Υπάρχει ο σέντερ-μπακ, ο κουόρτερ-μπακ, αλλά σαν τον… φιντ-μπακ δεν είναι κανείς.
Υπάρχει ο σέντερ-μπακ, ο κουόρτερ-μπακ, αλλά σαν τον… φιντ-μπακ δεν είναι κανείς. Όποιοι παίζουν φιντ-μπακ (αγγλιστί feedback – το να λες δηλαδή στον άλλο τι πιστεύεις για τη δουλειά του/την απόδοσή του/το έργο του, όποιο κι αν είναι αυτό), παίζουν την καλύτερη «μπάλα» από όλους…
Δεν παίζουμε φιντ-μπακ. Στην πλειοψηφία μας το αποφεύγουμε. Και επειδή το αποφεύγουμε, ο κόσμος μας είναι γεμάτος από ανθρώπους που ψάχνονται για το τι κάνουν καλά και τι κάνουν στραβά. «Μυρίζουν τα νύχια τους» και όχι επειδή έχουν πλάσει σουτζουκάκια και έχει κολλήσει το κύμινο στα δάχτυλα σα βδέλλα. Μυρίζουν τα νύχια τους για να βγάλουν άκρη, επειδή κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να τους πει τι αντίκτυπο ή τι εντυπώσεις προκαλεί αυτό που κάνουν.
……………………
Εστιατόριο στη Ν. Ερυθραία. Μια χαρά περιβάλλον, καλό φαγητό, ευγενικό σέρβις, σωστές τιμές. Κι όμως δεν έχει δουλειά. Το απέναντι μαγαζί, αισθητά πιο αδιάφορο, κάνει ένα σεβαστό αριθμό κουβέρ κάθε βράδυ. Οι ιδιοκτήτες του εν λόγω εστιατορίου έχουν φάει τα λυσσακά τους: Τι δεν κάνω σωστά; Γιατί ο απέναντι έχει κόσμο κι εγώ όχι; Θα σας πω αμέσως γιατί δεν έχει κόσμο. Την πρώτη φορά που πήγα, οι ιδιοκτήτες ήρθαν από πάνω μου και μου μίλαγαν ακατάπαυστα. Όταν λέω «μου μίλαγαν» (και σκεφτείτε ότι εγώ είμαι ένας άνθρωπος που μ’ αρέσει πολύ να μου μιλάνε) εννοώ:
«Αυτή η μελιτζανοσαλάτα είναι το κάτι άλλο. Την πήρα από έναν στη λαϊκή που μου φάνηκε πολύ ανοιχτομάτης. Την είχε ένα ευρώ το κιλό. Του λέω: σιγά ρε φίλε, γιατί ένα ευρώ το κιλό; Μου λέει: είναι η καλύτερη, είναι ΠΟΠ. Και του λέω: δε με γελάς εμένα, ξέρω από μελιτζάνα. Και μου λέει: πάρτη και θα με θυμηθείς. Και του λέω: το καλό που σου θέλω γιατί θα τη σερβίρω και στο μαγαζί και το μαγαζί δεν είναι κανένα τυχαίο. Και μου λέει: Εγώ στην κόρη μου τέτοιες δίνω, στο σχολείο παίρνει μελιτζανοσαλάτα σε τάπερ και τα άλλα παιδάκια όλο τη ρωτάνε πώς τη φτιάχνουμε. Και του λέω: πόσο χρονών είναι η κόρη σου; Και μου λέει: Εφτά. Και του λέω: να σου ζήσει. Και μου λέει: ευχαριστώ. Α, δεν ξέρω αν στο είπα αλλά οι μελιτζάνες είναι τσακώνικες. Αλήθεια τώρα που είπα τσακώνικες, ο Κώστας Τσάκωνας που χάθηκε; Θυμάσαι που έβγαινε στην τηλεόραση και έλεγε ανέκδοτα; Τι πλάκα».
