EATING OUT | Τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια μας στο ταβερνάκι του Βαρδή, που είδε όλη τη νεότερη ιστορία του Υμηττού να εκτυλίσσεται μπροστά του…
Όταν ο παππούς Βαρδής Μπουρδάκης -που ήδη από το 1919 πήρε την οικογένεια από την Κρήτη και έφτασαν εδώ- αποφάσισε να ανοίξει το ταβερνείο για να συμπληρώσει το μεροκάματο που έβγαζε δουλεύοντας στα τραμ, ο Υμηττός σε τίποτα δε θύμιζε τη μεσοαστική συνοικία που ξέρουμε σήμερα. Για την ακρίβεια δεν είχε γίνει καν η προσφυγογειτονιά που γνωρίζουμε από την ιστορία. Στην περιοχή υπήρχε μόνο μια μονάδα της πολεμικής βιομηχανίας, το ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο, η γνωστή μας ΠΥΡΚΑΛ, κάποιες αγροικίες μετρημένες στα δάχτυλα των δυο χεριών, βοσκότοποι και το βουνό.
«Χάρις την ΠΥΡΚΑΛ, που κράτησε χαμηλά τον συντελεστή δόμησης, έχουν σωθεί μέχρι σήμερα τόσες μονοκατοικίες εποχής από την αντιπαροχή» σχολιάζει η Νατάσα εγγονή του Βαρδή που μαζί με τις δυο αδερφές της, Άρτεμη και Έφη, και τη μαμά τους, τη Μαρία -που όσο τη βαστούν τα πόδια της βάζει ένα χεράκι στην κουζίνα, τη μια στα ντολμαδάκια, την άλλη στα χόρτα- κρατούν σήμερα την ταβέρνα του Βαρδή στον Υμηττό.
«Όταν άνοιξε ο παππούς την ταβέρνα, το 1922, δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω -πέρα βοσκούσαν μερικές αγελάδες και απέναντι κάποιες κότες» διηγείται η Νατάσα δείχνοντας την όμορφη, κατάφυτη πλατειούλα του Νέστορος Δημόπουλου που χαρίζει σήμερα τη δροσιά και την ηρεμία της στους επισκέπτες του αύλειου χώρου της αιωνόβιας ταβέρνας. «Μόνο κυνηγοί έρχονταν εδώ μετά το κυνήγι να φάνε και να πιουν κρασί».
Η άφιξη των προσφύγων το ’22 θα αλλάξει ριζικά το τοπίο του Υμηττού καθώς ο γειτονικός Βύρωνας πιέζεται ασφυκτικά από τη μαζική έλευση των Μικρασιατών που καταφθάνουν εδώ για να στήσουν σκόρπια παραπήγματα, τα «νέα τους σπίτια». Μόνο φως για την ταβέρνα και την περιοχή, οι λάμπες πετρελαίου, που ανάβουν όταν πέφτει το σκοτάδι. Μετά το 1930 η τότε Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων παραχωρεί επισήμως τις πρώτες πεντακόσιες πενήντα προσφυγικές κατοικίες, αφετηρία μιας πιο οργανωμένης ζωής στον Υμηττό.
Το 1939 όμως ο παππούς Βαρδής πεθαίνει. Η γιαγιά Ευτυχία αναλαμβάνει τα ηνία της ταβέρνας με τη βοήθεια των παιδιών και κυρίως του μικρότερου αγοριού της, του Αντώνη, μιας και «ο μεγάλος σπούδαζε γιατρός», αναφέρει η Νατάσα. «Ο πατέρας μου, ο Αντώνης, ήταν ψυχή της ταβέρνας μέχρι που πέθανε. Εκείνος αγόρασε και τα ξύλινα βαρέλια δύο και τριών τόνων που έχουμε στο υπόγειο και μπορείς να τα δεις από το γυάλινο δάπεδο. Τα πήρε από τα Ανάκτορα στο Τατόι όταν εκποιήθηκε η βασιλική περιουσία -ένα για κάθε κόρη του είχε πει».
«Όλο το υπόγειό μας είναι γεμάτο με βαρέλια κρασί. Τον μούστο τον φέρνουμε από τα Μεσόγεια από εκεί που τον έπαιρναν οι δικοί μας, συνεχίζοντας την οικογενειακή μας παράδοση και στο κρασί» λέει η Νατάσα.
Αισίως στο 2020… Τα τρία αεικίνητα κορίτσια, μοιρασμένα σε κουζίνα και σέρβις, είναι η τρίτη γενιά της ιστορικής αυτής ταβέρνας που προσφέρει στον κόσμο στιγμές χαλάρωσης και απόλαυσης με απλή, πεντανόστιμη και προσεγμένη ελληνική κουζίνα, αξιοποιώντας όλα τα καλά των παραδοσιακών συνταγών που κατέχει, αλλά και τα ολόφρεσκα υλικά εποχής: σήμερα λόγου χάρη θα βρεις την εξαίσια σαλάτα αλμυρίδας με τα ντοματίνια και το ανθότυρο που αύριο μπορεί να έχει αντικατασταθεί από άλλο εποχικό καλούδι.
Πάντα όμως στην ταβέρνα του Βαρδή θα γευτείς χορταστικά πιάτα με κρητικές ρίζες όπως το υπέροχα μελωμένο τσιγαριαστό κατσικάκι που λιώνει στο στόμα, στάκα και πίτα σφακιανή, ή μαμαδίστικες νοστιμιές σαν τα χειροποίητα κεφτεδάκια και τα σουτζουκάκια. Η λεπτοκομμένη φρέσκια τηγανητή πατατούλα που συνοδεύει τα πιάτα γίνεται ανάρπαστη. Το ίδιο και το κολοκυθάκι το τηγανητό σε μπαστουνάκι. Το μενού περιλαμβάνει και τα πιο δημοφιλή κρεατικά της ώρας ζουμερά και καλοψημένα.
Φάβα, βλίτα με κολοκυθάκια φέτα και όλα τα κλασικά ορεκτικά της ελληνικής ταβερνούλας δίνουν το παρών στην καλύτερη εκδοχή τους. Οι κοπέλες δεν τσιγκουνεύονται ούτε την ποσότητα στα πιάτα ούτε την ευγένεια στην εξυπηρέτηση.
Το ταβερνάκι που είδε όλη την ιστορία του Υμηττού να εκτυλίσσεται μπροστά του σφύζει και σήμερα από ζωή – εκεί στον σκιερό εξωτερικό του χώρο με τη μυρωδιά του γιασεμιού και στη δροσούλα της πλατείας ανταμώνουν όλες οι ηλικίες για να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους. Παλιοί θαμώνες και νέοι περαστικοί, «εκστασιασμένοι» με την «ανακάλυψη», συνθέτουν το μωσαϊκό αυτή της γνήσιας ελληνικής, συνοικιακής ταβέρνας, που γίνεται όμως πόλος έλξης παρεών απ’ όλη την Αθήνα – ένα μικρό value for money καταφύγιο χαλάρωσης από την «τρέλα» της πολύβουης πόλης.
Info: Ταβέρνα Βαρδής: Καισαρείας 9, Υμηττός (150 μ. από την πλατεία Υμηττού, στον πεζόδρομο). Τ. 2107629972
Πρώτη δημοσίευση: icookgreek.com | Αύγουστο του 2020