«Τρέξε τρέξε, οδηγέ, για να τούς προλάβουμε και να σε κεράσουμε μια μπίρα Φιξ». Το διαφημιστικό με τον Φιλιππίδη, τον Χαϊκάλη και τον Μπουλά δεν σηματοδοτεί απλώς τη δυναμική επανεμφάνιση μιας από τις πιο ιστορικές ελληνικές μάρκες…
Μπορεί οι Έλληνες να πίνουν πολύ λιγότερη μπίρα από τους πρωταθλητές Ευρώπης Γερμανούς (41 λίτρα το άτομο ετησίως, έναντι 119), ωστόσο τα 600 εκατομμύρια ευρώ που τζιράρει στη χώρα μας η βιομηχανία της μπίρας αποτελούν, όπως και να το κάνουμε, ένα τρόπαιο για το οποίο αξίζει να ρισκάρει κανείς. Θα μπορέσει η Ολυμπιακή Ζυθοποιία να απειλήσει την κραταιά αυτοκρατορία της κοινοπραξίας Sunrise Acquisitions Limited, που με τα σήματα Amstel, Heineken, Mythos ελέγχει το πραγματικά απίστευτο 90% της αγοράς μπίρας; Το μέλλον θα δείξει… Ένα μέλλον που στην προκείμενη περίπτωση θα κριθεί από τις αδυσώπητες επιλογές των διψασμένων και πιεζχόμενων από το ΔΝΤ ουρανίσκων των Ελλήνων καταναλωτών.
Με αφορμή λοιπόν το επαναλανσάρισμα του ονόματος FIX, ανατρέχουμε στην ιστορία της ελληνικής μπίρας –για να διαπιστώσουμε ότι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, γράφτηκε με βαυβαρέζικο πρόλογο και ολλανδικό κυρίως θέμα.
Στου Όθωνα τα χρόνια
Λέγεται ότι οι πρώτοι από τους νεότερους Έλληνες που δοκίμασαν μπίρα ήταν οι Επτανήσιοι, λόγω του συστηματικού πάρε δώσε που είχαν με Ευρωπαίους κατακτητές. Όμως μιλάμε για σκόρπια βαρέλια που κατέληγαν μεμονωμένα στα Επτάνησα χωρίς να είναι ικανά να επηρεάσουν ούτε την οικονομία του τόπου ούτε τις γευστικές συνήθειες των κατοίκων του. Τις ρίζες της ελληνικής ζυθοποιίας θα πρέπει να τις αναζητήσουμε αλλού: στα χρόνια που κυβέρνησαν τη χώρα ο Όθωνας κι η Αμαλία. Δίπλα στο ιστορικό βασιλικό ζεύγος μπορούμε με τη φαντασία μας να δούμε εκατοντάδες -ένστολους ή μη- Βαυαρούς να αλωνίζουν τα εδάφη της κυριαρχίας τους αντιμετωπίζοντας καθημερινά τη δυσκολία του να είσαι «πολιτισμένος» Βόρειος κατακτητής μιας «απολίτιστης» χώρας του Νότου, πρωτεύουσα της οποίας ήταν ένα ρημαγμένο από οικιστικής -και όχι μόνο- άποψης χωριό. Και σίγουρα δε θα τα έβγαζαν πέρα αν δεν έφερναν μαζί τους και μια πολύ αγαπημένη τους συνήθεια: την μπίρα. Στην οποία τόσο πολύ υπολόγιζαν όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και ο βασιλιάς, που δεν ξεκινούσε εκστρατεία αν δεν είχε μαζί του και τον ειδικευμένο ζυθοποιό του, για να είναι σίγουρος ότι δεν επρόκειτο ούτε στιγμή ο ίδιος και τα στρατεύματά του να μείνουν …στεγνοί. Πολλοί ήταν οι μνηστήρες της αξιοζήλευτης θέσης του ζυθοποιού του βασιλιά, μια και αρκετοί Βαυαροί της αυτής ειδικότητας ήταν πλέον μόνιμοι κάτοικοι της Ελλάδας, όμως ένας κέρδισε τελικά την απόλυτη εκτίμησή του και τον αξιοζήλευτο τίτλο. Για όσους δεν είναι καλοί στις μαντεψιές, ο λόγος για τον Ιωάννη Φιξ. Ο οποίος Φιξ δεν κατάφερε απλώς να εξασφαλίσει το χρυσό προνόμιο της αποκλειστικής παραγωγής και διάθεσης ζύθου στην Ελλάδα (προνόμιο που η οικογενειακή επιχείρηση κράτησε μέχρι το 1963, παρακαλώ), αλλά έκανε και τους Έλληνες για πάρα πολλά χρόνια να χρησιμοποιούν το επίθετό του σαν συνώνυμο της μπίρας.
