Ο πολυβραβευμένος με αστέρια Michelin σεφ, Πιέρ Γκανιέρ, έχει τη γαστορνομική επιμέλεια της ταινίας έναρξης του φετινού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με πρωταγωνίστρια τη Ζιλιέτ Μπινιός.
Στην κουζίνα του εμβληματικού ζεύγους Ζιλιέτ Μπινός και Μπενουά Μαζιμέλ γεννιέται μια μοναδική ιστορία αγάπης και μια εντυπωσιακή πανδαισία γεύσεων. Ο Τραν Αν Χουνγκ («Το Άρωμα της Πράσινης Παπάγιας») δημιούργησε μια ταινία – κόσμημα, που παρουσιάζει τη γαλλική γαστρονομία όπως δεν έχει ξαναγίνει ποτέ. Ένας από τους κορυφαίους σεφ του κόσμου, ο πολυβραβευμένος με αστέρια Michelin, Πιέρ Γκανιέρ έχει τη γαστρονομική επιμέλεια της ταινίας. Η ταινία «Στη Φωτιά» πήρε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών και αποτελεί την επίσημη υποψηφιότητα της Γαλλίας για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας. Από τις 9 Νοεμβρίου θα προβάλλεται στους κινηματογράφους.
Η υπόθεση
Βρισκόμαστε στο 1885, το απόγειο της κλασικής γαλλικής γαστρονομίας. Η Εζενί, απαράμιλλου ταλέντου μαγείρισσα, δουλεύει για τον διάσημο γκουρμέ Ντοντέν εδώ και 20 χρόνια. Με το πέρασμα των χρόνων, η συνεργασία και ο αμοιβαίος τους σεβασμός στο βωμό της γαστρονομίας σιγά σιγά εξελίχθηκε σε έρωτα και η σχέση αυτών των δυο καλλιτεχνών της μαγειρικής γέννησε μια σειρά από πιάτα, υπό την έμπνευση του Ντοντέν και την αριστοτεχνική εκτέλεση της Εζενί. Οι δημιουργίες είναι η μία πιο θεσπέσια από την άλλη και αφήνουν με το στόμα ανοιχτό και τους πιο διάσημους σεφ. Όμως, η Εζενί αγαπάει πολύ την ελευθερία της για να δεχτεί να παντρευτεί τον Ντοντέν, όσο κι αν εκείνος την πολιορκεί. Οπότε εκείνος αποφασίζει να κάνει κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ ξανά: να μαγειρέψει αυτός για τη μούσα του.
Το φαγητό ως χαρακτήρας ισάξιος των πρωταγωνιστών
Τιμώντας την παράδοση εξαιρετικών ταινιών του είδους, όπως τα «Μεγάλο Φαγοπότι», «Γιορτή της Μπαμπέτ», «Big Night», και «Chocolat» ανάμεσα σε πολλές άλλες, το «Στη Φωτιά» βουτάει στον λαχταριστό κόσμο της υψηλής γαστρονομίας, λογίζοντας το φαγητό ως χαρακτήρα ισάξιο των κεντρικών πρωταγωνιστών, αποθεώνοντας τόσο την απόλαυσή του, όσο και την ιεροτελεστία της προετοιμασίας του.
Επικεφαλής της ιστορίας το υπέροχο ζευγάρι των Ζιλιέτ Μπινός και Μπενουά Μαζιμέλ, που συναντιούνται και πάλι στο σινεμά για να υποδυθούν δυο συντρόφους, η αγάπη των οποίων ωριμάζει μέσα από την κοινή τους αφοσίωση στην τέχνη της γαστρονομίας και ό,τι αυτή μπορεί να συμβολίσει: την απόλαυση τού να ετοιμάζεις φαγητό όσο και να το καταναλώνεις, την απόλαυση του μυστηρίου της δημιουργίας όσο και την ανακάλυψη των μυστικών της, την απόλαυση τού να προσφέρεις ένα γεύμα σαν την απόλυτη πράξη αγάπης και γενναιοδωρίας.
