Πολλές φορές τα πράγματα αλλάζουν χωρίς να το έχει θελήσει κανείς, από ένα αναπάντεχο τίποτα, όπως μια λάθος τιμονιά του δόκιμου ή ένα ξαφνικό καπρίτσιο του ανέμου.
Πολλές φορές τα πράγματα αλλάζουν χωρίς να το έχει θελήσει κανείς, από ένα αναπάντεχο τίποτα, όπως μια λάθος τιμονιά του δόκιμου ή ένα ξαφνικό καπρίτσιο του ανέμου. Και τυχαίνει να είναι τόσο βαθύ το αποτύπωμα αυτών των αθέλητων αλλαγών, που χρόνια μετά, στο μωσαϊκό του κόσμου μας μπορείς να βρεις ακόμα τις ψηφίδες που ξεπετάχτηκαν από την απειρία του νεαρού ναυτικού και τη μάνητα της Μεσογείου…
Μάλλον ήταν στα 1298 όταν ένα από τα πειρατικά του φοβερού και τρομερού Ρογήρου Λούρια, αμιράλη του βασιλιά της Αραγονίας Ιάκωβου, τσακίστηκε στα βράχια της Μονεμβασιάς. Βέβαια, ούτε το καράβι ήταν ακριβώς πειρατικό (γιατί ο πειρατικός στόλος του Λούρια δούλευε για λογαριασμό του βασιλιά της Αραγονίας) ούτε ο Λούρια ήταν ακριβώς βασιλικός αξιωματούχος, γιατί τόσο ο ίδιος όσο και οι άντρες του λεηλατούσαν και κούρσευαν κατά ένα μέρος για το βασιλιά και κατά ένα άλλο (μάλλον το μεγαλύτερο) για λογαριασμό τους. Οι διαβόητοι λοιπόν Καταλανοί πειρατές, αυτοί που θριάμβευσαν επί των Ανδευαγών της Νάπολης και του πανίσχυρου γαλλικού στόλου, ηττήθηκαν κατά κράτος στα νερά της Μονεμβασιάς, της μοναδικής Βυζαντινής καστροπολιτείας.
Οι Μονεμβασίτες περιέθαλψαν με κάθε δυνατή φροντίδα τους ναυαγούς πειρατές, παρά το ότι οι άνδρες του Λούρια είχαν εισβάλει με δόλιο τρόπο, είχαν λεηλατήσει την Κάτω Πόλη της Μονεμβασιάς και είχαν απαγάγει το μητροπολίτη, μόλις έξι χρόνια πριν. Ή ίσως πάλι τους περιέθαλψαν επειδή ακριβώς ήταν ακόμα νωπές οι αναμνήσεις της λεηλασίας και ο στόλος του Λιούρα προκαλούσε τρόμο σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου…
Όποιο και αν ήταν το κίνητρο των Μονεμβασιτών, η ιστορία λέει ότι τήρησαν μέχρι κεραίας τους κανόνες της φιλοξενίας και της ναυτοσύνης. Οι πειρατές μεταφέρθηκαν στο Λαζαρέτο, το «νοσοκομείο» της καστροπολιτείας, όπου τους παρασχέθηκε κάθε δυνατή φροντίδα. Κι επειδή την εποχή εκείνη, ευτυχώς για τους αρρώστους, η ιατρική επιστήμη δεν επέτασσε ακόμα λαπάδες και φιδέδες για να επιταχυνθεί η ανάρρωση, οι Καταλανοί είχαν την ευκαιρία να γευτούν το τοπικό κρασί της Μονεμβασιάς, τη Μαλβάζια. Άλλωστε, η λαϊκή μούσα είχε ήδη υμνήσει τις θεραπευτικές ιδιότητες του λευκού κρασιού της Μονεμβασιάς: «Φέρτε κρασί της Μαλβασιάς κρασί της Μονοβάσιας όπου πίνουνε οι άρρωστοι και βλέπουν την υγειά τους».
