Μπορεί η επιστροφή στις ρίζες να συνδυαστεί με το χαμηλό οικολογικό αποτύπωμα και την υψηλή οικονομική αυτάρκεια; Η Ανάβρα στην ορεινή Μαγνησία απαντά καταφατικά.
Μπορεί η επιστροφή στις ρίζες να συνδυαστεί με το χαμηλό οικολογικό αποτύπωμα και την υψηλή οικονομική αυτάρκεια; Η Ανάβρα στην ορεινή Μαγνησία απαντά καταφατικά.
Τα τελευταία χρόνια, κυρίως αυτά της ύφεσης, ελληνικά και ευρωπαϊκά ΜΜΕ ασχολούνται με την περίπτωση της Ανάβρας ως υποδείγματος αειφόρου ανάπτυξης μικρής κλίμακας. Η Ανάβρα Αλμυρού Μαγνησίας είναι ένα χωριό 600 περίπου κατοίκων στις πλαγιές του όρους Όθρυς, σε υψόμετρο 1.000 μέτρων. Μετά τα έργα που έγιναν την τελευταία εικοσαετία, η κοινότητα αποτελεί φαινόμενο για τα ελληνικά δεδομένα. Αν και δυο πόλεμοι, ο Β’ Παγκόσμιος και ο Εμφύλιος, και δυο σεισμοί, το 1956 και το 1980, κατέστρεψαν τα πετρόκτιστα σπίτια της αφαιρώντας τον παραδοσιακό της χαρακτήρα, σήμερα διαθέτει υποδομές που εξασφαλίζουν στους κατοίκους της μια ποιότητα ζωής που λείπει από πολλά αστικά κέντρα. Το χωριό έχει έργα ασφαλτόστρωσης δρόμων, νεόδμητο αγροτικό ιατρείο και κτήριο δημοτικού σχολείου με κατοικίες που παραχωρούνται δωρεάν στο/-η γιατρό και στο δάσκαλο/-α, δημοτικό κλειστό γυμναστήριο, χώρο για δωρεάν στάθμευση αυτοκινήτων, γηροκομείο και λαογραφικό μουσείο. Οι κάτοικοί της ζουν σχεδόν αποκλειστικά από τη βιολογική κτηνοτροφία, εκτρέφοντας τα ζώα τους σε τρία οργανωμένα βιολογικά κτηνοτροφικά πάρκα.
Η Ανάβρα στο παρελθόν
Για να μάθουμε τι συνέβη σ’ αυτήν τη μικρή κοινότητα της Μαγνησίας ώστε να μπορεί σήμερα να ανταποκρίνεται στο εύηχο όνομά της (ανάβρα: πηγή νερού που αναβλύζει), μι- λήσαμε με τον κ. Δημήτρη Τσουκαλά, που υπήρξε πρόεδρός της επί τέσσερις θητείες από το 1991. Όπως μας είπε, μέχρι τη δεκαετία του 1990 η Ανάβρα ήταν ένα χωριό χωρίς υποδομές και χωρίς επαρκή και ασφαλή οδική σύνδεση με το υπόλοιπο του νομού στον οποίο ανήκει. Μια κοινότητα με κατεστραμμένο δίκτυο ύδρευσης, ανύπαρκτο εσωτερικό οδικό δίκτυο, χωρίς σύστημα αποκομιδής σκουπιδιών, χωρίς σχολικά κτήρια ή αγροτικό ιατρείο, στην οποία οι κάτοικοι συμβίωναν με τα 20.000 ζώα που εκτρέφονταν μέσα στο χωριό. Οι νέοι, κατά συνέπεια, εγκατέλειπαν τον τόπο τους και αναζητούσαν ευκαιρίες εκπαίδευσης και εργασίας στα κοντινά αστικά κέντρα. Ο κ. Τσουκαλάς περιλαμβανόταν σε όσους έφυγαν