Επιστροφή στην απλότητα
Στην Κρήτη δεν θα βρείτε μόνο ήλιο, παραλίες και λουσάτους, πολύβουους προορισμούς. Το νησί είναι ευλογημένο με μια φύση πλούσια, οργιαστική, όμορφη όλο το χρόνο, γεμάτη ανθρώπους που αγαπούν τον τόπο, σέβονται την παράδοσή του και υπηρετούν το hoteling με συνέπεια. Μέχρι πρόσφατα, ο οικοτουρισμός ήταν άποψη –σήμερα, γίνεται ανάγκη.
Φέτος το φθινόπωρο αποφάσισα να φύγω για ένα ελληνικό road trip, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Είχα ανάγκη από ξεκούραση, ηρεμία, φύση, καλό φαΐ, ευκολία στην επικοινωνία και άνετη μεταφορά. Επέλεξα λοιπόν την Κρήτη.
Πριν το ταξίδι, είχα συγκεντρώσει ένα μικρό βιβλίο με σημειώσεις από φίλους, για όλα τα must see, eat, drink και sleep του νησιού. Ομολογώ πως όσα διάβασα με ξάφνιασαν ευχάριστα. Μάλλον είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που οι επιλογές -εξαιτίας του budget μου- περιορίζονταν σε τριάστερα ξενοδοχεία με σουηδικά έπιπλα, virtual θέα στη θάλασσα και ταβέρνες με κατεψυγμένα καλαμαράκια. Την προσοχή μου τράβηξε ο παραδοσιακός ξενώνας «Μηλιά», για τον οποίο το μόνο που ήξερα -από κάποιον γνωστό- ήταν ότι λειτουργεί χωρίς ρεύμα. Ψάχνοντας στο Internet, βρήκα το τηλέφωνο και έκλεισα δωμάτιο για μία μέρα, χωρίς να κοιτάξω αναλυτικά πληροφορίες και φωτογραφίες. Δεν ήθελα να χαλάσω την έκπληξη.
Οικοτουριστικά, στη «Μηλιά»
Ξεκίνησα με την παρέα μου για τη «Μηλιά» από τον Κίσσαμο, χωρίς να ξέρουμε τι μας περιμένει. Όταν μπήκαμε στο ορεινό (και ανηφορικό) τμήμα της διαδρομής, υπήρχε μια διάχυτη νευρικότητα στην ατμόσφαιρα που βοηθούσε τις «δεύτερες σκέψεις» να ευδοκιμήσουν. («Τι ακριβώς κάνουμε μες στ’ άγρια βουνά;», «Τι τη θέλαμε την αναρριχητική περιπέτεια;», «Πού είναι αυτή η ταμπέλα επιτέλους;»). Όλα ξεκαθάρισαν όμως όταν είδαμε την πρώτη ξύλινη πινακίδα με κατεύθυνση προς τον οικισμό. «Οικισμό», το τονίζω, διότι η «Μηλιά» δεν είναι ένας απλός ξενώνας.
Η ιστορία της παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς ξεκινά από τα τέλη του 16ου αιώνα, που πρωτοκατοικήθηκε, μέχρι τα μέσα του 17ου, που ξεκληρίστηκε από τη χολέρα. Η εξαιρετική γεωγραφική της θέση (περιτριγυρίζεται από βουνά και σκεπάζεται από αιωνόβιες καστανιές) οδήγησε πολλές οικογένειες να χτίσουν εκεί τα σπίτια τους πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά λίγα χρόνια μετά εγκαταλείφθηκε οριστικά και έκτοτε χρησιμοποιούνταν μονάχα ως βοσκότοπος, με αποτέλεσμα σταδιακά να ερημώσει.
