Τι γίνεται όταν μια γυναίκα εξομολογείται πως δεν θα της άρεσε να είναι μητέρα γιατί «παραείναι εγωίστρια»; Και μετά πάει και γράφει κι ένα βιβλίο γι’ αυτό;
Τι γίνεται όταν μια γυναίκα εξομολογείται πως δεν θα της άρεσε να είναι μητέρα γιατί «παραείναι εγωίστρια»; Και μετά πάει και γράφει κι ένα βιβλίο γι’ αυτό;
Λοιπόν, το «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» της Λάιονελ Σράιβερ είναι από τα πιο «άβολα», περίεργα και συναρπαστικά βιβλία που μπορείς να διαβάσεις. Ιδίως αν είσαι γυναίκα. Και μάνα. Διότι η ηρωίδα του, η Αμερικανο-αρμένισσα Ίβα Κατσαντουριάν –πλούσια, συγγραφέας ταξιδιωτικών οδηγών, δραστήρια, μποέμ και ερωτευμένη με τον άντρα της– δεν ήθελε ποτέ να γίνει μητέρα. Σίγουρα δεν ήθελε να γίνει μητέρα ενός ψυχρού, «αντιπαθητικού» αγοριού, που θα δολοφονούσε επτά συμμαθητές του, έναν υπάλληλο της σχολικής καντίνας και μια καθηγήτρια του λυκείου λίγες μέρες πριν κλείσει τα δεκάξι. Κι αν αυτό είναι άσχημο, το χειρότερο είναι πως η Ίβα ομολογεί ξεδιάντροπα αυτό το μυστικό που τρυπώνει μέσα σε άυπνες νύχτες, χαοτικές μέρες, βρώμικες αλλαξιέρες, κατουρημένα κρεβατάκια, καρότσια που τραντάζονται από κλάματα και παιδικές στριγγλιές: η μητρότητα δεν είναι πάντα μια ονειρεμένη εμπειρία.
«Ιδού ένα θλιβερό δείγμα», γράφει η Σράιβερ. «Ώριμη γυναίκα ετών τριάντα επτά, ευτυχισμένη στο γάμο της, πληροφορείται την πρώτη της εγκυμοσύνη και παραλίγο να λιποθυμήσει από τρόμο, αντίδραση την οποία κρύβει από τον ενθουσιασμένο σύζυγό της φορώντας ένα σεμνό, λουλουδάτο, τιραντέ φουστάνι. Ευλογημένη με το θαύμα της ζωής εντός της, αυτή προτιμάει να ασχοληθεί με τις φλέβες στα πόδια της και τα ποτηράκια κρασί που έπινε άλλοτε. Μόνη στο διαμέρισμά της, χτυπιέται στους ρυθμούς μια κακόγουστης μουσικής χωρίς να σκέφτεται καθόλου το αγέννητο παιδί της.[…] Και πριν καν ο δύστυχος γιος της καταφέρει να επιζήσει στο αφιλόξενο κλίμα της σφιγμένης μήτρας της, ομολογεί αυτό που εσύ, Φράνκλιν, απαγόρευσες επισήμως να ειπωθεί: κάνοντας πρώτα το καπρίτσιο της, μετά αλλάζει γνώμη, λες και το παιδί είναι ένα ρούχο που το παίρνεις στο σπίτι σου και –αφού φέρεις μερικές στροφές μπροστά στον καθρέφτη για να καταλήξεις, αχ όχι, είναι κρίμα, αλλά ειλικρινά δεν μου πάει– το επιστρέφεις στο κατάστημα».
Είναι μια εξομολόγηση που πέφτει σαν τούβλο και θρυμματίζει το πιο ιερό ταμπού της δυτικής κουλτούρας: τη σχέση μάνας – παιδιού. Κυρίως επειδή η Σράιβερ δεν έχει παιδί. Στις συνεντεύξεις της δηλώνει «πολύ εγωίστρια και δειλή για να γίνω μητέρα». Κι αυτό από τη μια, σε κάνει να εκπλήσσεσαι και να θυμώνεις (σ.σ. Πλούσιες, επιτυχημένες, προνομιούχες γυναίκες που γυρνάνε την πλάτη στη μητρότητα; Πφ, οι άνθρωποι δεν θα ‘πρεπε ποτέ να γράφουν για πράγματα που δεν ξέρουν, όπως κι εσύ φυσικά δεν θα πήγαινες ποτέ π.χ. στο λογιστή σου να σου πει αν χρειάζεσαι εγχείρηση στο πόδι…), αλλά από την άλλη σε αφήνει ελαφρώς αμήχανο και αποσβολωμένο.