Οινική ανάρρωση
Οι μπαρουτοκαπνισμένοι πειρατές ενθουσιάστηκαν με τη Μαλβάζια σε τέτοιο βαθμό, που λέγεται ότι… μακάρισαν την τύχη που είχαν να τσακιστούν στα βράχια της Μονεμβασιάς και να χάσουν το καράβι τους. Ήπιαν, ήπιαν και ξαναήπιαν όσo περισσότερο κρασί μπορούσαν και όταν πια ήταν να φύγουν και να σαλπάρουν με το καράβι που τους παραχώρησαν οι Βυζαντινές Αρχές της Μονεμβασιάς (οι οποίες δεν θα ήθελαν να ανοίξουν και μέτωπο με το Λιούρα όσο συνεχιζόταν ο αγώνας τους για την οριστική εκδίωξη των Φράγκων από την Πελοπόννησο), γέμισαν τα αμπάρια με τη γλυκιά Μαλβάζια. Κι έκαναν το ταξίδι του γυρισμού άνετα, γιατί ήξεραν καλά ότι το μονεμβασιώτικο κρασί θα ήταν το όχημα που θα τους οδηγούσε στη βασιλική συγχώρεση για το λάθος του ναυαγίου.
Τελικά οι πειρατές δεν συγχωρέθηκαν απλά. Ο βασιλιάς τούς έδωσε εντολή να γυρίσουν επειγόντως στη Μονεμβασιά και αυτή τη φορά όχι μόνο να γεμίσουν τα αμπάρια με κρασί, αλλά να φέρουν μαζί τους αμπέλια αυτής της τοπικής ποικιλίας που μπορούσε να μαγέψει πειρατές και βασιλιάδες. Οι πειρατές έσπευσαν βέβαια να εκτελέσουν την εντολή του βασιλιά και να επιτελέσουν άψογα την όχι και τόσο δυσάρεστη αποστολή τους. Σάλπαραν γρήγορα για τη Μονεμβασιά και γύρισαν στην πατρίδα τους φέρνοντας μαζί τους το μεθυστικό φυτό. Στη συνέχεια, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Ξεκινώντας από την Καταλονία, η Μαλβάζια κατέκτησε όλον τον τότε γνωστό κόσμο, σε σημείο που ακόμα και ο Σαίξπηρ πλέκει το εγκώμιό της στον «Ριχάρδο τον Γ’». Εφτακόσια χρόνια μετά, το 1998, όταν η Μονεμβασιά αδελφοποιήθηκε με το Σίντσες, μια πόλη μισή ώρα από τη Βαρκελώνη, η ελληνική αντιπροσωπεία δοκίμασε το κρασί που φτιάχνεται αδιαλείπτως εδώ κι εφτακόσια χρόνια στην περιοχή, στα ίδια χώματα, από εκείνα τα ίδια αμπέλια που μεταφέρθηκαν τότε από τη Μονεμβασιά.
Ενετική φορολογία και ελληνική φοροδιαφυγή
Βέβαια, η Ιστορία της Μαλβάζιας ξεκινάει πιο πριν από την ιστορία του ναυαγίου των Καταλανών πειρατών. Ήδη από τα 1235 στα φορολογικά αρχεία της θαλασσοκράτειρας Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας υπάρχει αναφορά στην εισαγωγή και την αντίστοιχη φορολόγηση ποσοτήτων κρασιού από τη Μονεμβασιά, τη Μαλβάζια όπως την έλεγαν Ενετοί και Φράγκοι. Η Μαλβάζια ήταν ήδη πασίγνωστη σε όλο το βυζαντινό χώρο.