Ο σκηνοθέτης, Τραν Αν Χουνγκ, μιλά για την ταινία
«Έψαχνα για ένα θέμα που να έχει σχέση με τη γαστρονομία, τόσο ως επάγγελμα όσο και ως τέχνη. Τελικά βρήκα ένα υπέροχο βιβλίο για τη γαστρονομία, το The Life and Passion of Dodin-Bouffant, Gourmet του Μαρσέλ Ρουφ. Προτίμησα να αφηγηθώ την ιστορία ως πρίκουελ του μυθιστορήματός του. Αυτό μου έδωσε την ελευθερία να φανταστώ τη σχέση μεταξύ της Εζενί και του Ντοντέν. Και ήταν επίσης μια ευκαιρία να εξερευνήσω κάτι σπάνιο στον κινηματογράφο: τη συντροφικότητα σε μια πιο ώριμη ηλικία. Και ακόμα πιο σπάνιο όταν αυτή είναι αρμονική» λέει ο σκηνοθέτης Τραν Αν Χουνγκ. Και συμπληρώνει σχετικά με το κινηματογραφικό του ζευγάρι: «Είναι θαυμάσιο να βλέπεις ανθρώπους στην ηλικία τους, στα φθινοπωρινά τους χρόνια, όπως θα έλεγε ο Ντοντέν, με μια λαχτάρα για ζωή που θα περιέγραφα ως κλασικά γαλλική. Χωρίς ρομαντισμό ή φλογερό πάθος, μόνο κάτι οργανωμένο και συγκρατημένο σε μια ήρεμη σχέση με τον κόσμο και τη φύση. Εκτιμώ τη γλύκα και το μέτρο που βρίσκονται στη γαλλική τέχνη και νοοτροπία. Υπό αυτή την έννοια, νομίζω ότι η ταινία μου είναι κατεξοχήν γαλλική».
Το μόνο πράγμα που τους χωρίζει είναι η άρνηση της Εζενί στην πρόταση γάμου που της κάνει ο Ντοντέν: ένα εμπόδιο που ουσιαστικά το αναγάγετε σε μυστήριο.
Η ομορφιά της σχέσης τους έγκειται σε αυτή την αντίσταση. Ο Ντοντέν εξακολουθεί να είναι γοητευμένος μαζί της μετά από τόσα χρόνια, επειδή αισθάνεται ότι δεν την έχει κατακτήσει ποτέ στην ολότητά της. Ένα μέρος της εξακολουθεί να αντιστέκεται. Μου αρέσει να δημιουργώ στιγμές όπου ένας από τους πρωταγωνιστές -όπως και το κοινό- αιωρείται σε αγωνία, χωρίς οριστική απάντηση. Αυτά είναι τα πράγματα που μας αγγίζουν περισσότερο στη ζωή: στιγμές που δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι για το τι προσπαθεί να μας πει ο συνομιλητής μας. Μου αρέσει, για παράδειγμα, ιδιαίτερα η σκηνή στην οποία η Εζενί και ο Ντοντέν μοιράζονται μια ομελέτα. Είναι μια πολύ παράξενη σκηνή: ο Ντοντέν δεν έχει ιδέα τι θέλει να πει.
Από την άλλη πλευρά, όταν πρόκειται για φαγητό, βρίσκονται σε τέλεια αρμονία. Αυτή είναι η πηγή της χημείας τους: αναδεικνύει τη γαστρονομία σε υψηλή τέχνη…
Τι άλλο είναι η τέχνη από την ικανότητα να απολαμβάνεις; Η γαστρονομία επικεντρώνεται σε μια αίσθηση ξένη προς τις άλλες τέχνες: τη γεύση. Ένας καλλιτέχνης της γαστρονομίας μπορεί να διακρίνει γεύσεις που εμείς αδυνατούμε να διακρίνουμε με τόση ακρίβεια, να αναμειγνύει, να μετρά, να ισορροπεί γεύσεις, αρώματα, υφές, συστάσεις και θερμοκρασίες…
Είναι μια επιστήμη, όπως ο κινηματογράφος… Και έτσι, ακούμε τον Ντοντέν να εξηγεί πώς και γιατί τα ασπράδια αυγών χτυπημένα με έναν συγκεκριμένο τρόπο θα διατηρήσουν τη σωστή θερμοκρασία του παγωτού σε ένα επιδόρπιο…
Ο Μπριγιά-Σαβαρέν ήταν ο πρώτος που έγραψε ένα βιβλίο για τη φιλοσοφία της γαστρονομίας. Είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο που πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσετε. Ενέπνευσε ένα μεγάλο μέρος της ταινίας μου. Μιλάει για τον τρόπο με τον οποίο σε μια δεδομένη χρονική στιγμή η Γαλλία έβαλε τάξη στη γαστρονομία. Οι Γάλλοι ήταν αυτοί που αποφάσισαν ότι ένα πιάτο πρέπει να παρασκευάζεται με έναν τρόπο και όχι με κάποιον άλλο. Οι Γάλλοι ήταν αυτοί που αποφάσισαν πώς να στρώσουν ένα τραπέζι, ποια ασημικά και ποια ποτήρια θα χρησιμοποιούσαν για κάθε πιάτο. Και οι Γάλλοι ήταν αυτοί που υποστήριζαν το «πάντρεμα» των γεύσεων, συμπληρώνοντας αυτό το πιάτο με αυτό ή εκείνο το κρασί. Η Γαλλία έχει μια τόσο πλούσια ποικιλία σε τέτοιες γνώσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η γαλλική γαστρονομία παραμένει η κορυφαία στον κόσμο.