από την Ανάβρα για να σπουδάσουν και να δουλέψουν. Ξαναγύρισε όμως, αρκετά χρόνια μετά, το 1990, με στόχο να αλλάξει την εικόνα του χωριού του. Υπήρξε πρόεδρος της Κοινότητας Ανά- βρας επί τέσσερις θητείες, από το 1991 μέχρι την κατάργησή της το 2010 από το πρόγραμμα «Καλλικράτης». Σήμερα είναι πρόεδρος της εθελοντικής οργάνωσης ΑΝΑΒΡΑ-ΖΩ, μιας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας που συστήθηκε από κατοίκους της κοινότητας μετά την ενσωμάτωσή της στο νέο διευρυμένο Δήμο Αλμυρού, για να μην ανακοπεί η πορεία ανάπτυξης στην κοινότητά τους. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, μας λέει, η Ανάβρα, μαζί με τα προβλήματά της είχε δυο συγκριτικά πλεονεκτήμα- τα: το περιβάλλον και την κτηνοτροφία, τα οποία ο νέος κοινοτάρχης αποφάσισε να αξιοποιήσει. Στο διάστημα των έργων ανάπτυξης που έγιναν στο χωριό, ο πληθυσμός του διπλασιάστηκε, το εισόδημα των κατοίκων αυξήθηκε και η ανεργία είναι πλέον μηδενική.
Οι υποδομές για το περιβάλλον
Τα δύο μεγάλα αναπτυξιακά έργα που προστατεύουν το περιβάλλον και αναδεικνύουν τον πολιτισμό της περιοχής είναι το Αιολικό Πάρκο Αλογόραχης και το Περιβαλλοντικό Πολιτισμικό Πάρκο «Γούρα». Το αιολικό πάρκο διαθέτει 20 ανεμογεννήτριες με ισχύ που θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες σε ηλεκτρισμό περίπου 13.000 κατοικιών. Το περιβαλλοντικό πάρκο, που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτείνεται σε 240 στρέμματα γύρω από τις πηγές του ποταμού Ενιπέα, παραπόταμου του Πηνειού. Προστατεύει το φυσικό τοπίο και προσφέρει αναψυχή σε χώρους περιπάτου, ανάπαυσης και άθλησης και πληροφόρηση για θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Επιπλέον, αναδεικνύει τα μεταβυζαντινά μνημεία της περιοχής και στοιχεία πολιτισμού της προβιομηχανικής Μαγνησίας που, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες μόλις, είχαν έντονη οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα: εκκλησίες του 18ου αιώνα, γεφύρια, νερόμυλους, ντριστέλες και μαντάνια (νεροτριβές για το πλύσιμο και το μαλάκωμα των ρούχων, αντίστοιχα). Στην ευρύτερη περιοχή βρίσκονται επίσης τρία πάρκα αναρρίχησης καθώς και μόνιμο καταφύγιο θηραμάτων 8.000 στρεμμάτων. Πρόκειται για έργα που προσελκύουν, εκτός από τους κατοίκους της ευρύτερης περιφέρειας, και τον περιβαλλοντικό τουρισμό.