Γιατί η Σράιβερ λέει την αλήθεια. Ή έστω, ένα μέρος της. Όλοι εκείνοι οι μήνες που φουσκώνεις, φοβάσαι, ζαλίζεσαι, έχεις ναυτίες, πρήζεσαι και μετά ο Μεγάλος Πόνος, ο φόβος, οι εξαντλητικές αγρύπνιες (με το ίδιο πάντα, αργόσυρτο τελετουργικό, κλάμα, άλλαγμα, τάισμα, ρέψιμο, πάλι άλλαγμα κ.λπ.), το αμήχανο σεξ, τα ουρλιαχτά από τους κολικούς, οι αρρώστιες, τα χτυπήματα, τα διαβάσματα, οι φίλοι και οι ήσυχες βραδιές που χάνεις, ή εκείνο το weekend στο νησί («μα πού να αφήσουμε το παιδί;»), τα παιδικά πάρτι που μισείς, και τα ατέλειωτα δρομολόγια πέρα δώθε σε αγγλικά, μπάσκετ, φροντιστήρια – ναι, μερικά απ’ αυτά μπορεί και να μ’ έκαναν να δειλιάσω αν τα ‘ξερα από πριν. «Η μητρότητα» -γράφουν στο best seller τους «Το Αλμανάκ της Μητέρας» οι «ειδικοί» Μargarite Kelly και Elia Parsons- χαρίζει τη μεγαλύτερη χαρά του κόσμου, φέρνει όμως μαζί της και πλήξη, εξάντληση και θλίψη.
Τίποτα δεν θα σε κάνει να νιώσεις τόσο χαρούμενη και τόσο θλιμμένη, τόσο περήφανη και συνάμα τόσο κουρασμένη, γιατί τίποτα δεν είναι τόσο δύσκολο όσο το να βοηθάς ένα πλάσμα να αναπτύξει την ατομικότητά του, ιδιαίτερα ενώ εσύ αγωνίζεσαι παράλληλα να διατηρήσεις τη δική σου».
Το «project» μητρότητα
Στις 12 Ιουλίου 2010, το New York Magazine κυκλοφόρησε με τίτλο στο εξώφυλλό του «Αγαπώ τα παιδιά μου, μισώ τη ζωή μου». Το κεντρικό άρθρο του περιοδικού ήταν αφιερωμένο σε αυτήν ακριβώς την ιδέα: το πώς, δηλαδή, αν και οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν πως το να αποκτήσουν παιδιά θα τους κάνει πιο ευτυχισμένους, στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει –και αποτυπώνεται σε πολλές έρευνες– είναι πως οι νέοι γονείς, στην πλειονότητά τους, δεν είναι πιο χαρούμενοι από πριν. Και κάποιοι, είναι λιγότερο.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Για πολλούς λόγους. Ένας από τους σπουδαιότερους είναι πως η ίδια η γονεϊκή εμπειρία έχει αλλάξει με τα χρόνια. Για παράδειγμα, «πριν την αστικοποίηση, τα παιδιά θεωρούνταν οικονομικά ‘‘ατού’’ για τους γονείς τους. Αν είχες μια φάρμα, θα σε βοηθούσαν στις δουλειές, αν είχες μια οικογενειακή επιχείρηση, θα κρατούσαν το μαγαζί. Αλλά όλα αυτά άλλαξαν δραματικά με τις ηθικές και τεχνολογικές αλλαγές που επέφερε ο εκμοντερνισμός. Όσο κερδίζαμε σε ευημερία, η παιδική ηλικία έφτασε σιγά σιγά να θεωρείται μια προστατευόμενη, προνομιούχα περίοδος και από τη στιγμή που τα πανεπιστημιακά πτυχία έγιναν απαραίτητα για να προοδεύσεις, τα παιδιά όχι μόνο έγιναν μεγάλο έξοδο, αλλά και αντικείμενα προς διαμόρφωση, διέγερση, καθοδήγηση, περιποίηση.
Mε λίγα λόγια, τα παιδιά, από μέλη του προσωπικού, κατέληξαν να είναι τα αφεντικά μας». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις μητέρες (αλλά και τους μπαμπάδες) μεσαίου και ανώτερου εισοδήματος, που περισσότερο από τους γονείς άλλων τάξεων τείνουν να βλέπουν τα παιδιά τους ως «projects» προς ολοκλήρωση και τελειοποίηση – γυναίκες με πτυχία, επαγγελματίες, στελέχη επιχειρήσεων που ‘χουν μάθει πως στη δουλειά υπάρχει ο σωστός και ο λάθος τρόπος για να κάνεις κάτι και ασυνείδητα εφαρμόζουν την ίδια ακριβώς «αναπτυξιακή» λογική και στα παιδιά τους: η «απόδοση», πιστεύουν, είναι θέμα budget, καλής οργάνωσης, σωστής διαχείρισης χρόνου, διαρκούς feed back με πληροφορίες, γνώσης του στόχου.