Η ιστορία αρχίζει κάπως έτσι
<
Ο κύριος Φιξ έφτασε στην Ελλάδα το 1833, έχοντας σπουδάσει την τέχνη της ζυθοποιίας εκεί ακριβώς που χτύπαγε η καρδιά της: στο Μόναχο. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε πως ανάμεσα στους άλλους Βαυαρούς ζυθοπαραγωγούς δεν υπήρχε κανένας ικανός να τον κοντράρει στα ίσια και έτσι πολύ γρήγορα είδε τα κέρδη του από την παραγωγή και διάθεση του αφρώδους ήπιου αλκοολούχου να αυξάνονται κατακόρυφα. Κάποια από αυτά θα του χρειαστούν το 1863 για να αγοράσει το περιβόητο «Κτήμα», αφού ο ένας από τους δύο χώρους που στέγαζε πριν το μικρό του ζυθοποιείο στο Κολωνάκι καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά. Το κτήμα (στη σημερινή περιοχή Μακρυγιάννη) είναι μεγάλο και ικανό να στεγάσει τόσο την παραγωγή όσο και τις κατοικίες της οικογένειας. Είμαστε πάντα στην εποχή που η περιοχή δεν έχει ίχνος οικοδομήματος και η λέξη Καλλιρρόη δεν παραπέμπει σε μποτιλιάρισμα αλλά στην καλή ροή των νερών του ποταμού Ιλισσού – ναι, υπήρξε κάποτε στ’ αλήθεια και δεν ήταν στιχουργικό δημιούργημα για τις ανάγκες του Χατζιδάκι. Έναν αιώνα και κάτι αργότερα, όταν η Αθήνα θα έχει χάσει ανεπιστρεπτί το στοίχημα ενός ανθρώπινου πολεοδομικού σχεδίου και η Συγγρού θα έχει κόψει το κτήμα στα δύο, το ιστορικό εργοστάσιο του ΦΙΞ θα μένει σαν κτίσμα-φάντασμα στην οδό Καλλιρρόης να μας θυμίζει πού θα στρίψουμε για Νέο Κόσμο.
Η ΦΙΞ συνεχίζει ακάθεκτη
Ο κύριος Φιξ φυσικά δεν μπορεί να τα γνωρίζει όλα αυτά. Τόσο ο ίδιος όσο και η επόμενη γενιά ζουν το θρίαμβο της επέλασης των επιχειρήσεών τους. Η κυριαρχία της «Κάρολος Φιξ Α.Ε., Ελληνική Βιομηχανία Ζύθου-Πάγου-Βύνης-Ψυγείων-Ανθρακικού Οξέος» είναι πλέον δεδομένη, και από αυτήν δεν πρόκειται να ξεφύγουν ούτε τα ιδρυθέντα στη Θεσσαλονίκη ήδη επί οθωμανικής διοίκησης ιστορικά ζυθοποιεία-παγοποιεία «Ολυμπος» και «Νάουσα» (το δεύτερο λειτουργούσε υπό την επίβλεψη της Ακαδημίας Ζυθοποιίας του Μονάχου). Τα δύο ζυθοποιεία λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης θα ενώσουν τις δυνάμεις τους και θα συγχωνευθούν υπό την ενιαία ονομασία «Ηνωμένα Ζυθοποιεία: Όλυμπος-Νάουσα». Δεν θα καταφέρουν όμως και πολλά πράγματα. Η παντοδύναμη αθηναϊκή εταιρεία καραδοκεί. Θα της πάρει 6 χρόνια περίπου, αλλά το 1926 θα αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών της «Όλυμπος-Νάουσα».
