
Μια λέξη, δύο κόσμοι, μια μνήμη, κάπου στον Πολυχνίτο Λέσβου
Μια παλιά φωτογραφία με μια νοσταλγική, αλλά και γεμάτη ουσία, ιστορία από το βορειοαιγαιοπελαγίτικο νησί της Μυτιλήνης, μοιράστηκε μαζί μας το αγαπημένο Ουζερί «Η Λέσβος», ιστορικό στέκι της Εμμανουήλ Μπενάκη, στα Εξάρχεια. Ομολογώ ότι μόλις την είδα, ο νους μου ταξίδεψε αμέσως τον επιβλητικό μαρμάρινο πάγκο της ποτοποιίας Τρικενέ στο Μεσολόγγι, ο οποίος φιλοξενούσε στις αρχές του 20ού την πελατεία της εποχής (άνθρωποι της ψαραγοράς, αλλά και διανοούμενοι και μεσαία τάξη) που έπινε ένα ουζάκι στο όρθιο με κουβεντούλα και πρόχειρο μεζέ. Ωστόσο, φαίνεται πως η κοινωνική αυτή πρακτική, στη Λέσβο είχε βρει το όνομά της χάρις μια λέξη που ταξίδεψε από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Γράφει λοιπόν ο συντάκτης της ανάρτησης:
«Ντιζιάκ – μια λέξη, δύο κόσμοι, μια μνήμη
Κάπου στον Πολυχνίτο
Ο Στρατής Σαραντινός και ο Καράτζανος – καλοντυμένοι, όπως το συνήθιζαν οι άντρες της εποχής – στέκονται με ποτηράκι ούζο στο χέρι. Δίπλα τους, ο καφετζής Χαράλαμπος Καρακλάς, με ποδιά και βλέμμα γεμάτο γνώση και φιλοξενία. Πίσω τους, ένας ραδιοφωνικός δέκτης. Μπροστά τους, ένας ξύλινος πάγκος με πιατάκια και ουζάκια – κι ανάμεσά τους, κάτι πολύτιμο: η στιγμή. Αυτή η στιγμή είχε όνομα.
Ντιζιάκ.
Όχι απλώς ένα ούζο. Όχι απλώς ένα διάλειμμα. Αλλά μια κουλτούρα ολόκληρη – ένας τρόπος ζωής.
Όρθιος στον πάγκο. Γρήγορος, αλλά όχι βιαστικός.
Με ποτήρι στο χέρι και την καρδιά ανοιχτή.
Η λέξη ντιζιάκ δεν είναι ελληνική – κι όμως, έγινε λεσβιακή.
Έφτασε από την αντίπερα όχθη του Αιγαίου, από την τουρκική φράση “düz ayak”: που σήμαινε “ισόγειο”, “επίπεδο”, “προσιτό”.
Στην Πόλη, τα düz ayak meyhaneler ήταν καπηλειά χωρίς σκαλοπάτια, χωρίς φτιασίδια – όπου έμπαινες απ’ τον δρόμο και έπινες όρθιος, με μεζέ και κουβέντα.
Η Λέσβος δεν δανείστηκε απλώς τη λέξη. Την έντυσε με ντοπιολαλιά και την έκανε δική της.
Στον Πολιχνίτο, στη Γέρα, στη Μυτιλήνη – το ντιζιάκ έγινε έθιμο.
Ο μπακάλης έπινε στο πόδι πριν επιστρέψει στο μαγαζί. Ο εργάτης έριχνε μια ρακή πριν το φαΐ. Ο περαστικός αντάμωνε έναν φίλο και έλεγε: «Ένα ντιζιάκ, και φεύγω.»
Μαζί με το ούζο, σερβιριζόταν κι η ζωή – στα γρήγορα, αλλά ποτέ πρόχειρα.
Ήταν το ουζάκι της λαϊκής τάξης, της αμεσότητας, της οικειότητας.
Κι αν η λέξη ξεθώριασε, η μνήμη δεν έσβησε.
Γιατί σε τούτες τις φωτογραφίες, μένει ζωντανή η αλήθεια:
ότι Έλληνες και Τούρκοι δεν ήμασταν πάντα απέναντι – κάποτε ήμασταν δίπλα.
Στη Λέσβο, στη Σμύρνη, στο Αϊβαλί, ζήσαμε μαζί.
Μαγειρέψαμε, δουλέψαμε, τραγουδήσαμε, πονέσαμε, ήπιαμε – κι είπαμε λέξεις κοινές.
Η πολιτική μπορεί να χαράζει σύνορα. Μα οι άνθρωποι… πιάνουν ποτήρια.
Στο Ουζερί Λέσβος, στα Εξάρχεια, κρατάμε ζωντανή αυτή τη λέξη.
Όχι για να αναβιώσουμε το παρελθόν –μα για να το τιμήσουμε.
Κι αν έρθεις στον πάγκο, δεν θα σε ρωτήσουμε τι είσαι.
Μόνο αν θες ένα ντιζιάκ.
Γιατί υπάρχουν λέξεις που χωράνε δύο κόσμους.
Και το ντιζιάκ είναι μία απ’ αυτές.