Ο Ντοντέν αναφέρεται συχνά στον Αντονίν Καρέμ ως πρότυπό του. Και στον Ογκίστ Εσκοφιέ επίσης, ο οποίος «μας κάνει να ονειρευόμαστε το μέλλον»…
Θεώρησα σημαντικό να δώσω μια ακριβή εικόνα της διαδοχής των γαστρονομικών ιδιοφυιών της περιόδου: μόλις δεκατρία χρόνια χωρίζουν τον θάνατο του Αντονίν Καρέμ από τη γέννηση του Ογκίστ Εσκοφιέ, ο οποίος, μαζί με τον Σεσάρ Ριτς και τα μεγάλα ξενοδοχεία του, έχτισε μια αυτοκρατορία της μαγειρικής τέχνης στην Ευρώπη: πρώτα στο Μονακό, μετά στο Λονδίνο και τέλος στο Παρίσι. Ο Εσκοφιέ και ο Ριτς ήταν οι πρώτοι που κατανόησαν τη σημασία ενός όμορφου χώρου, του φωτισμού που θα αναδείκνυε την κουζίνα. Ακόμη και σήμερα, εν μέσω υπαρξιακής κρίσης, οι μεγαλύτεροι σεφ του κόσμου συμβουλεύονται τον τόμο του Εσκοφιέ για να βρουν έμπνευση και ενέργεια. Το βιβλίο του είναι η Βίβλος τους.
Οι πρώτες σκηνές διαδραματίζονται την αυγή σε ένα χωράφι με λαχανικά, ενώ η Ευγενία μαζεύει τα λαχανικά που θα χρησιμοποιηθούν στο γεύμα της ημέρας. Πέρα και πάνω από έναν ύμνο στη γαστρονομία, η ταινία είναι μια πραγματική ωδή στη ζωή και στην αλλαγή των εποχών…
Σκέφτηκα ότι ήταν σημαντικό για την Εζενί να αναζητήσει την τροφή στην πηγή της και μάλιστα νωρίς το πρωί για να αισθανθούμε τον κόπο του αγρότη, την πρώτη προϋπόθεση ενός γεύματος. Ταυτόχρονα, σκέφτηκα ότι θα ήταν διασκεδαστικό να δείξω τη χάλκινη κεραία με ψευδάργυρο που βρίσκει η Εζενί στον κήπο των γονιών της Πολίν. Πρόκειται για μια τεχνική που εφευρέθηκε από Γάλλους μοναχούς και που κάνει καλό στο έδαφος, όπως η σημερινή περμακουλτούρα και η βιολογική γεωργία. Οι αγρότες την εγκατέλειψαν πριν από πολύ καιρό για τα φυτοφάρμακα. Και φυσικά, χρειαζόμουν το πράσινο για να μεταδώσω τη γαλήνη που προσφέρει η φύση και η αλλαγή των εποχών… Ο Ντοντέν είναι ευτυχής που υποδέχεται τον χειμώνα με τη δική του γαστρονομία και την παρουσία των ανθρώπων που αγαπά.
Ο πολυβραβευμένος σεφ Γκανιέρ ήταν σύμβουλος στην ταινία. Πώς ενεπλάκη στην περιπέτεια αυτή;
Δεν γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον. Ο Πατρίκ Ραμπούργκ μού τον σύστησε. Εργαζόταν στο σενάριο ως ιστορικός σύμβουλος για το θέμα της γαστρονομίας και τον ρώτησα ποιος πιστεύει ότι θα μπορούσε να το κάνει. Ανέφερε τον Πιερ Γκανιέρ. «Πήγαινε να τον δεις», μου είπε, «είναι απολαυστικός». Με τον Πιερ συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στην κουζίνα του, όπου με κάλεσε να δοκιμάσω μια θαυμάσια κρεατόσουπα που υπήρχε στο μενού εκείνη την ημέρα. Αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. Διάλεγε και επέλεγε πιάτα από τα μενού που είχαμε καταρτίσει εγώ και ο Πατρίκ Ραμπούργκ: «Αυτό είναι καλό, δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό, ξέχνα το…». Και τότε έφτασε η στιγμή: έπρεπε να μαγειρέψει τα πιάτα για να μπορέσω να δω πώς θα ήταν να κινηματογραφηθούν. Ήταν συγκινητικό να τον βλέπω στο φούρνο: προσπαθεί, μπορεί να κάνει λάθη, ξεκινάει ξανά μέχρι να βρει αυτό ακριβώς που θέλει. Είναι ένας ονειροπόλος, πραγματικά γενναιόδωρος και ειλικρινής.
