Βαθμοί, επιδόσεις, αριστεία, φροντιστήρια, εξαντλημένοι γονείς, δεκάχρονα με κατάθλιψη – κι όλα αυτά με φόντο τη μαζική παραίσθηση του «καλού μαθητή». Στην Ελλάδα με τις στρατιές των πτυχιούχων ανέργων, μεγαλώνουμε ακόμα δυστυχισμένα «πετυχημένα» παιδιά…
Βαθμοί, επιδόσεις, αριστεία, φροντιστήρια, εξαντλημένοι γονείς, δεκάχρονα με κατάθλιψη – κι όλα αυτά με φόντο τη μαζική παραίσθηση του «καλού μαθητή». Στην Ελλάδα με τις στρατιές των πτυχιούχων ανέργων, μεγαλώνουμε ακόμα δυστυχισμένα «πετυχημένα» παιδιά…
To πρώτο «χτύπημα» το δέχτηκα την πρώτη μέρα, στον αυλόγυρο του σχολείου, στα πηγαδάκια του event του αγιασμού. Ξαφνικά, η Μ. με πήρε παράμερα, και με ρώτησε εμπιστευτικά, με κλιμακούμενο άγχος αν ήξερα κάποιον – ναι, καθηγητή, ναι, φιλόλογο κατά προτίμηση – μιας και φέτος, «έλεγα να ξεκινήσουμε ιδιαίτερα στην έκθεση, ο Στράτος είναι πολύ αδύνατος στην έκφραση και καταλαβαίνεις…» Ας πούμε ότι καταλάβαινα. Το δεύτερο, ήρθε όταν η Σ. (μητέρα ενός αγοριού, συνομήλικου με το γιο μου και επί χρόνια «συνένοχη» στα βαρετά, γηπεδικά εξωσχολικά απογεύματα, τις Τετάρτες) μου είπε ότι φέτος δεν θα στείλει τον Γιώργο ποδόσφαιρο, διότι «η τάξη είναι δύσκολη, έχουμε πολλά δευτερεύοντα, τρέχει το παιδί και με τα αγγλικά. Άσε που φέτος παίρνουμε και βαθμούς και οι βαθμοί μετράνε για τη σημαία,καταλαβαίνεις…» Καταλαβαίνω;Δεν ξέρω. Η χαριστική βολή ήρθε από το αγόρι μου προχθές το απόγευμα, στον απολογισμό της ημέρας, όπου η πρώτη είδηση ήταν πως η φίλη του η Λένα πέρασε το μισό διάλειμμα κλαίγοντας γοερά,επειδή«εντάξει,πήρε 9 σε μια άσκηση στα Μαθηματικά και φοβότανε να το πει στη μαμά της, την πρήζει λίγο με τα μαθήματα μωρέ, ξέρεις…». Σημείωση: ο Στράτος, ο Γιώργος και η Λένα είναι δέκα χρονών. Πάνε δημοτικό. Στην πέμπτη τάξη. Και όχι, δεν ξέρω. Ούτε καταλαβαίνω πια.