Όλα αυτά μέχρι το 1990, οπότε μια ομάδα νέων ανθρώπων που κατείχε το μεγαλύτερο μέρος της γης άρχισε, με τη βοήθεια ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων, το έργο της αναπαλαίωσης και ανακατασκευής του οικισμού, που κράτησε τέσσερα χρόνια. Όση ώρα ακολουθούσαμε τον υπεύθυνο του οικισμού που μας οδηγούσε στον προορισμό μας, κοίταζα μαγεμένος το τοπίο τριγύρω που θύμιζε λίγο σκηνικό ασπρόμαυρης φωτογραφίας, απ’ αυτές που βλέπεις πάνω στη σερβάντα της γιαγιάς. Τα πάντα στη «Μηλιά» θυμίζουν μια άλλη Ελλάδα, σε μια άλλη ζωή.
Για την ακρίβεια, το «συγκρότημα» αποτελείται από δώδεκα σπίτια, ενωμένα με κοινές πέτρινες αυλές και ταράτσες, μες στα δέντρα και στα λουλούδια, με θέα το δάσος και την πλαγιά του βουνού – κι όλα αυτά σε υψόμετρο 500 μέτρων. Κάθε σπίτι είναι χτισμένο πάνω στα ερείπια παλιών αγροτικών κατοικιών με βασικά υλικά την πέτρα και το ξύλο ενώ το εσωτερικό τους συντίθεται από παλιά έπιπλα αντίκες, κουρελούδες και την απαραίτητη ξυλόσομπα για το χειμώνα. Αφού ξεπέρασα το αρχικό πολιτισμικό σοκ, πήρα το βιβλίο μου και ξάπλωσα σε μια από τις αιώρες που κρέμονταν στα τα πιο απίθανα σημεία. Εκεί, ακούγοντας τα πουλιά και τον αέρα μέσα από τις φυλλωσιές, ένιωσα σχεδόν την απόλυτη ευδαιμονία.
Και λέω «σχεδόν» γιατί η απόλυτη ευδαιμονία ήρθε το βράδυ, την ώρα του φαγητού, μέσα στο εστιατόριο της «Μηλιάς». Υπό το φως των κεριών πάνω στα μοναστηριακά τραπέζια, οι φιλόξενοι ιδιοκτήτες της μας σέρβιραν αχνιστά χειροποίητα καλτσούνια, κουνέλι με μυζήθρα στο φούρνο, μπουρέκια και παγωμένη τσικουδιά, όλα δικής τους παραγωγής. Ακολουθώντας το φεγγάρι και τα φανάρια που υπήρχαν στα σοκάκια του οικισμού (μέσω της μοναδικής γεννήτριας που τροφοδοτεί την περιοχή), επιστρέψαμε στο σπίτι και με το μπουκαλάκι τσικουδιάς στο χέρι, ανεβήκαμε στην ταράτσα και χαζέψαμε τον πιο έναστρο ουρανό της ζωής μας.
Εκεί ψηλά, στα «Αλώνια»
Μία βδομάδα αργότερα και αφού είχαμε γλυκαθεί από την πρώτη μας οικοτουριστική εμπειρία, δεχτήκαμε μετά χαράς την πρόταση μιας παρέας φίλων να τους ακολουθήσουμε στο ορεινό καταφύγιο/ξενώνα «Αλώνια», στον Άγιο Ιωάννη του δήμου Σφακίων.
Με αφετηρία λοιπόν τη Χώρα των Σφακίων και αφού οδηγήσαμε περίπου για ένα μισάωρο σε ανηφορικό δρόμο γεμάτο στροφές (αλλά με θέα που έκοβε την ανάσα), φτάσαμε στην Ανώπολη, ένα γραφικό αραιοκατοικημένο χωριό. Ένα πράγμα μου έμεινε καθώς το διασχίζαμε με προορισμό τον Αϊ-Γιάννη: η εικόνα μιας οικογένειας Κρητικών ντυμένων με παραδοσιακές φορεσιές να κάθονται μπροστά από το σπίτι και να μας κοιτάνε με βλέμμα ερευνητικό, πίνοντας τις απογευματινές τους τσικουδιές.
