Βρετανική έρευνα, που δημοσιεύθηκε χθες, καταδεικνύει αυτό που όλοι υποπτευόμασταν: ότι η οικονομική κρίση «φτωχοποιεί» παράλληλα και το πιάτο του «φτωχοποιημένου» κόσμου. Τολμάει κανείς να φανταστεί τα αποτελέσματα μιας αντίστοιχης έρευνας για την Ελλάδα;
Βρετανική έρευνα, που δημοσιεύθηκε χθες, καταδεικνύει αυτό που όλοι υποπτευόμασταν: ότι η οικονομική κρίση «φτωχοποιεί» παράλληλα και το πιάτο του «φτωχοποιημένου» κόσμου. Τολμάει κανείς να φανταστεί τα αποτελέσματα μιας αντίστοιχης έρευνας για την Ελλάδα;
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το βρετανικό Institute for Fiscal Studies (IFS) μεταξύ 2005 και 2012 σε περισσότερα από 15.000 νοικοκυριά και είδε χθες το φως της δημοσιότητας με το δελτίο Τύπου που εξέδωσε το ινστιτούτο ξανανοίγει το ζήτημα της διατροφής των χαμηλότερων στρωμάτων της εργατικής τάξης, των ανέργων, των φτωχών και των κοινωνικών εκείνων κομματιών που έχουν πληγεί καίρια από την οικονομική κρίση. Με δεδομένο ότι κατά το διάστημα 2005-2012 στη Βρετανία οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν πολύ συγκρινόμενες με αντίστοιχων αναπτυγμένων οικονομιών, ενώ δε συνέβη το ίδιο με τους μισθούς, αντιθέτως αυξημένο ήταν και το ποσοστό της ανεργίας, κωδικοποιημένα τα αποτελέσματα της βρετανικής μελέτης έχουν ως εξής:
• οι Βρετανοί δαπανούν 8,5% λιγότερα χρήματα σε τρόφιμα που αγοράζουν για το σπίτι, σε σύγκριση με την προ ύφεσης εποχή
• η τάση εμφανίζεται πιο έντονα σε συνταξιούχους και οικογένειες με μικρά παιδιά
• οι πολίτες κάνουν οικονομία αγοράζοντας λιγότερα τρόφιμα
• επίσης για λόγους οικονομίας, οι πολίτες επιλέγουν χειρότερης ποιότητας τρόφιμα, λιγότερο θρεπτικά και με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ζάχαρη και κορεσμένα λίπη
Τα αποτελέσματα αυτά έρχονται να συμπληρώσουν μια εικόνα που είχε αρχίσει ήδη να δημιουργείται σχετικά με την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης στη Βρετανία, καθώς λίγο καιρό πριν άλλα δημοσιεύματα τόνιζαν την καλπάζουσα ζήτηση που παρατηρείται στις Τράπεζες Τροφίμων (ιδρύματα που διανέμουν δωρεάν τρόφιμα στους φτωχότερους Βρετανούς).
