Έβλεπα τις προάλλες ένα σίριαλ όπου ο πρωταγωνιστής, ψυχαναλυτής το επάγγελμα, σε κάποια στιγμή διαπιστώνει ότι αντιθέτως με την κοινή πεποίθηση, η μνήμη των παιδιών δεν ξεθωριάζει, ενώ οι ενήλικες ξεχνάνε πολύ εύκολα. Λογικό ακούγεται –τουλάχιστον από φροϋδικής σκοπιάς.
Έβλεπα τις προάλλες ένα σίριαλ όπου ο πρωταγωνιστής, ψυχαναλυτής το επάγγελμα, σε κάποια στιγμή διαπιστώνει ότι αντιθέτως με την κοινή πεποίθηση, η μνήμη των παιδιών δεν ξεθωριάζει, ενώ οι ενήλικες ξεχνάνε πολύ εύκολα. Λογικό ακούγεται –τουλάχιστον από φροϋδικής σκοπιάς.
Φωτογραφίες: Νίκος Βαρδακαστάνης | Studio 112
Το παράξενο είναι όμως το τι ακριβώς θυμόμαστε από την παιδική μας ηλικία, τι τελικά ήταν σημαντικό και κατά πάσα πιθανότητα καθόρισε την προσωπικότητά μας. Εγώ για παράδειγμα, δεν θυμάμαι την πρώτη μέρα στο σχολείο, αλλά ούτε και την τελευταία. Θυμάμαι όμως πολύ καλά, και θα μπορούσα να την περιγράψω σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια, τη γλυκιά αγωνία που είχα τα βράδια πριν τις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου και 25ης Μαρτίου. Ήμουν στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού που δεν έκαναν (και νομίζω ακόμα δεν κάνουν) παρέλαση. Ωστόσο, οι πρόσκοποι (ανεξαρτήτως ηλικίας) έκαναν. Κι εγώ, ως λυκόπουλο (το προσκοπικό σώμα για τα μικρά παιδιά) ήμουν ο μόνος από τους συμμαθητές μου που δεν παρακολουθούσα απλώς τις παρελάσεις, αλλά συμμετείχα κανονικά, κοινωνός ενός προνομίου που αποτελούσε αποκλειστικότητα των μεγαλύτερων.
Η παρέλαση ήταν στιγμή προσωπικής περηφάνιας: ήμουν καλύτερος και (το κυριότερο!) μεγαλύτερος από τους συμμαθητές μου. Γι’ αυτό παρέλαυνα στητός και καμαρωτός, κανονικό παγώνι, μπροστά από τους επισήμους, ήτοι τον δήμαρχο Ηλιούπολης, που ήταν ό,τι πιο επίσημο μάς είχε λάχει στη γειτονιά μας. Τα βράδια λοιπόν πριν την παρέλαση μ’ έπιανε εκείνη η γλυκιά αγωνία, κάπως σαν αυτή των ημερών που προηγούνταν των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, πήγαινα όλη νύχτα πάνω-κάτω το σαλόνι, και τσέκαρα συνεχώς τη στολή μου, μην της έλειπε τίποτα- που τι να της έλειπε δηλαδή, αφού η στολή δεν ήταν παρά ένα πουκάμισο, ένα σορτσάκι, ένα ζευγάρι καφέ κάλτσες κι ένα πράσινο τζόκεϊ. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, οι γονείς μου μάλλον είχαν αντιληφθεί εγκαίρως τη βαρύτητα των στιγμών, και δεν παρέμβαιναν, αφήνοντάς με να ζήσω το μύθο μου στις λευκές νύχτες των παραμονών των παρελάσεων.
Ο μύθος είχε την επόμενη μέρα τρεις κορυφώσεις. Η πρώτη ήταν όταν εκεί που ξεροσταλιάζαμε να τελειώσουν η δοξολογία και οι πανηγυρικοί (πολλές φορές με κρύο και βροχή), και ο καλός θεός έβαζε το χεράκι του, και πέρναγε μπροστά κανένας συμμαθητής, απ’ αυτούς, που όπως εξήγησα, δε συμμετείχαν, με τους γονείς του. Οπότε εγώ του απηύθυνα έναν συγκαταβατικό χαιρετισμό, πράγμα όχι εύκολο, γιατί είχα γεμίσει τα πνευμόνια μου με αέρα και είχα κορδωθεί σε τέτοιο βαθμό που η ομιλία καθίστατο δυσχερής. Η δεύτερη κορύφωση ήταν κατά τη διάρκεια της παρέλασης, όταν από τα αριστερά πετάγονταν ο μπαμπάς και η μαμά μου φωνάζοντας «Γιάννη, Γιάννη, εδώ!» και κλικ έβγαινε η φωτογραφία. Τέλος, η τρίτη κορύφωση ελάμβανε χώρα με την επιστροφή στο σπίτι, όπου πάντοτε υπήρχε στο ψυγείο ένα κουτί με πάστες σοκολατίνες. Πάστες δόξης και προσωπικού θριάμβου. Το παράξενο είναι ότι ενώ έχω ξεχάσει πολλά από αυτά που όταν συνέβαιναν τα θεωρούσαν τα σημαντικότερα της ζωής μου (έρωτες, σπουδές, δουλειές), η γεύση από αυτές τις σοκολατίνες επιστρέφει σαν τότε, κάθε φορά που σκέφτομαι τις παρελάσεις.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα ICookGreek