«Αγαπώ πολύ τα καφενεία ως τόπους συνάντησης ή αποχωρισμού, ως τόπους που μαθαίνεις τον πόνο ή τον τρόπο των άλλων». Μάνος Ελευθερίου
«Αγαπώ πολύ τα καφενεία ως τόπους συνάντησης ή αποχωρισμού, ως τόπους που μαθαίνεις τον πόνο ή τον τρόπο των άλλων». Μάνος Ελευθερίου
Τι θα πει «καφενείο»; Λιακάδα, πλάτανος και γλυκό του κουταλιού ή θαμπά τζάμια, πρέφα και καπνός; Ο χώρος όπου ο Γκάτσος διάβασε πρώτη φορά στον Κουν αποσπάσματα μιας μετάφρασης του «Ματωμένου γάμου» ή το μέρος όπου «ο χωροφύλακας ο Αντρέας, πέντε έξι άνεργοι εργάτες και ο κουρέας» μαζεύονταν τις Κυριακές, άνοιγαν το ράδιο κι άκουγαν μπάλα;
Όταν ακούω «καφενείο» δεν είμαι καν σίγουρη ότι ο νους μου πάει πρώτα πρώτα στον καφέ. Μπορεί να πηγαίνει και στο ούζο με μεζέ. Αλλά και στο τάβλι ή στην εφημερίδα. Το μόνο βέβαιο μέσα στον καταιγισμό εικόνων, μνημών, καταστάσεων και αισθήσεων είναι ότι όταν ακούω καφενείο χαίρομαι. Γιατί καταλαβαίνω ανθρώπους και Ελλάδα: ορεινή ή πεδινή, βόρεια ή νότια, θαλασσινή ή στεριανή, επαρχιώτικη ή αστική, φτωχή ή πλούσια, πάντως Ελλάδα. Μια παράδοση που τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, άντε αρχές του ’80, έπαιζε κυρίαρχο κοινωνικό ρόλο, οπότε σταδιακά άρχισε να αποσύρεται στη γωνιά της δημόσιας σκηνής, νικημένη απ’ τις συνήθειες και τις ανάγκες της νέας εποχής.
Κοιτώντας νοερά αρκετούς αιώνες πίσω, βλέπει κανείς τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να πίνουν -ακριβώς λόγω αυτής τους της ιδιότητας- πρώτοι από όλους τους Ευρωπαίους τον καφέ τους σε καφενείο. Λογικό, αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως ήταν φυσικό, αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος ταχύτατης εξάπλωσης των χώρων αυτών, μετά την πρώτη τους εμφάνιση, το 1551, στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι όμως το συμβατικό ορόσημο του 1821 τη σχέση των Ελλήνων με τα καφενεία δεν θα τη χαρακτήριζε κανείς παροιμιώδη. Μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους είναι που θα φουντώσει και θα γίνει σύμβολο της κοινωνικής και δημόσιας ζωής. Περίπου από τα μισά του 19ου αιώνα το καφενείο θα αρχίσει να διαμορφώνει την κοινωνική, καλλιτεχνική, ακόμη και την πολιτική πραγματικότητα της χώρας και βέβαια να διαμορφώνεται και το ίδιο από αυτήν, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο το θαμπό της καθρέφτη. Και ανάλογα αν βρίσκεται στο χωριό ή την πόλη, στο κέντρο ή στη γειτονιά, στην αγορά, στο σταθμό ή το λιμάνι, το καφενείο θα παίρνει το δικό του ξεχωριστό χαρακτήρα, θα συγκεντρώνει τους ιδιαίτερους πελάτες του και θα σερβίρει τα ανάλογα ροφήματα, ποτά, γλυκά και συχνά μεζέδες.
Όλα αυτά τα τόσο διαφορετικά σημεία συνάντησης ανθρώπων και «τρόπων» θα συνοψιστούν σε δύο βασικές κατηγορίες κατηγορίες «καφενείων», που καθεμιά θα τραβήξει το δικό της δρόμο, κρατώντας ως κοινό τους σημείο αναφοράς τα φλιτζάνια με τους ζεστούς αχνιστούς καφέδες και μια προαπαιτούμενη διάθεση για κοινωνικότητα. Πρόκειτα για το λαϊκό καφενείο (καθ’ εικόνα και ομοίωση του οθωμανικού/αγροτικού) και το αστικό καφενείο (καθ’ εικόνα και ομοίωση του ευρωπαϊκού/γαλλικού). Κάντε κλικ στο αντίστοιχο λινκ για να μεταβείτε στον τύπο καφενείου για τον οποίο θα θέλατε να διαβάσετε περισσότερα.
