Η ντίβα κι η κουζίνα. Παθιάστηκε με τη σκηνή, τη δόξα, την κομψότητα, τον Ωνάση. Προδόθηκε από τη φωνή της, τους κοσμικούς της φίλους, το σώμα της και τον άντρα της ζωής της. Παθιάστηκε και με το φαγητό.
Η ντίβα κι η κουζίνα. Παθιάστηκε με τη σκηνή, τη δόξα, την κομψότητα, τον Ωνάση. Προδόθηκε από τη φωνή της, τους κοσμικούς της φίλους, το σώμα της και τον άντρα της ζωής της. Παθιάστηκε και με το φαγητό.
Από τη μια πάλευε να μην ξαναδεί ποτέ στη ζυγαριά της το απελπιστικό 108, υποχρεώνοντας τον εαυτό της σε απίστευτα διατροφικά βασανιστήρια, κι από την άλλη μάζευε εμμονικά πολύπλοκες συνταγές από γνωστούς σεφ και λαϊκά περιοδικά μαγειρικής, τις οποίες έκοβε με το ψαλιδάκι, κόλλαγε σε λευκώματα και αρχειοθετούσε με ευλάβεια στη σχετική βιβλιοθήκη. Μια απρόσμενη διάσταση της κορυφαίας υψιφώνου του 20ου; Ίσως ένα ακόμη πάθος, που εξελίχτηκε σε ματς λατρείας-προδοσίας, σαν τις πιο σημαντικές της σχέσεις. Κερδίζει όποιος σημείωσε 2.
Σύμφωνα με τον πρώτο της (και μόνο επίσημο) σύζυγο, τον Μπατίστα Μενεγκίνι, το πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς που στοίχειωσε το μυαλό της Μαρίας Κάλλας ήταν αυτό της εκπληκτικής Όντρεϊ Χέμπορν στο ρόλο της Σαμπρίνας στην ταινία «Διακοπές στη Ρώμη». Ήθελε να της μοιάσει, πράγμα σχεδόν αδύνατο για μια γυναίκα που λάτρευε το φαγητό, τα τραπέζια και τις γεύσεις και ζύγιζε ήδη 108 κιλά.
Όμως η Μαρία Κάλλας δεν ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα. Ανήκε στο είδος που άμα το αποφάσιζε είχε τον τρόπο να αναγκάσει τη ζωή να της κάνει τη χάρη. «Η θέλησή της να αδυνατίσει ήταν εκπληκτική» σχολιάζει ο Μενεγκίνι. «Είχε βλέμμα και νύχια αετού και την εσωτερική δύναμη αρπακτικού… Όταν έφτανε στο μαγαζί, τα γκαρσόνια έλεγαν “ήρθε, προσοχή γιατί δαγκώνει”», συμπληρώνει -εν αγνοία του- ο Τζιόρτζιο Τζιόκο, ιδιοκτήτης του «12 Απόστολοι», εστιατόριο στη Βερόνα που σύχναζε το ζευγάρι.
«Δαγκώνοντας» (ή τραγουδώντας) η Κάλλας αποσπούσε από τη ζωή αυτό που ήθελε. Και ένας από τους διακαείς της πόθους εκείνη την περίοδο ήταν να απαλλαχτεί από τα σαραντατόσα κιλά που την απομάκρυναν από το ιδανικό της και δεν της επέτρεπαν να λάμπει μες στις τουαλέτες της. Για την πραγματοποίησή του δε δίστασε να υποβάλει τον εαυτό της σε χίλιες δυο απερίγραπτες «θεραπείες», εκ των οποίων η σκληρή δίαιτα ήταν το λιγότερο. Εννοείται πως τα κατάφερε. Εννοείται πως πέτυχε το απόλυτο make-over.
Φυσικά και έγινε μύθος.
Μια απρόσμενη συλλογή
Παρότι μετά το θάνατό της τα προσωπικά της πράγματα είτε διασκορπίστηκαν στις πέντε ηπείρους είτε πουλήθηκαν σε δημοπρασίες στους ανά τον κόσμο συλλέκτες κατά ένα περίεργο λόγο δε συνέβη το ίδιο με μια απρόσμενη συλλογή της μεγάλης ντίβας: τη συλλογή της από συνταγές. Βιβλία μαγειρικής που αγόραζε στα ταξίδια, συνταγές που κατέγραφε στα σημειωματάριά της ή άλλες που μάζευε και αρχειοθετούσε από γυναικεία περιοδικά, ένα μικρός χάρτινος γαστρο-παράδεισος που απλώνεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, σε 40 τόμους, ζει ακόμη και σήμερα, μάρτυρας μιας αγάπης χωρίς ροδοπέταλα. Στα ράφια της επιμελώς ταχτοποιημένα στέκονται ακόμη «Η επιστήμη στην κουζίνα και η τέχνη του καλού φαγητού», του Πελεγκρίνο Αρτούζι, σε μια έκδοση του 1891, «Η Αναμπέλα στην κουζίνα», «Το Αλμανάκ της κουζίνας», το «Nela’s Cooking», «Το μικρό φυλακτό της ευτυχίας».. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το 647 σελίδων «The Boston Cooking School».