Η οργάνωση των κτηνοτροφικών μονάδων
Οι κάτοικοι της Ανάβρας ασχολούνται σε ποσοστό 99,9% με την κτηνοτροφία μικρών και μεγάλων ζώων ελεύθερης βοσκής. Μέχρι τις αρχές του 1990, τα ζώα ζούσαν μέσα στο χωριό, ενώ ελάχιστα σταβλίζονταν τους χειμερινούς μήνες. Ο κ. Τσουκαλάς πρότεινε στους κτηνοτρόφους να οργανώσουν αποτελεσματικότερα τη δραστηριότητά τους, ξεκινώντας από τη μετεγκατάσταση των κτηνοτροφικών μονάδων σε δασικές εκτάσεις έξω από το χωριό, έτσι ώστε να μπορούν να επιδοτηθούν. Συγχρόνως, ζήτησε από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης την παραχώρηση δασικών εκτάσεων για τη δημι- ουργία σύγχρονων κτηνοτροφικών μονάδων. Πράγματι, μέσα στη δεκαετία του ’90 παραχωρήθηκαν 200-250 στρέμματα. Χρειάστηκε βέβαια σχεδόν ένας χρόνος για να πειστούν οι κάτοικοι να αλλάξουν τις συνήθειές τους, πράγμα που έγινε μέσα από συνεχείς συζητήσεις σε λαϊκές συνελεύσεις. Οι επιφυλάξεις και του πιο δύσπιστου κτηνοτρόφου θα πρέπει να διαλύθηκαν όταν ήρθε η στιγμή να μεταφέρει τα ζώα του σε ένα από τα 80 σύγχρονα ποιμνιοστάσια που δημιουργήθηκαν σχηματίζοντας 3 κτηνοτροφικά πάρκα με δίκτυο αγροτικών δρόμων, ηλεκτρισμό και ύδρευση, όπου του παραχωρήθηκαν περισσότερα από 4 στρέμματα με συμβολικό τίμημα 30 ευρώ για κάθε στρέμμα.
Η βιολογική κτηνοτροφία
Πλέον, οι 3.000 χοίροι, οι 5.000 αγελάδες και τα 15.000 αιγοπρόβατα της Ανάβρας σταβλίζονταν στη διάρκεια των τριών χειμερινών μηνών στις νέες εγκαταστάσεις, όπου τρέφονταν με βιολογικές ζωοτροφές, ενώ τους υπόλοιπους εννέα μήνες του χρόνου έβοσκαν ελεύθερα στα βουνά, σε εκτάσεις που δεν λιπαίνονταν με χημικά λιπάσματα και δεν ρυπαίνονταν με φυτοφάρμακα. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ ενθαρρυντικό: ζώντας σε βελτιωμένες συνθήκες, τα ζώα άρχισαν να γεννούν πιο εύκολα και πιο τακτικά και η παραγωγή σε κρέας από τις αγελάδες και γάλα από τα αιγοπρόβατα αυξήθηκε. Το επόμενο βήμα ήταν η μετατροπή της κτηνοτροφίας σε βιολογική και επίσημα, ώστε να έχει τη δυνατότητα επιδότησης. Έτσι, μετά το 2000, μεγάλο μέρος της κτηνοτροφικής δραστηριότητας της περιοχής εξασφάλισε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση από πενταετή προγράμματα επιδότησης της βιολογικής εκτροφής, τον έλεγχο των οποίων ανέλαβε ο Οργανισμός Ελέγχου και Πιστοποίησης Βιολογικών Προϊόντων ΔΗΩ. Μιλήσαμε με έναν κτηνοτρόφο, κάτοικο της Ανάβρας, τον κ. Νίκο Τσαντούρη, ο οποίος εκτρέφει 85 αγελάδες με βιολογικές μεθόδους για την παραγωγή κρέατος. Ήταν από τους κτηνοτρόφους που εντάχθηκαν σε επιδοτούμενο πρόγραμμα βιολογικής κτηνοτροφίας την προηγούμενη δεκαετία και, όσο περιμένει το επόμενο πρόγραμμα, συνεχίζει τη βιολογική εκτροφή, δηλώνοντας πολύ ικανοποιημένος με την εξέλιξη της Ανάβρας. Αυτό είναι σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι μεγάλος αριθμός αγροτών και κτηνοτρόφων στην Ελλάδα εγκαταλείπουν τις βιολογικές μεθόδους καλλιέργειας και εκτροφής με τη λήξη των προγραμμάτων επιδότησης στα οποία εντάσσονται, πολλές φορές λόγω της έλλειψης δικτύων διανομής για τα προϊόντα τους. Το γάλα που παράγεται στην Ανάβρα είναι βιολογικό με πιστοποίηση και απορροφάται από γαλακτοβιομηχανίες ή τυροκομεία της ευρύτερης περιφέρειας. Το κρέας που παράγεται εδώ είναι επίσης βιολογικό: τα ζώα εκτρέφονται με βιολογικές μεθόδους και σφάζονται σε κοινοτικό σφαγείο βιολογικής γραμμής, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2000. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Τσουκαλάς, δεν μπορούσε μέχρι πρόσφατα να καταλήξει στον καταναλωτή ως βιολογικό γιατί στην περιοχή δεν υπήρχαν εγκαταστάσεις λιανικής πώλησης, κρεοπωλεία δηλαδή, όπου θα μπορούσε να διατεθεί, με βιολογική πιστοποίηση. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να συσκευάζεται σε εγκαταστάσεις μεταποίησης, σε βιολογικό τυποποιητήριο, πράγμα που ανήκει στα μελλοντικά σχέδια της κοινότητας.