Γι’ αυτό, οτιδήποτε λιγότερο από το τέλειο είναι απογοητευτικό. Τους προκαλεί σύγχυση και πανικό. Η αλήθεια είναι πως μερικές δεκαετίες πριν, οι άνθρωποι δεν κάθονταν να πολυσκοτιστούν για το αν το να κάνουν ένα παιδί θα τους έκανε χαρούμενους. Τα παιδιά απλώς ήταν εκεί, έρχονταν ή δεν έρχονταν. Σήμερα, λέει η Judith Warner, συγγραφέας του βιβλίου «Τέλεια τρέλα – Η μητρότητα στα χρόνια της ανησυχίας», «βάζουμε πολλή ενέργεια στην προσπάθειά μας να γίνουμε τέλειοι γονείς, αντί να αγωνιζόμαστε για τις αλλαγές πολιτικής που θα έκαναν την οικογενειακή ζωή μας καλύτερη». Γονεϊκά επιδόματα, άδειες μητρότητας, περισσότεροι βρεφονηπιακοί σταθμοί, δωρεάν περίθαλψη -με την πολιτεία να στέκεται αμήχανη και απρόθυμη να σηκώσει τα βάρη που της αναλογούν- όλα πέφτουν στους ώμους μας. Και όχι, δεν μας κάνουν πιο ευτυχισμένους.
Από την άλλη, ακόμα και με τις καλύτερες συνθήκες, το να είσαι γονιός συνεπάγεται θυσίες – ιδίως την παραχώρηση της ελευθερίας που απολάμβανες ως εργένης ή ως εγωιστής ‘‘παντρεμένος-εργένης’’: ταξίδια, βόλτες, τις ευκαιρίες καριέρας που απαιτούσαν υπερωρίες, ή έστω τη μισή ώρα ανέμελου, «τυχαίου» σεξ που δεν σου πήρε ένα απόγευμα για να προσχεδιάσεις και να οργανώσεις. Τα παιδιά, κατά κανόνα, είναι κάπως έτσι: μια θάλασσα χαράς, που στα βραχάκια της γκρεμοτσακίζεται οτιδήποτε άλλο μπορεί να σε διασκεδάζει. Προφανώς, όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Οι ίδιες έρευνες που καταγράφουν τις δυσκολίες της μητρότητας, αναδεικνύουν και μια άλλη, αδιόρατη, πιο φιλοσοφικο- υπαρξιακή πτυχή της: την πληρότητα, την αγάπη, την αίσθηση σκοπού και ανταμοιβής που φέρνει το παιδί στη ζωή ενός ζευγαριού. Πιθανόν, λένε, η ευτυχία να μην είναι αυτό ακριβώς που νιώθει μια μητέρα, κλεισμένη σε ένα σπίτι με ένα δίχρονο που ουρλιάζει και πετάει πράγματα στους τοίχους. Όμως, για στάσου… Γιατί να σταθεί κανείς εκεί; Ίσως το πρόβλημα να είναι σε ποιο είδος, ακριβώς, ευτυχίας εστιάζει κανείς: στο τι αλήθεια σημαίνει το παιδί σου για σένα, ή στο αν θα προλάβεις να γυρίσεις σπίτι στην ώρα σου, για να το πάρεις από το σχολικό, να φάει και να τρέξετε μετά στα αγγλικά; Αν επιλέξεις την πρώτη, το δίλημμα καταργείται. Η πίεση, το άγχος, τα νεύρα, οι καβγάδες, τα βράδια με τους πυρετούς, τα σκισμένα γόνατα και ο εμετός στα στρωσίδια, τα κλάματα κι οι αγωνίες χάνονται μες στην Μεγάλη Εικόνα του τι πραγματικά σημαίνει να είσαι γονιός.
Μετά χαράς θα τα ξαναπερνούσα όλα, κι αυτά και άλλα τόσα, σε αντάλλαγμα για ένα αστείο, ένα παιδικό γέλιο, μια αγκαλιά του γιου μου το βράδυ πριν κοιμηθεί, το γλυκό του «κι εγώ σ’ αγαπώ, μαμά». Προσωπικά, διαλέγω τη «δυστυχία», κυρία Σράιβερ. Κρατήστε εσείς τη ζωή…