Ο ουσιαστικός όμως εμπορικός έλεγχος της Ελλάδας από τη Βενετία, ύστερα από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από Φράγκους σταυροφόρους και Ενετούς το 1204, έδωσε τεράστια ώθηση στη διάδοσή της στην Ιταλική χερσόνησο και ακόμα παραπέρα, σε όλο το δυτικό κόσμο. Η Μαλβάζια έγινε περιζήτητη στις Αυλές και τα αρχοντικά της Ευρώπης, υμνήθηκε στη λογοτεχνία, κι έγινε πηγή αμύθητου πλούτου για όσους ενεπλάκησαν στο κύκλωμα της διακίνησής της. Μάλιστα, για να αυξήσουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη τους, παραγωγοί και έμποροι φρόντιζαν το κρασί να εξάγεται πρώτα στην Κρήτη, που έχαιρε ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος από τη Γαληνοτάτη. Από εκεί επανεξαγόταν στη Βενετία, χωρίς φορολογική επιβάρυνση – διαδικασία που, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει τις αρχέγονες ελληνικές ρίζες της φοροδιαφυγής…
Η καλλιέργεια της Μαλβάζιας επρόκειτο να επεκταθεί σε Ιταλία, Κροατία, Σλοβενία και Κορσική, αλλά με την κατάληψη της Μονεμβασιάς από τους Τούρκους στα 1540, το διάσημο σε όλο τον κόσμο κρασί σταμάτησε να παράγεται στη γενέτειρά του.
Ξαναβρίσκοντας το νήμα
Το νήμα χάνεται για παραπάνω από τέσσερις αιώνες – χρόνος πολύς, τόσος ώστε εύλογα θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει του 20ού αιώνα τα πράγματα αλλάζουν. Αυτή τη φορά δεν είναι κάποιο ατύχημα που φέρνει την αλλαγή, αλλά η συνειδητή προσπάθεια για συντονισμό με τις τάσεις των καιρών. Είμαστε πια στην εποχή όπου το πλέον μοντέρνο στις διατροφικές συνήθειες είναι η αναζήτηση της σύνδεσης με το απώτατο παρελθόν.
Η ελληνική οινοποιία αναπτύσσεται ραγδαία, όχι μόνο σε κύκλο εργασιών, αλλά σε ποιότητα –πράγμα που μακροπρόθεσμα είναι το πλέον σημαντικό. Αρκετοί Έλληνες οινοποιοί αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να σταθούν στο διεθνή ανταγωνισμό με «αρπαχτές». Αρχίζουν να καταλαβαίνουν επίσης ότι η μεταφορά ξένων ποικιλιών (κυρίως γαλλικών) δεν ανοίγει ιδιαίτερες προοπτικές, αφού οι μικροί ελληνικοί κλήροι συνεπάγονται αυτομάτως μεγαλύτερα κόστη από όσους παράγουν ανάλογο προϊόν στο εξωτερικό.
Το μέλλον της ελληνικής οινοποιίας μοιάζει να εναπόκειται στο αρχαίο παρελθόν της, δηλαδή στο αν θα ξαναλανσαριστούν στη διεθνοποιημένη αγορά οι παραδοσιακές ελληνικές ποικιλίες. Το ελληνικό Αγιωργήτικο μπορεί να προσελκύσει το διεθνές ενδιαφέρον πιο εύκολα απ’ ό,τι το ελληνικό Cabernet.
Μαλβάζια και πάλι
Η Μονεμβασιά, λοιπόν, ευθυγραμμίζεται με το πνεύμα της εποχής. Νέοι παραγωγοί επιχειρούν να δημιουργήσουν ποιοτικά κρασιά, στηριζόμενοι στις παραδοσιακές ποικιλίες της περιοχής. Συγκριτικοί έλεγχοι DNA γίνονται στις ποικιλίες Malvasia που καλλιεργούνται κατά κύριο λόγο στην Ιταλία (των οποίων οι πρόγονοι είναι τα αμπέλια που είχαν μεταφέρει οι Ενετοί) και αναδεικνύουν τη συγγένειά τους με τις τοπικές ποικιλίες Θράψα, Κυδωνίτσα και Μονεμβασιά. Πάνω σε αυτές τις μονεμβασιώτικες ποικιλίες (μαζί με το Αγιωργήτικο και το Μαυρούδι, που απαντώνται σε όλο τον ελληνικό χώρο), θα στηριχτεί η νέα οινοποιία της Μονεμβασιάς. Το χαμένο νήμα της Μαλβάζιας ξαναβρίσκεται στις αρχές του 21ου αιώνα από οινοποιούς όπως ο Γιώργος Τσιμπίδης της Οινοποιητικής Μονεμβασιάς (http://www.malvasiawines.gr), ο Γιώργος Βατίστας των ομώνυμων Αμπελώνων και ο Ηρακλής Τριχείλης της ομώνυμης Οινοποιητικής. Το πείραμα φαίνεται να πετυχαίνει, αφού το μονεμβασιώτικο κρασί εξάγεται πια στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τις σκανδιναβικές χώρες, την Ελβετία, τη Μεγάλη Βρετανία.