Να και η Χρύσα Παραδείση
Η γυναίκα που μετέτρεψε στα τέλη του ’60 την υπηκοότητά της από αμερικανική σε ελληνική και ζήτησε μετά το θάνατό της η τέφρα της να σκορπιστεί στο Αιγαίο –όπερ και εγένετο– δε φαίνεται να είχε ιδιαίτερη προσκόλληση στην παραδοσιακή κουζίνας της χώρας. Στη μαγειρική βιβλιοθήκη της υπάρχει μόνο ένας εκπρόσωπος της ελληνικής γαστρονομικής παράδοσης: «Το καλύτερο βιβλίο της ελληνικής κουζίνας» της Χρύσας Παραδείση, σε μια έκδοση του 1970, από τις Ευσταθιάδης & ΣΙΑ Ο.Ε. Στις σελίδες του, σημειωμένο το έτος 1977, χρονιά που έφυγε για πάντα, μαρτυράει ότι το βιβλίο-γέφυρα με τις ρίζες είχε ανοιχτεί ποιος ξέρει για ποιο λόγο ή για ποια συνταγή λίγο πριν το τέλος. Είναι πάντως το τελευταίο βιβλίο που πρόλαβε να αγοράσει για τη συλλογή της.
«La Divina in Cucina»
Ο λόγος που σώθηκε ακέραιο το τμήμα αυτό της βιβλιοθήκης ήταν μάλλον το πείσμα της πιστής της οικονόμου και μαγείρισσας, που έμεινε δίπλα της μέχρι το τέλος, και η οποία προστάτευσε το πολύτιμο υλικό από κάθε είδους «πλιάτσικο».
Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται στην κατοχή του Ιδρύματος Μαρία Κάλλας, στην Ιταλία. Ο πρόεδρός του, Μπρούνο Τόζι, κατ’ επάγγελμα μουσικοκριτικός και συγγραφέας, αποφάσισε να το αξιοποιήσει, χρησιμοποιώντας το ως βάση για να ζωντανέψει αυτή την παντελώς άγνωστη και μάλλον απρόσμενη διάσταση της προσωπικότητας της μεγαλύτερης σταρ που γνώρισε ποτέ η όπερα στο βιβλίο του «La Divina in Cucina», που κυκλοφόρησε το 2006, στο Μιλάνο, από τις εκδόσεις Trenta Editore Srl.
Δεν είναι το μόνο βιβλίο που έχει γράψει ο Τόζι για την Κάλλας –έχει μελετήσει σε βάθος ντοκουμέντα και μαρτυρίες και δε βαριέται να κάνει ο ίδιος επιτόπιες έρευνες, αναζητώντας ανθρώπους που τη γνώρισαν στην Ιταλία και όχι μόνο.
Το αποτέλεσμα μπορείτε πλέον να το ευχαριστηθείτε και στην ελληνική γλώσσα μέσα από το βιβλίο «Η ντίβα στην κουζίνα – Η άγνωστη συλλογή συνταγών της Μαρίας Κάλλας», των Εκδόσεων Αίολος. Μαζί με την ιστορία θα δείτε ποιες συνταγές κατέγραψε η θεά, ρωτώντας τις φίλες της ή τους σεφ των θρυλικών εστιατορίων που σύχναζε, όπως το «Μαξίμ» στο Παρίσι, ποιες συνταγές έκοψε από περιοδικά μαγειρικής, ποιες συνήθιζε να μαγειρεύει από τα δεκάδες βιβλία της.