Φτώχεια, junkfood και «ληγμένα». Ο Σεπτέμβρης δεν είναι μακριά. Θα θυμάστε την απόφαση της κυβέρνησης να ενεργοποιήσει διάταξη για την πώληση ληγμένων τροφίμων «σε ξεχωριστό ράφι με μειωμένη τιμή», εδώ στην Ελλάδα. Μια απόφαση που συμβόλισε το κερασάκι στην τούρτα στην υπόθεση της καθημερινής διατροφής των οικονομικά πιο τσακισμένων από την κρίση μελών και της δικής μας κοινωνίας. «Δεν υποχρεώνει κανένας κανέναν να αγοράζει όλ’ αυτά τα τρόφιμα», είχε δηλώσει τότε ο Κ. Χατζηδάκης. «Kανένας εκτός απ’ τη φτώχεια, κανέναν εκτός απ’ τους φτωχούς» θα μπορούσε να συμπληρώσει κανείς. Άξιζε πραγματικά μία μελέτη, αντίστοιχη της βρετανικής, στην Ελλάδα των εκατοντάδων υψωμένων χεριών για μια σακούλα πατάτες, των υπεράριθμων πλέον συσσιτίων από δημοτικούς φορείς ή την Εκκλησία, των δωρεάν πακέτων βοήθειας με στοιχειώδη διατροφικά είδη που μοιράζονται κατά χιλιάδες από συνοικιακές πρωτοβουλίες εθελοντών πολιτών, των καταγεγραμμένων κρουσμάτων λιποθυμιών από πείνα παιδιών σε σχολικούς χώρους, των γερόντων που σκαλίζουν τους κάδους με τα απορρίμματα… Είναι μάλλον βάσιμη η υποψία ότι μια τέτοια έρευνα θα καταδείκνυε πως τόσο η πείνα όσο και το άθλιο, παλιοκαιρισμένο, βιομηχανοποιημένο, μηδαμινής θρεπτικής αξίας, φαγητό, είναι εδώ και καιρό καθημερινός σύντροφος των φτωχότερων πολιτών αυτής της χώρας κι ότι απ’ αυτή την άποψη το καινούριο με την απόπειρα για «πώληση ληγμένων τροφίμων σε ξεχωριστό ράφι με μειωμένη τιμή» δεν ήταν τόσο η απειλή της «δημόσιας υγείας» όσο η απειλή της «δημόσιας αξιοπρέπειας». Ήταν η απόπειρα για μια επιθετική, θεσμοθετημένη και δημόσια διάκριση των φτωχών απ’ τους πολίτες/καταναλωτές α’ κατηγορίας, εκείνους που ακόμη μπορούν να πληρώσουν (και άρα «αξίζουν») το φρέσκο, το ψαγμένο, το υγιεινό –και απ’ αυτή την άποψη καλώς απέτυχε.
Αν μιλούσαν οι αριθμοί. Καθώς η στρατιά των ανέργων και τα παιδιά τους φαίνεται να έχουν καιρό τώρα καταδικαστεί διατροφικά σε ένα μενού προ πολλού ληγμένο, απ’ τη σκοπιά τουλάχιστον της σύγχρονης επιστήμης, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε μια σοβαρή σχετική έρευνα και στη χώρα μας που να απαντάει με αριθμούς στο ερώτημα ποιο ελαιόλαδο και πιο φρέσκο ψάρι και κρέας, ποια βιολογικά και ποιος περιορισμός κορεσμένων λιπαρών, ζάχαρης, βιομηχανικών σνακ και τυποποιημένων υδατανθράκων, μπορεί να υποστηριχτεί σήμερα και από ποιους; Όταν πριν ένα-δυο μήνες με βάση τις τότε κατατεθείσες φορολογικές δηλώσεις προέκυπτε ότι πάνω από 1.000.000 Έλληνες (όποιος τολμάει ας προσθέσει και τους μετανάστες) ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και ότι πάνω από 65.000 φορολογούμενοι συντηρούνται -ένας θεός ξέρει πώς- με λιγότερα από 3 ευρώ την ημέρα; Κι όταν σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή 1 στα 5 νοικοκυριά της χώρας χαρακτηρίζεται «φτωχό» κι ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η ανεργία τη διετία 2013-14 θα αγγίξει το 28,2% και η Unicef για το 2013 μετρά 597.000 παιδιά κάτω από την κόκκινη γραμμή, απ’ τα οποία τα 322.000 με σοβαρή υλική αποστέρηση και αδυναμία να τραφούν; Δεδομένου ότι πλέον οι αριθμοί –και όχι οι άνθρωποι– είναι το βασικό μέτρο με το οποίο συνεννοούνται όσοι χαράζουν και εφαρμόζουν πολιτική σ’ αυτόν τον τόπο, ενδεχομένως το σοκ των αποτελεσμάτων να άνοιγε επιτέλους τη συζήτηση για κοινωνικά προγράμματα μελετημένης και αξιοπρεπούς σίτισης των μαθητών στα δημόσια σχολεία και ίσως για μια συνολικότερη επισιτιστική μέριμνα ως προς τις πιο αδύναμες και ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού… «Και μετά ξύπνησες» θα μου πείτε. Και το κακό είναι πως μάλλον δε θα έχετε άδικο.