O Βύρων της Μαλβάζιας
Όπως είπαμε στην αρχή, καμιά φορά τα πιο ωραία πράγματα προκύπτουν από ένα αναπάντεχο τίποτα, από το ότι είναι Μεγάλη Παρασκευή κι έχει πολύ κόσμο στη Μονεμβασιά με αποτέλεσμα οι ταβέρνες να είναι γεμάτες και να μην έχεις να κάτσεις, οπότε λες δεν πάμε καμιά βόλτα προς τα κάτω; Και τότε γίνεται το θαύμα, γιατί η βυζαντινή καστροπολιτεία τη νύχτα, με τις γαλαρίες και τα στενά πετρόκτιστα σοκάκια υπό το ημίφως των δημοτικών φαναριών, ασκεί ακαταμάχητη γοητεία. Όχι, δεν είναι ένα ιστορικό φολκλόρ τύπου Ντίσνεϊλαντ, αλλά μια «άψογα ωραία» αισθητική εμπειρία.
Και το θαύμα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, όταν ξαφνικά σε μια αυλίτσα ακούγονται μελωδίες προκλασικής μουσικής και πετάγεται από το πουθενά ένα μεσαιωνικό καπηλειό, φέρνοντας στο νου εκείνες τις γωνιές της Βενετίας όπου ο Κόρτο Μαλτέζε συναντούσε το σταματημένο χώρο. Η «Γευσιγνωσία Βύρων» δεν είναι ούτε εστιατόριο ούτε μπαρ, και δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τα μαγαζιά διασκέδασης που συνήθως συναντάμε στους ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς. Είναι ένα μέρος για να δοκιμάσεις τα κρασιά της Μονεμβασιάς, συνοδευόμενα από τα μικροσκοπικά, πλην εξαίσια, μεζεδάκια του Βύρωνα και της Βίβιαν, δύο ανθρώπων που έρχονται από αλλού, αλλά εδώ και σαράντα χρόνια επέλεξαν για τόπο τους την καστροπολιτεία.
Στου Βύρωνα, λοιπόν, μπορεί να σου συμβούν όσα συνήθως δεν συμβαίνουν, εκείνη τη στιγμή που ο εξαιρετικός Μονεμβάσιος του Τσιμπίδη σε έχει ζαλίσει, οπότε ανακαλύπτεις ότι μια σταλιά κύμινο σε ένα τόσο δα ψωμάκι με ανθότυρο μπορεί να γίνει κάτι σπουδαίο. Αν είσαι μάλιστα τυχερός, μπορεί να ακούσεις και ωραίες ιστορίες από τότε που, σχεδόν μισό αιώνα πριν, είχαν μείνει 4-5 οικογένειες στη Μονεμβασιά, ένας μετανάστης ξαναγύρισε στον τόπο του για να τον ξαναζωντανέψει κι ένας Άγγλος αξιωματικός άρχιζε να σκέφτεται ότι κάπου έπρεπε να ριζώσει κι αυτός. Εκεί στου Βύρωνα, καθισμένος κάτω απ’ τη συκιά, δίπλα στο παλιό κρασοβάρελο, ανάμεσα στους πέτρινους πύργους και με ένα ποτήρι απ’ το εκλεκτό κρασί στο χέρι, καταλαβαίνεις γιατί ο βασιλιάς έδωσε αμέσως εντολή στους πειρατές να αφήσουν τις άλλες αποστολές και να πάνε να του φέρουν τη Μαλβάζια. Αρκεί βέβαια να κλείσεις το κινητό σου…
Info
«Γευσιγνωσία Βύρωνα», Καστροπολιτεία, Μονεμβασία (ακολουθήστε τα ταμπελάκια από την κεντρική πλατεία του Ελκόμενου Χριστού)