Φτάσαμε στο χωριό λίγο πριν τη δύση του ηλίου, αφού πρώτα κάναμε μια στάση στο κυλικείο δίπλα στην εντυπωσιακή γέφυρα της Αράδαινας, η οποία ενώνει τις δύο πλευρές του ομώνυμου φαραγγιού – μια αξιοθαύμαστη κατασκευή από μέταλλο και ξύλο που θυμίζει κινηματογραφικό σκηνικό. Η Αράδαινα είναι χωριό-φάντασμα, γεμάτο έρημα σπίτια, γκρεμισμένους τοίχους και καμάρες, που ανάμεσά τους φυτρώνουν άναρχα άγρια φυτά και δέντρα συνθέτοντας ένα τοπίο στοιχειωμένης ομορφιάς. Είναι ζήτημα αν μένουν τρεις άνθρωποι εδώ.
Ο Αϊ- Γιάννης, πάλι, που βρίσκεται απομονωμένος στα 800 μέτρα υψόμετρο, αριθμεί μόλις δώδεκα κατοίκους. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Αντώνης Γεωργεδάκης, ο ιδιοκτήτης του ξενώνα «Αλώνια», που μας καλωσόρισε όταν φτάσαμε μετά από μια υπέροχη διαδρομή μέσα στο δάσος. Ο ίδιος μένει δώδεκα χρόνια στο χωριό, γιατί όπως μας είπε αγαπάει τον τόπο του και τον ενδιαφέρει η προστασία και η αξιοποίησή του.
Αφού αφήσαμε τα πράγματά μας στα συμπαθέστατα δωμάτια (από τα οποία μου έκαναν εντύπωση τα έπιπλα, που ήταν φτιαγμένα από κορμούς δέντρων), βγήκαμε έξω στην αυλή -μιας και ο καιρός ήταν υποφερτά ζεστός- όπου το τραπέζι είχε ήδη αρχίσει να στρώνεται. Μια πιατέλα με φρέσκες τηγανητές πατάτες και μια γενναία μερίδα χωριάτικης σαλάτας μαζί με χειροποίητο ψωμάκι ήταν το ιδανικό συνοδευτικό για το ντόπιο κρασί που μας σέρβιρε η γυναίκα του Αντώνη, αλλά και το τέλειο ορεκτικό για τη σπεσιαλιτέ της βραδιάς, που δεν ήταν άλλη από το περίφημο κρητικό τσιγαριστό κατσικάκι. Το κρασί σύντομα αντικαταστάθηκε από την τσικουδιά, και η χαλαρή συζήτηση από δυνατές φωνές και γέλια.
Το επόμενο πρωί, η ζεστή σφακιανή πίτα και τα ξεροψημένο ψωμί με μέλι απ’ τον Αϊ-Γιάννη ήταν το ιδανικό δέλεαρ για να σηκωθούμε από τα κρεβάτια και να περάσουμε στην τραπεζαρία, κλείνοντας γλυκά τη διαμονή μας στα «Αλώνια».
ΙΝFO: Και οι δύο ξενώνες λειτουργούν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά η ιδανικότερη περίοδος για να τους επισκεφτείς είναι γύρω στα Χριστούγεννα, όταν η ατμόσφαιρα είναι πεντακάθαρη, ο αέρας αναζωογονητικός και ο ήλιος, που σπάνια κρύβεται πίσω από τα σύννεφα στην Κρήτη, πιο φιλικός από ποτέ. Ειδικά στον Αϊ-Γιάννη, ο χειμώνας είναι ήπιος παρά τα 800 μέτρα υψόμετρο, λόγω του τεράστιου ορεινού όγκου των Λευκών Ορέων που προστατεύει το χωριό από τους βορινούς καιρούς. Οι τιμές στη «Μηλιά» κυμαίνονται από 60 έως 100 ευρώ τη βραδιά, ανάλογα με το μέγεθος του σπιτιού, ενώ στον ξενώνα «Αλώνια» η διανυκτέρευση κοστίζει 30 ευρώ (χωρίς φαγητό).