Τα πρώτα μου μακροβούτια ήταν τα πιο γλυκά. Και τα έκανα μαζί σου. Μέσα στις διαθλάσεις του παγωμένου σου νερού είδα τις δυο παλιές μου αγάπες -εκείνες που μου πήρανε τα χρόνια κι αφήσανε στη θέση τους μια γλύκα που θυμίζει τόσο πολύ τη γλύκα σου.
Αγάπες που περιπλανήθηκαν στα σοκάκια της Χίου και της Μυτιλήνης, μέσα σε τριανταφυλλένιους κήπους και μποστάνια του καλοκαιριού -ο παππούς να ποτίζει τα κολοκυθάκια του κι η γιαγιά να φιλεύει τον «ξένο». Κάτω απ’ την κληματαριά καφές ελληνικός και βύσσινο γλυκό σε γυάλινο πιατάκι. Για μας τίποτα, γιαγιά;
Τα πρώτα μου μακροβούτια ήταν τα πιο γλυκά. Και τα έκανα μαζί σου. Μέσα στις διαθλάσεις του παγωμένου σου νερού είδα τις δυο παλιές μου αγάπες -εκείνες που μου πήρανε τα χρόνια κι αφήσανε στη θέση τους μια γλύκα που θυμίζει τόσο πολύ τη γλύκα σου. Αγάπες που περιπλανήθηκαν στα σοκάκια της Χίου και της Μυτιλήνης, μέσα σε τριανταφυλλένιους κήπους και μποστάνια του καλοκαιριού -ο παππούς να ποτίζει τα κολοκυθάκια του κι η γιαγιά να φιλεύει τον «ξένο». Κάτω απ’ την κληματαριά καφές ελληνικός και βύσσινο γλυκό σε γυάλινο πιατάκι. Για μας τίποτα, γιαγιά;
«Έλα να πας το δίσκο απάνου και θα σου κάμω εγώ δυο μπισκότα με βανίλια ανάμεσα σα σάντουιτς. Μόνο πρόσεχε το πετσετάκι, ήταν της μάνας μου. Με τα χέρια της το κέντησε!». Είχαν ειπωθεί τόσες φορές αυτά τα λόγια που τα ‘ξεραν όλοι οι μικροί απ’ έξω. Όμως το «σάντουιτς-βανίλια», πτι μπερ επάνω πτι μπερ κάτω και λίγη βανίλια-υποβρύχιο στη μέση, άξιζε και την αγγαρεία και την επανάληψη. Ένας καλός λόγος να διακόψεις το παιχνίδι σου και επιπλέον μια πολύ γλυκιά δικαιολογία για να περιεργαστείς από κοντά τον «ξένο» με το ανοιχτό πουκαμισάκι.
Κάπως έτσι η γεύση σου έγινε η γεύση των μεσημεριών της Κυριακής. Εκείνης της γλυκιάς ηρεμίας που ακολουθούσε το οικογενειακό φαγοπότι και απλωνόταν στις παλιές τις γειτονιές της Αθήνας με τα χαμηλά τα σπίτια. Και τα ανοιχτά παράθυρα. Τότε που ο «κλέφτης» ήταν ένας λευκός, ανάλφρος, μικροσκοπικός, χνούδινος «αχινός» που τον έφερνε φυσώντας από τις μισάνοιχτες γρίλιες ο άνεμος. Κάποιο φυτό σε κάποιο κήπο προσπαθούσε να βρει το ταίρι του σε λάθος κρεβατοκάμαρα.
Η ησυχία του κυριακάτικου μεσημεριού… Η πιο ιερή συμφωνία των μεγάλων. Κινδύνευε μόνο από τα παιδιά, που διαβάζαμε Μίκυ και βιβλία, πασχίζοντας να κρατήσουμε τα στόματά μας κλειστά και περιμένοντας πώς και πώς να σημάνει η λήξη της «κοινής ησυχίας» για να ακουστούν και πάλι στο σπίτι γέλια και φωνές και να βγουν τα βαζάκια με τις βανίλιες στο μπαλκόνι.
Κι ύστερα ήσουν το άρωμα της αυγουστιάτικης ραστώνης. Ο ήχος του τζιτζικιού, το θρόισμα της ελιάς, το κριτς κριτς που κάνει η άμμος όταν βρεθεί στα πλακάκια του εξοχικού. Ήσουν το κυνήγι της μέλισσας που σε κυνηγούσε να σε πάρει από μένα. Ήσουν τα καλοκαίρια μου.
Κάθε φορά (όλο και σπανιότερα) που βυθίζομαι στη γεύση σου αυτά θυμάμαι. Και κάτι Αμερικανούς, φίλους φίλου μετανάστη, που ‘χαν έρθει μαζί του διακοπές στην Ελλάδα και μας επισκέφτηκαν. Τους δώσαμε βανίλια με το κουτάλι μέσα στο κρυστάλλινο νερό και δεν δοκίμαζαν. Ανακάτευαν και δε δοκίμαζαν. Πάλι και πάλι. Μέχρι που αναρωτηθήκαμε φωναχτά γιατί. Μας απάντησαν. Περίμεναν να λιώσεις…
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Εφημερίδα ICookGreek, T05