Διέξοδος προς τους καταναλωτές
Πολλές περιοχές της χώρας έχουν ανάλογα προβλήματα μέχρι σήμερα. Η κτηνοτροφία είναι βιολογική, ελεγχόμενη περιοδικά από γεωπόνους. Όμως οι κτηνοτρόφοι αναγκάζονται να διαθέτουν το κρέας που παράγουν σαν συμβατικό, εφόσον στις περιοχές τους δεν υπάρχουν όχι μόνο μονάδες μεταποίησης, αλλά ούτε καν σφαγεία με βιολογική πιστοποίηση. Για παράδειγμα, τα Δημοτικά Σφαγεία Γρεβενών, τα μοναδικά εγκεκριμένα και για βιολογικά σφάγια στη Δυτική Μακεδονία, απέκτησαν πιστοποίηση μόλις πριν από τρία χρόνια. Ο πρόεδρος της ΔΗΩ, κ. Χαρίσης Αργυρόπουλος, μας είπε ότι τα σφαγεία και τα τυποποιητήρια είτε δεν γνωρίζουν ακόμα για τη δυνατότητά τους να διαχειρίζονται και βιολογικά προϊόντα είτε δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν την ελληνική γραφειοκρατία. Γίνονται, ωστόσο, προσπάθειες να ξεμπλοκαριστεί η αγορά και να δημιουργηθούν δίκτυα διακίνησης προς τους καταναλωτές. Μας παρέπεμψε στο γεωπόνο, πρώην στέλεχος της ΔΗΩ, κ. Θοδωρή Ζορμπά, ο οποίος αποφάσισε να ανοίξει βιολογικό κρεοπωλείο στη Λάρισα όπου διαθέτει κρέας αποκλειστικά από την Ανάβρα, εφόσον γνωρίζει καλά τους κτηνοτρόφους της και τα προϊόντα τους, που φημίζονται για την ποιότητά τους και για τις λογικές τους τιμές σε όλη την περιοχή. Μετά την πιστοποίησή του από τη ΔΗΩ πέρσι το καλοκαίρι, είναι το μοναδικό στη Θεσσαλία πιστοποιημένο βιολογικό κρεοπωλείο και ένα από τα ελάχιστα στην Ελλάδα – υπάρχουν, μας είπε, μερικά στην Αττική, ένα στην Κομοτηνή και ένα στην Αλεξανδρούπολη. Αν και δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να διαφημίσει την επιχείρησή του, ο κ. Ζορμπάς είναι πολύ ικανοποιημένος από την ανταπόκριση που έχει στους καταναλωτές της περιοχής.
Μουσείο Κτηνοτροφικής Ζωής
Η κτηνοτροφία ως αναπόσπαστο στοιχείο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην κοινότητα της Ανάβρας αποκτά και πολιτισμική αναγνώριση με την ίδρυση του Λαογραφικού Μουσείου Κτηνοτροφικής Ζωής. Λειτουργεί από το 2004 και περιλαμβάνει αντικείμενα που σχετίζονται με τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των κτηνοτρόφων στη διάρκεια των τεσσάρων εποχών του χρόνου.