Ό,τι αρχίζει ωραίο…
…τελειώνει το 1963 με την άρση του προνομίου της αποκλειστικής παραγωγής και διάθεσης και την απελευθέρωση της αγοράς της μπίρας. Τότε ιδρύεται η Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Η ολλανδική οικογένεια Heineken δίνει σε Έλληνα επιχειρηματία το δικαίωμα παραγωγής και διάθεσης μιας άλλης μπίρας, που αποτελεί ιστορικό κεφάλαιο του χώρου: της Amstel. Η νεαρή ξανθιά, με το όνομα που παραπέμπει στο ποτάμι του Άμστερνταμ, αρχικά θα τα βρει μάλλον σκούρα. Η ΦΙΞ θα παλέψει με νύχια και με δόντια για το χώρο που τόσα χρόνια ελέγχει και θεωρεί δικό της: πολιτικά παιχνίδια, διαπλεκόμενες επαφές, νομικές πιέσεις, όλα θα τα ρίξει στο παιχνίδι και θα καταφέρει ακόμη και την πρόσκαιρη απαγόρευση της κυκλοφορίας του νέου προϊόντος. Η αντίστροφη μέτρηση όμως έχει ήδη αρχίσει και το δέκα είναι πολύ κοντά στο μηδέν.
To 1970, με τις ευλογίες των συνταγματαρχών που ψάχνουν οικονομικούς πόρους παντού, ιδρύεται η Henninger Hellas, η οποία κατασκευάζει τρία ζυθοποιία: στο Ηράκλειο Κρήτης, στην Αταλάντη και στη Θεσσαλονίκη. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τη Henniger μπαίνει στο παιχνίδι και άλλο ένα όνομα, της ίδιας εταιρείας, η Keiser, που ακόμη και σήμερα έχει ένα σκληρό πυρήνα πολύ φανατικών οπαδών. Τα πράγματα για τη ΦΙΞ είναι πλέον μαύρα. Όσο για την Amstel, τι είχε – τι έχασε…
Η «Πράσινη» μεταπολίτευση και οι Ολλανδοί
Μεταπολίτευση. Αλλαγή σκηνικού για την Ελλάδα, αλλαγή σκηνικού και για το χάρτη της μπίρας. Ο ομογενής εξ Αμερικής Κουμάνταρος με τη Lowenbrau Μονάχου κατασκευάζει στην Πάτρα το μεγαλύτερο ζυθοποιείο των Βαλκανίων. Δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι με την οργάνωση που έφερε και τα χρήματα που έριξε έβαλε τις βάσεις για το σημερινό μηχανισμό διακίνησης μπίρας και αναψυκτικών της χώρας. Την ίδια εποχή κάνει την εμφάνισή της και η δανέζικη Karlsberg. Οι νέες δυναμικές αφίξεις στο χώρο της ελληνικής μπίρας σε συνδυασμό με την κρίση των ελληνικών επιχειρήσεων -ιδιαίτερα των μικρομεσαίων- που αρχίζει να φαίνεται έντονα λίγο πριν το 1981, καθώς και η ταύτιση της εταιρείας με το απερχόμενο πολιτικό κατεστημένο, δίνουν τη χαριστική βολή στη ΦΙΞ, που λίγα χρόνια μετά θα κηρύξει επισήμως πτώχευση. Όσο για τη Lowenbrau του κύριου Κουμάνταρου, παρά την εντυπωσιακή εκκίνησή της, ούτε κι εκείνη θα μπορέσει να αντέξει την περίοδο της πίεσης και θα αναγκαστεί να πουλήσει το εργοστάσιο της Πάτρας στην Αθηναϊκή Ζυθοποιία, που αναδεικνύεται σε νέο κυρίαρχο του παιχνιδιού. Ο οποίος, αντιλαμβανόμενος ευφυώς τα σημεία των καιρών με το αίτημα της «Αλλαγής» και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, λανσάρει την «Πράσινη» -μια από τις πιο εύστοχες κωδικοποιήσεις του κοινωνικού στίγματος από την πλευρά της ελληνικής διαφήμισης. Η επίσημη ονομασία της είναι βέβαια Heineken, αλλά ποιος δίνει σημασία σε αυτήν; Η Karlsberg κλείνει. Λίγο αργότερα και η Henninger, σε κατάσταση πλήρους μαρασμού, θα περιέρθει στα χέρια του Κωνσταντίνου Μπουτάρη, ενώ το μόνο ζυθοποιείο της Lowenbrau θα παραδοθεί τελικά κι αυτό άνευ όρων στην Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Υπό την καθοδήγηση ενός από τους πιο πετυχημένους εγχώριους μάνατζερ, του Μηνά Τάννε, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία θα κυριαρχήσει στην αγορά για τρεις δεκαετίες. Καταλαμβάνοντας δυσθεώρητα μερίδια αγοράς, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία θα ταυτίσει το όνομα Amstel σε τέτοιο βαθμό με την ελληνική μπίρα, ώστε ο τουριστικός οδηγός Lonely Planet στον κατάλογό του με τις φράσεις που πρέπει να ξέρουν οι επισκέπτες της χώρας μας, στο λήμμα “πώς ζητάμε μπίρα” θα γράψει: Piase mia Amstel. Κι επειδή το καλό πάντα μπορεί να γίνει καλύτερο, ήρθε και ο διεθνής γάμος μεταξύ Heineken και Clasberg να δημιουργήσει μια -μέχρι τώρα τουλάχιστον- ακατανίκητη συμμαχία μεταξύ Amstel, Heineken και Mythos.