σο ο ίδιος όσο και η επόμενη γενιά ζουν το θρίαμβο της επέλασης των επιχειρήσεών τους. Η κυριαρχία της «Κάρολος Φιξ Α.Ε., Ελληνική Βιομηχανία Ζύθου-Πάγου-Βύνης-Ψυγείων-Ανθρακικού Οξέος» είναι πλέον δεδομένη, και από αυτήν δεν πρόκειται να ξεφύγουν ούτε τα ιδρυθέντα στη Θεσσαλονίκη ήδη επί οθωμανικής διοίκησης ιστορικά ζυθοποιεία-παγοποιεία «Ολυμπος» και «Νάουσα» (το δεύτερο λειτουργούσε υπό την επίβλεψη της Ακαδημίας Ζυθοποιίας του Μονάχου). Τα δύο ζυθοποιεία λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης θα ενώσουν τις δυνάμεις τους και θα συγχωνευθούν υπό την ενιαία ονομασία «Ηνωμένα Ζυθοποιεία: Όλυμπος-Νάουσα». Δεν θα καταφέρουν όμως και πολλά πράγματα. Η παντοδύναμη αθηναϊκή εταιρεία καραδοκεί. Θα της πάρει 6 χρόνια περίπου, αλλά το 1926 θα αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών της «Όλυμπος-Νάουσα».
Ό,τι αρχίζει ωραίο…
…τελειώνει το 1963 με την άρση του προνομίου της αποκλειστικής παραγωγής και διάθεσης και την απελευθέρωση της αγοράς της μπίρας. Τότε ιδρύεται η Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Η ολλανδική οικογένεια Heineken δίνει σε Έλληνα επιχειρηματία το δικαίωμα παραγωγής και διάθεσης μιας άλλης μπίρας, που αποτελεί ιστορικό κεφάλαιο του χώρου: της Amstel. Η νεαρή ξανθιά, με το όνομα που παραπέμπει στο ποτάμι του Άμστερνταμ, αρχικά θα τα βρει μάλλον σκούρα. Η ΦΙΞ θα παλέψει με νύχια και με δόντια για το χώρο που τόσα χρόνια ελέγχει και θεωρεί δικό της: πολιτικά παιχνίδια, διαπλεκόμενες επαφές, νομικές πιέσεις, όλα θα τα ρίξει στο παιχνίδι και θα καταφέρει ακόμη και την πρόσκαιρη απαγόρευση της κυκλοφορίας του νέου προϊόντος. Η αντίστροφη μέτρηση όμως έχει ήδη αρχίσει και το δέκα είναι πολύ κοντά στο μηδέν.
To 1970, με τις ευλογίες των συνταγματαρχών που ψάχνουν οικονομικούς πόρους παντού, ιδρύεται η Henninger Hellas, η οποία κατασκευάζει τρία ζυθοποιία: στο Ηράκλειο Κρήτης, στην Αταλάντη και στη Θεσσαλονίκη. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τη Henniger μπαίνει στο παιχνίδι και άλλο ένα όνομα, της ίδιας εταιρείας, η Keiser, που ακόμη και σήμερα έχει ένα σκληρό πυρήνα πολύ φανατικών οπαδών. Τα πράγματα για τη ΦΙΞ είναι πλέον μαύρα. Όσο για την Amstel, τι είχε – τι έχασε…
Η «Πράσινη» μεταπολίτευση και οι Ολλανδοί
Μεταπολίτευση. Αλλαγή σκηνικού για την Ελλάδα, αλλαγή σκηνικού και για το χάρτη της μπίρας. Ο ομογενής εξ Αμερικής Κουμάνταρος με τη Lowenbrau Μονάχου κατασκευάζει στην Πάτρα το μεγαλύτερο ζυθοποιείο των Βαλκανίων. Δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι με την οργάνωση που έφερε και τα χρήματα που έριξε έβαλε τις βάσεις για το σημερινό μηχανισμό διακίνησης μπίρας και αναψυκτικών της χώρας. Την ίδια εποχή κάνει την εμφάνισή της και η δανέζικη Karlsberg. Οι νέες δυναμικές αφίξεις στο χώρο της ελληνικής μπίρας σε συνδυασμό με την κρίση των ελληνικών επιχειρήσεων -ιδιαίτερα των μικρομεσαίων- που αρχίζει να φαίνεται έντονα λίγο πριν το 1981, καθώς και η ταύτιση της εταιρείας με το απερχόμενο πολιτικό κατεστημένο, δίνουν τη χαριστική βολή στη ΦΙΞ, που λίγα χρόνια μετά θα κηρύξει επισήμως πτώχευση. Όσο για τη Lowenbrau του κύριου Κουμάνταρου, παρά την εντυπωσιακή εκκίνησή της, ούτε κι εκείνη θα μπορέσει να αντέξει την περίοδο της πίεσης και θα αναγκαστεί να πουλήσει το εργοστάσιο της Πάτρας στην Αθηναϊκή Ζυθοποιία, που αναδεικνύεται σε νέο κυρίαρχο του παιχνιδιού. Ο οποίος, αντιλαμβανόμενος ευφυώς τα σημεία των καιρών με το αίτημα της «Αλλαγής» και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, λανσάρει την «Πράσινη» -μια από τις πιο εύστοχες κωδικοποιήσεις του κοινωνικού στίγματος από την πλευρά της ελληνικής διαφήμισης. Η επίσημη ονομασία της είναι βέβαια Heineken, αλλά ποιος δίνει σημασία σε αυτήν; Η Karlsberg κλείνει. Λίγο αργότερα και η Henninger, σε κατάσταση πλήρους μαρασμού, θα περιέρθει στα χέρια του Κωνσταντίνου Μπουτάρη, ενώ το μόνο ζυθοποιείο της Lowenbrau θα παραδοθεί τελικά κι αυτό άνευ όρων στην Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Υπό την καθοδήγηση ενός από τους πιο πετυχημένους εγχώριους μάνατζερ, του Μηνά Τάννε, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία θα κυριαρχήσει στην αγορά για τρεις δεκαετίες. Καταλαμβάνοντας δυσθεώρητα μερίδια αγοράς, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία θα ταυτίσει το όνομα Amstel σε τέτοιο βαθμό με την ελληνική μπίρα, ώστε ο τουριστικός οδηγός Lonely Planet στον κατάλογό του με τις φράσεις που πρέπει να ξέρουν οι επισκέπτες της χώρας μας, στο λήμμα “πώς ζητάμε μπίρα” θα γράψει: Piase mia Amstel. Κι επειδή το καλό πάντα μπορεί να γίνει καλύτερο, ήρθε και ο διεθνής γάμος μεταξύ Heineken και Clasberg να δημιουργήσει μια -μέχρι τώρα τουλάχιστον- ακατανίκητη συμμαχία μεταξύ Amstel, Heineken και Mythos.