Οι προοπτικές της Ανάβρας
Οι κάτοικοι της Ανάβρας δεν την εγκαταλείπουν πια. Φεύγουν για σπουδές και επιστρέφουν εκεί. Χάρη στην κτηνοτροφία, ο πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται ακόμα και σήμερα, στην περίοδο της ύφεσης, ενώ το εισόδημά του παραμένει σταθερό. Ο κ. Τσουκαλάς συνεχίζει να είναι παρών και με την εμπειρία του συμβάλλει κι αυτός, μαζί με συνδημότες του μέσα από την οργάνωση ΑΝΑΒΡΑ-ΖΩ, ώστε να συνεχιστεί η ανάπτυξη στον τόπο του. Μια σειρά από νέα έργα έχουν ήδη σχεδιαστεί. Έχει σχεδόν ολοκληρωθεί η μελέτη εγκατάστασης συστήματος τηλεθέρμανσης: βιομάζα (κοπριά από τα εκτρεφόμενα ζώα και υπολείμματα υλοτόμησης) θα καίγεται σε έναν κεντρικό καυστήρα ο οποίος θα παρέχει θέρμανση και ζεστό νερό σε ολόκληρο το χωριό. Μια μικρή υδροηλεκτρική μονάδα που θα αξιοποιεί το νερό του Ενιπέα βρίσκεται σε εξέλιξη (δημοπρατήθηκε η πρώτη φάση, αλλά το έργο σταμάτησε λόγω της οικονομικής κρίσης). Έχει προβλεφθεί η λειτουργία δύο ακόμη αιολικών πάρκων. Τέλος, ένα πιστοποιημένο βιολογικό τυποποιητήριο όπου θα συσκευάζεται το κρέας που παράγεται στην κοινότητα, θα ολοκληρώσει την πλήρη καθετοποίηση της παραγωγής κρέατος στην Ανάβρα. Οι κάτοικοι επιδιώκουν την ένταξη του χωριού στο πρόγραμμα «Πράσινες αγροτικές και νησιωτικές κοινότητες – Νέο πρότυπο ανάπτυξης» που έχει προκηρύξει το υπουργείο Περιβάλλοντος σε συνεργασία με το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας. Δικαίωμα συμμετοχής στο πρόγραμμα έχουν αγροτικές και νησιωτικές κοινότητες των οποίων ο πληθυσμός δεν ξεπερνά τους 1.000 κατοίκους. Παράλληλα, δεν σταματούν να εκπαιδεύονται. Τον Ιανουάριο διοργανώθηκε ομιλία του καθηγητή στο Τμήμα Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ. Γιώργου Δαουτόπουλου, με θέμα «Νέες τεχνολογίες στη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία», την οποία παρακολούθησαν πολλοί, κυρίως νέοι, κτηνοτρόφοι. Στα χρόνια της ευωχίας, η Ανάβρα χρησιμοποίησε τα κοινοτικά κονδύλια όχι απλώς ως τονωτικές ενέσεις σε συγκεκριμένους παραγωγικούς κλάδους αλλά ως μοχλό ανάπτυξης μιας όσο το δυνατόν πιο βιώσιμης οικονομίας, με αποτέλεσμα η κρίση να τη βρει κατά πολύ πιο αυτάρκη από όσο ήταν στο παρελθόν. Αξιοποιώντας το πραγματικά της πλεονέκτημα -και όχι μια πλασματική ευημερία- και συνεχίζοντας το σχεδιασμό μακράς προοπτικής, είναι σήμερα σε θέση να αντιμετωπίσει πιο αισιόδοξα το δύσκολο χειμώνα που περνά η ελληνική οικονομία και κοινωνία.