Θα μιλήσεις με το δικηγόρο μου!
Ως γνωστόν, όπου υπάρχει φτώχεια υπάρχει και γκρίνια. Κατά τη διάρκεια του μεσουρανήματος της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, η Φιξ βολόδερνε στα δικαστήρια. Το σήμα Φιξ λόγω χρεών βρέθηκε στην Εθνική Τράπεζα, η οποία το πούλησε το 1995 στην Δ. Κουρτάκης ΑΕ. Η πολύφερνη νύφη όμως έχει κι άλλους διεκδικητές, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει στην αγορά ένας αριθμός προϊόντων με την ονομασία Φιξ (ή παραλλαγές της). Μια μακροχρόνια δικαστική διαμάχη θα ξεκινήσει με πρωταγωνιστές την Εθνική Τράπεζα, την Κουρτάκης ΑΕ και διάφορα μέλη της οικογένειας Φιξ. Τελικά, η μπίρα ξανακυκλοφόρησε το 2000 από την Ολυμπιακή Ζυθοποιία, μια επιχείρηση συμφερόντων Κουρτάκη. Το εμπορικό αποτέλεσμα ήταν αντιστρόφως ανάλογο της ιστορικότητας της φίρμας και του δικαστικού μόχθου που καταβλήθηκε για την κατοχύρωσή της.
Το Ζαγόρι θα καταλάβει το Άμστερνταμ;
Τελικά η Ολυμπιακή Ζυθοποιία πέρασε στα χέρια του Γιάννη Χήτου, γνωστού από το εμφυαλωμένο νερό Ζαγόρι. Στη συνέχεια εξαγοράστηκαν οι Ελληνικές Μικροζυθοποιίες οι οποίες συγχωνεύτηκαν με την Ολυμπιακή Ζυθοποιία, με στόχο τη δημιουργία μιας κρίσιμης μάζας, ικανής για το δυναμικό επαναλανσάρισμα της Φιξ. Όπως μάς πληροφορεί το δελτίο Τύπου της εταιρείας “το νέο, υπερσύγχρονο ζυθοποιείο της εταιρείας, εκτείνεται σε χώρο 7.500 τ.μ. (…) Το εργοστάσιο διαθέτει τρεις γραμμές εμφιάλωσης, μία για κάθε τύπο συσκευασίας που εμφιαλώνεται η μπίρα Fix Hellas. Τα κεφάλαια που έχουν τοποθετηθεί στην εταιρεία, από την ίδρυσή της, αγγίζουν συνολικά τα 30 εκατ. ευρώ”. Πολύ χρήμα δηλαδή – αν και είναι βέβαιο ότι για να απειληθεί η Αθηναϊκή, θα χρειαστεί πολύ περισσότερο.
Ο ουρανίσκος, υπέρτατος κριτής
Η διαφημιστική καμπάνια της νέας Φιξ παίζει πολύ με το συναίσθημα και τη νοσταλγία που μπορεί να νιώθουμε για ένα παρελθόν, το οποίο αφού το βάζουμε στην προκρούστειο κλίνη των αναμνήσεών μας, μοιάζει ελκυστικό. Αυτή άλλωστε είναι και μια από τις βασικές τάσεις του σύγχρονου μάρκετινγκ: η επιστροφή στο καλό, οικολογικό και… υγιεινό παρελθόν. Το κακό βέβαια για τους διαφημιστές είναι ότι όσο πετυχημένες καμπάνιες και να στήσουν, στο τρόφιμο και το ποτό υπέρτατος κριτής είναι ο ουρανίσκος του καταναλωτή. Εκεί κρίνονται και θα κριθούν και πάλι όλα.