Θα μιλήσεις με το δικηγόρο μου!
Ως γνωστόν, όπου υπάρχει φτώχεια υπάρχει και γκρίνια. Κατά τη διάρκεια του μεσουρανήματος της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, η Φιξ βολόδερνε στα δικαστήρια. Το σήμα Φιξ λόγω χρεών βρέθηκε στην Εθνική Τράπεζα, η οποία το πούλησε το 1995 στην Δ. Κουρτάκης ΑΕ. Η πολύφερνη νύφη όμως έχει κι άλλους διεκδικητές, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει στην αγορά ένας αριθμός προϊόντων με την ονομασία Φιξ (ή παραλλαγές της). Μια μακροχρόνια δικαστική διαμάχη θα ξεκινήσει με πρωταγωνιστές την Εθνική Τράπεζα, την Κουρτάκης ΑΕ και διάφορα μέλη της οικογένειας Φιξ. Τελικά, η μπίρα ξανακυκλοφόρησε το 2000 από την Ολυμπιακή Ζυθοποιία, μια επιχείρηση συμφερόντων Κουρτάκη. Το εμπορικό αποτέλεσμα ήταν αντιστρόφως ανάλογο της ιστορικότητας της φίρμας και του δικαστικού μόχθου που καταβλήθηκε για την κατοχύρωσή της.
Το Ζαγόρι θα καταλάβει το Άμστερνταμ;
Τελικά η Ολυμπιακή Ζυθοποιία πέρασε στα χέρια του Γιάννη Χήτου, γνωστού από το εμφυαλωμένο νερό Ζαγόρι. Στη συνέχεια εξαγοράστηκαν οι Ελληνικές Μικροζυθοποιίες οι οποίες συγχωνεύτηκαν με την Ολυμπιακή Ζυθοποιία, με στόχο τη δημιουργία μιας κρίσιμης μάζας, ικανής για το δυναμικό επαναλανσάρισμα της Φιξ. Όπως μάς πληροφορεί το δελτίο Τύπου της εταιρείας “το νέο, υπερσύγχρονο ζυθοποιείο της εταιρείας, εκτείνεται σε χώρο 7.500 τ.μ. (…) Το εργοστάσιο διαθέτει τρεις γραμμές εμφιάλωσης, μία για κάθε τύπο συσκευασίας που εμφιαλώνεται η μπίρα Fix Hellas. Τα κεφάλαια που έχουν τοποθετηθεί στην εταιρεία, από την ίδρυσή της, αγγίζουν συνολικά τα 30 εκατ. ευρώ”. Πολύ χρήμα δηλαδή – αν και είναι βέβαιο ότι για να απειληθεί η Αθηναϊκή, θα χρειαστεί πολύ περισσότερο.
Ο ουρανίσκος, υπέρτατος κριτής
Η διαφημιστική καμπάνια της νέας Φιξ παίζει πολύ με το συναίσθημα και τη νοσταλγία που μπορεί να νιώθουμε για ένα παρελθόν, το οποίο αφού το βάζουμε στην προκρούστειο κλίνη των αναμνήσεών μας, μοιάζει ελκυστικό. Αυτή άλλωστε είναι και μια από τις βασικές τάσεις του σύγχρονου μάρκετινγκ: η επιστροφή στο καλό, οικολογικό και… υγιεινό παρελθόν. Το κακό βέβαια για τους διαφημιστές είναι ότι όσο πετυχημένες καμπάνιες και να στήσουν, στο τρόφιμο και το ποτό υπέρτατος κριτής είναι ο ουρανίσκος του καταναλωτή. Εκεί κρίνονται και θα κριθούν και πάλι όλα.