Έτσι ή κάπως έτσι
Τα πρώτα μαγειρικά βιβλία που βρέθηκαν στο ράφι της μετέπειτα σταρ ήταν όταν η Μαρία Κάλλας ζούσε στη Βερόνα με τον τότε σύζυγό της (και μόνο επίσημο), τον Τζ. Μπατίστα Μενεγκίνι. Πριν μπει στη ζωή της ο Ωνάσης και ανατρέψει το σκηνικό. Υπήρξαν δώρα της πεθεράς προς την άπειρη νύφη, που θα τη βοηθούσαν να γίνει καλή νοικοκυρά και καλή μαγείρισσα. Πού να ’ξερε…Όχι πως η Μαρία σνόμπαρε τη διάσταση αυτή. Κάθε άλλο. Γοητευόταν από τη ζωή σπίτι, ήθελε να είναι μια τέλεια οικοδέσποινα, περνούσε ώρες πειραματιζόμενη με τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Κάπου εκεί στο βάθος φαίνεται πως ήταν κρυμμένη μια εικόνα κλασικής οικογενειακής ευτυχίας, που ποτέ δεν κατάφερε να ανασυρθεί. Γιατί η Μαρία Κάλλας και κέικ όταν έφτιαχνε, τα αστέρια ονειρευότανε, και η κουκλίστικη κουζίνα της δεν μπόρεσε να εμποδίσει την απογείωσή της στους ουρανούς της δόξας.
Στο ήσυχο σπίτι της Βερόνα
Όμως τότε, στα πρώτα της βήματα, στο ήσυχο σπίτι της Βερόνα, ο Μενεγκίνι θυμάται: «Το ογκώδες βάρος της την ενοχλούσε. Δεν έτρωγε ποτέ άμυλο…Πάντα ψητό κρέας με σκέτη σαλάτα δίχως λάδι…Αλλά η Μαρία σκεφτόταν εμένα. Είχε πάθος να ανακατεύεται με τις κατσαρόλες στην κουζίνα. Η μαγειρική τη γοήτευε. Αγόραζε τα πιο παράξενα κουζινικά: μαχαίρια, πιρουνοκούταλα, μπρικάκια, κουτάλες και χτυπητήρια κάθε τύπου. Κάθε φορά που έμπαινε σε ένα μαγαζί και έβλεπε κάτι καινούριο, το αγόραζε. Τ’ αποκαλούσε «ψευτιές» και γέμιζε με αυτά την κουζίνα. Είχε και άλλη μια μανία: να συλλέγει συνταγές από περιοδικά. Σχεδόν κάθε πρωί αγόραζε μια στοίβα από γυναικεία περιοδικά, έκοβε τις σελίδες με τις συνταγές και μετά τις κολλούσε σε ένα άλμπουμ. Είχε βουνά από αυτά τα άλμπουμ». Και η συνάδελφός της και αγαπημένη της φίλη, Τζουλιέτα Σιμιονάτο, επιβεβαιώνει: «Το 1950 βρισκόμασταν στο Μέξικο Σίτι και θυμάμαι τη μανία της να κόβει συνταγές από αμερικάνικα περιοδικά με σκοπό να γίνει καλή μαγείρισσα για τον “Τίτα” της, μια και η κουζίνα της στη Βερόνα ήταν τόσο ωραία που έπρεπε να ξέρει να μαγειρεύει καλά. Θεωρούσε ότι κατά βάθος ήταν καλλιτέχνις από λάθος, γιατί πάνω απ’ όλα αισθανόταν νοικοκυρά…».
Ύστερα ήρθε ο Ωνάσης
Η Κάλλας πέταξε την ποδιά και φόρεσε τα κοστούμια της Τόσκας, της Μήδειας, της Νόρμας. Μέσα στο κοινό που παραληρούσε ήταν κι ο Έλληνας εφοπλιστής. «Δε θυμάμαι τι έτρωγε η Κάλλας» θα σχολιάσει για εκείνη την εποχή ο Αρίγκο Τσιπριάνι «ίσως να έτρωγε με τα μάτια τον Ωνάση». Μαγεύτηκε από τον κόσμο που της «υποσχέθηκε» -γεμάτο λάμψη, κοσμικότητα, ταξίδια, χλιδή, ξενύχτια, γνωριμίες…Τον μάγεψε κι εκείνη. Για καμιά δεκαετία. Έζησαν μαζί «μεγάλα πράγματα», που ποτέ δε θα γνώριζε το ήσυχο σπίτι στη Βερόνα. Μέχρι που το ήμισυ της πιο πολυσυζητημένης σχέσης της εποχής μαθαίνει ότι το έτερον ήμισυ παντρεύεται την Τζάκι από τις εφημερίδες. Πολύ βαρύ για τη μεγαλύτερη ντίβα του 20ου. Πόσο μάλλον για το κορίτσι που μάζευε συνταγές, «πάνω απ’ όλα αισθανόταν νοικοκυρά» και κάποια μέρα θα ’θελε
να γίνει βασίλισσα της κουζίνας του και της καλά φυλαγμένης, ασφαλούς και ήρεμης ζωής του.
Πηγή: «Η ντίβα στην κουζίνα», εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