Συμμετείχε ο σεφ σε όλο το μαγείρεμα που βλέπουμε στην ταινία;
Όχι, ήταν πολύ απασχολημένος. Ετοίμασε όλα τα πιάτα που θα εμφανίζονταν στην ταινία κατά τη διάρκεια της προπαραγωγής. Έπρεπε να καταλάβω τα πιάτα και να βεβαιωθώ ότι ήταν ενδιαφέροντα για την κινηματογράφηση. Μόλις έγινε αυτό, ο Μισέλ Ναβ ανέλαβε τα γυρίσματα. Ο Μισέλ Ναβ εργαζόταν για τον Πιερ για περισσότερα από σαράντα χρόνια και μόλις είχε συνταξιοδοτηθεί. Χωρίς τον Μισέλ, ο Πιερ δεν θα συμφωνούσε ποτέ να δουλέψει στην ταινία. Ήξερε πόση δουλειά θα απαιτούσε η διαδικασία αυτή. Φανταστείτε, μόνο για να γυρίσει την κρεατόσουπα, ο Μισέλ Ναβ έπρεπε να χειριστεί σαράντα κιλά κρέας: ωμό κρέας για να το προετοιμάσει και να το μαγειρέψει, κρέας ήδη μαγειρεμένο και έτοιμο να κοπεί σε φέτες, έτοιμο να σερβιριστεί… Ήταν ένα κολοσσιαίο, ατελείωτο έργο. Κάποιες φορές ακόμη και μια πράξη ισορροπίας. Για τη σκηνή με τα ορτολάνια, στην οποία χρησιμοποίησε μικροσκοπικά ορτύκια (τα ορτολάνια είναι προστατευόμενο είδος), έπρεπε να δουλέψει πίσω από το σκηνικό μας σε μια σκονισμένη ερειπωμένη τρύπα στον τοίχο, όρθιος πάνω σε ένα σωρό μπάζα, ένα πόδι χαμηλότερα από το σκηνικό, και πάνω σε μια σόμπα βουτανίου! Του άρεσε πολύ. Νόμιζε ότι ήταν αναζωογονητικό. «Σε όλη μου τη ζωή», είπε γελώντας, «έχω παραπονεθεί συχνά για τις συνθήκες εργασίας, αλλά αυτό είναι το καλύτερο!».
Σπάνια έχουμε δει φαγητό να κινηματογραφείται έτσι…
Έχετε δίκιο. Ακόμα και το συνεργείο δεν μπορούσε να το ξεπεράσει. Ούτε αυτοί είχαν δει ποτέ κάτι τέτοιο. Στα γυρίσματα ταινιών, συνήθως χρησιμοποιούν ψεύτικο φαγητό, το οποίο δημιουργούν ανάλογα με τις ανάγκες. Εδώ όλα ήταν αληθινά. Όταν φώναξα «Στοπ!» κατά τη διάρκεια μιας σεκάνς φαγητού, οι ηθοποιοί συνέχισαν να τρώνε. Το συνεργείο χρειάστηκε να τους παρακαλέσει να παραδώσουν τα πιάτα τους, αφού τα χρειάζονταν για την επόμενη λήψη!
Σκεφτήκατε αμέσως την Ζιλιέτ Μπινός και τον Μπενουά Μαζιμέλ για την Εζενί και τον Ντοντέν;
Σκέφτηκα αμέσως την Ζιλιέτ – τον Μπενουά αργότερα. Η Ζιλιέτ έχει απίστευτη παρουσία: γύρω της όλα γίνονται αληθινά, ενδιαφέροντα, συγκινητικά. Δεδομένου ότι είναι μια σύγχρονη, αφοσιωμένη γυναίκα στην πραγματική ζωή, προσδίδει στον χαρακτήρα μια εσωτερική δύναμη που κάνει την αντίστασή της στις επιθυμίες του Ντοντέν ακόμα πιο αισθητή. Μπορεί να μην το γνωρίζει, αλλά όταν ήταν μαζί μας, η πειθαρχία βελτιώθηκε στο πλατό. Και για να είμαι ειλικρινής, η ταινία δεν θα είχε ποτέ γυριστεί χωρίς τη βοήθειά της. Παρέμεινε προσηλωμένη στο έργο μέσα από τόσες δυσκολίες. Ο Μπενουά ήρθε αργότερα. Ήμασταν πολύ τυχεροί. Είναι ο πιο χαλαρός, διασκεδαστικός ηθοποιός με τον οποίο έχω δουλέψει ποτέ. Έχει μεγάλο ταλέντο να χαλαρώνει και να αφήνεται. Είναι εύκολος στη συνεργασία. Κατά καιρούς ξαναδουλέψαμε διαλόγους όταν δεν ένιωθε άνετα με μια ατάκα. Το να τους φέρουμε ξανά μαζί μετά από είκοσι χρόνια που δεν είχαν συνεργαστεί ήταν κάτι μοναδικό.