόφο/γαλακτοπαραγωγό, ο οποίος λίγα δευτερόλεπτα πριν στο σχετικό ρεπορτάζ, εξέφραζε τη ζωτική αγωνία του κλάδου του, με σχόλιο του στυλ είναι-και-3.500-τύποι-που-διαφώνησαν-τι-να-κάνουμε-τώρα-και-σιγά-το-θέμα-αν-θα-πουν-το-γάλα-έτσι-ή-γιουβέτσι, χαράχτηκε στη μνήμη όσων είχαν την ατυχία να τη δουν, ως ένα από τα πλέον εξοργιστικά θεάματα για το ζήτημα. Αφενός γιατί είναι άκρως προσβλητικό άνθρωποι που πληρώνονται για να λένε τη γνώμη τους (προϊόν που γενικώς δε θα λείψει από κανέναν, καθώς στη χώρα αφθονεί) να μέμφονται «3.500 τύπους» που ζουν παράγοντας με ήλιο και βροχή ένα από τα πιο ζωτικής σημασίας προϊόντα για το καθημερινό μας τραπέζι, το γάλα. Αφετέρου γιατί είναι άκρως προσβλητικό για τη νοημοσύνη μας, ένα ζήτημα οι συνέπειες του οποίου έχουν διχάσει ακόμη και την κυβέρνηση, να λανσάρεται σε μας τους τηλεθεατές/καταναλωτές/πολίτες ως καφενειακού βάθους ερώτημα «έτσι ή γιουβέτσι».