Αυτή η κουβέντα στο εστιατόριο περί μελιτζάνας, Τσακωνιάς και Κώστα Τσάκωνα κράτησε περίπου 45 λεπτά. Η μελιτζανοσαλάτα που ήταν μέσα στο πιάτο μου, αν είχε στόμα να μιλήσει θα φώναζε «Έλεος». Εγώ απ’ την άλλη δε φώναξα τίποτα. Απλώς παρατήρησα ότι το ίδιο μικρό μαρτύριο το πέρασαν όλα τα τραπέζια. Οι ιδιοκτήτες έκαναν βόλτα από τραπέζι σε τραπέζι, και δεν άφηναν κανέναν να σταυρώσει μπουκιά. Φήμες λένε ότι κάποια στιγμή ένας θαμώνας φώναξε «Τσουρέκια!» (οι άντρες αναγνώστες καταλαβαίνουν καλύτερα τι σημαίνει αυτό) και ο εστιάτορας του απάντησε: Ναι, κάποτε σερβίραμε στο τέλος τσουρέκι με μαρμελάδα κυδώνι, έκανε πάταγο (!) Την επόμενη φορά που είδα τους ιδιοκτήτες με ρώτησαν: Γιατί ο απέναντι έχει πιο πολύ κόσμο; Ήθελα να πω: Γιατί ο απέναντι δεν κάνει τα αυτιά των πελατών προπέλες, αλλά δεν τό ‘πα. Άλλαξα πέντε χρώματα, στραβοκατάπια, κοίταξα χαμηλά και είπα: Δεν έχω ιδέα… Μυστήριο.
…………………
Δεν παίζουμε φιντ-μπακ. Ακόμα και σε πιο ανώδυνες περιπτώσεις από την ως άνω της ισχυρής μελιτζανοπληξίας, δεν λέμε στον άμεσα ενδιαφερόμενο τι -πιστεύουμε ότι- κάνει καλά και τι όχι. Ούτε καν όταν μας ρωτάει ευθέως. Κρατάμε το ντουλάπι με τις απόψεις μας ερμητικά κλειστό, και οι άνθρωποι που πρέπει να ξέρουν την ανταπόκριση που έχει η δουλειά τους παραμένουν σε μαύρα μεσάνυχτα. Βλέπουν απλώς τις δουλειές τους να φθίνουν, το κοινό τους να μειώνεται και την πέτρα του αναθέματος να την τρώει μόνο η κρίση.
Δεν ξέρω γιατί το κάνουμε αυτό. Ντρεπόμαστε ίσως. Δεν έχουμε χρόνο. Δε θέλουμε να χαλάσουμε τις ζαχαρένιες μας. Βαριόμαστε. Ίσως είναι πιο βολικό να πεις: «δεν πείναγα πολύ», αν σε ρωτήσει ο σερβιτόρος γιατί δεν έφαγες καθόλου από το πιάτο, παρά να πεις: «να σας πω την αλήθεια, ήταν λίγο βαριά η σάλτσα για τα γούστα μου». Αν όμως 10 άνθρωποι, έλεγαν περί βαριάς σάλτσας, είναι πολύ πιθανό ο 11ος να είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει μια διαφορετική σάλτσα, πιο ελαφριά. Αυτό είναι απλώς ένα χαζό γαστρο-παράδειγμα. Το ζητούμενο είναι ότι δεν θέλουμε να πολυασχοληθούμε με τον άλλο, λέμε ένα «ας πρόσεχε» και πάμε παρακάτω. Αντιστοίχως φειδωλοί είμαστε και στο θετικό φιντ-μπακ. Λες και θα μας πέσουν τα μούτρα με ένα «μπράβο, ο κιμάς σου/ο υπάλληλός σου/ο συνεργάτης σου/ο τρόπος που προσέγγισες το θέμα, ήταν πολύ καλός». Δεν έχουμε καταλάβει μάλλον τη δύναμη του φιντ-μπακ. Δεν έχουμε εμπεδώσει ότι είναι ο πιο ανέξοδος τρόπος να στηρίξουμε ο ένας τον άλλο, πριν καταποντιστούμε όλοι μαζί. Γιατί καλοί οι σέντερ-μπακ και οι κουόρτερ-μπακ, αλλά το φιντ-μπακ θα κάνει την μπάλα να κυλίσει και να μην χορταριάσει. Καλή νέα χρονιά σε όλους. Και παίξτε μπάλα.