Παλιότερα δεν ήταν έτσι ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. Παλιότερα, δηλαδή όταν εγώ πήγαινα Πέμπτη δημοτικού, το μεγαλύτερο άγχος της μάνας μου ήταν η σχολική ποδιά (κυρίως διότι μισούσα τόσο το συγκεκριμένο outfit, που κάθε βδομάδα έσκιζα και από μια, με αποτέλεσμα να ζούμε διαρκώς στο σπίτι μικρά, στυλιστικά δράματα), άντε το πολύ πολύ και το να ’ναι καλός ο δάσκαλος. Όπως και να έχει, δεν θυμάμαι κανέναν από τους γονείς μου να εφορμά κάτωχρος στα σχολικά βιβλία, να τα ξεφυλλίζει και να αποφαίνεται βαρύθυμα πως «η πέμπτη είναι δύσκολη τάξη, θα έχουμε διάβασμα φέτος, κομμένες οι βόλτες και το παιχνίδι και τηλεόραση θα βλέπεις μόνο τα Σαββατοκύριακα». Παλιότερα βέβαια, το δημοτικό, κατά κανόνα το έβγαζες μόνος σου – δεν είχες τη μάνα σου να σου κάνει coaching την ορθογραφία στη στάση για το σχολικό, να τσεκάρει αν κατάλαβες σί-γου-ρα την πρόσθεση κλασμάτων και να σου περνάει τρίτο χέρι επανάληψη τη δυναστεία των Ισαύρων. Ή και να την είχες, θα ήταν η εξαίρεση. Τώρα, το «πάμε σχολείο» θεωρείται περίπου οικογενειακή υπόθεση και επίσης θες δεν θες, όλα τα παραπάνω θεωρούνται προαπαιτούμενα, στο πνεύμα της «καλής συνεργασίας γονέα –δασκάλου». Ο οποίος (κακοπληρωμένος, υποβαθμισμένος και εν γένει εξοντωμένος, να το παραδεχτώ) δάσκαλος, συνήθως εννοεί πως αυτή η συ-νεργασία ευδοκιμεί όταν είσαι διατεθειμένος να κάνεις μέρος της δικής του δουλειάς στο σπίτι. Οπότε, εν ολίγοις το πράγμα έχει ως εξής: ή μαθαίνεις τα πάντα για τις αύξουσες τάξεις στις ακολουθίες των αριθμών, τις λίμνες της Μακεδονίας και την ρωμαϊκή κατοχή στην Ελλάδα ή το παιδί σου χάνει επεισόδια, μένει πίσω, «καθυστερεί» όλη την τάξη και εσύ κατρακυλάς στην γονεϊκή και κοινωνική ανυποληψία. Καμιά απορία κανείς;
Κι όλα αυτά βεβαίως γιατί «παίρνουμε βαθ-μούς» (σ.σ. έχετε προσέξει πως η ανατριχιαστική χρήση του πρώτου πληθυντικού, όταν μιλάμε για τα παιδιά μας δεν σταματάει πια στον παιδικό σταθμό ή στο νήπιο;), πράγμα που μας φέρνει κατευθείαν στην «ψύχωση του καλού μαθητή». Όπου «καλός μαθητής», είναι – πάντα κατά την κοινή αντίληψη – το παιδί που είναι έξυπνο, ικανό, μελετηρό και συνεπές, το παιδί που δε δημιουργεί προβλήματα στο σχολείο, γράφει άριστα και περνάει χωρίς δυσκολία τις εξετάσεις του, που κατανοεί χωρίς δυσκολία γραμματικές, μαθηματικά και φυσικοχημείες και είναι πάντα λειτουργικό και αποδοτικό σε ό,τι αφορά τις μαθητικές του υποχρεώσεις. Που δεν παίζει, δεν τεμπελιάζει, δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα ή ανησυχίες, δε χασομεράει με φίλους, δεν περνάει κρίσεις, αγωνίες, χωρισμούς στο σπίτι, μεγάλωμα, εφηβεία. Είναι «ο πρώτος» ή ο «από τους πρώτους».
(Διάλειμμα, ανοίγει παρένθεση: θυμάμαι ακόμα με φρίκη, πως, στη Β’ Λυκείου όταν η μητέρα μου με είχε τσακώσει να καπνίζω ένα τσιγάρο στη ζούλα, κατέφτασε την επόμενη το πρωί στο σχολείο, για να μιλήσει με τους καθηγητές μου και να βεβαιωθεί πως οι καλές μου επιδόσεις στα μαθήματα δεν είχαν επηρεαστεί από τους φρικαλέους «πειραματισμούς της ηλικίας» – δυστυχώς, αυτό έγινε περίπου την ίδια περίοδο που είχε μάθει πως έβγαινα με ένα αγόρι, και μάλλον στα δικά της μάτια η κατάσταση ισοδυναμούσε με ανεπανόρθωτη «ηθική κατρακύλα», οπότε έκρινε πως το επόμενο στάδιο θα ήταν το «ανύπαντρη έγκυος έφηβη, πρεζόνι και ντίλερ, ζητιανεύει στα φανάρια». ΟΚ, το ξέρω ότι σήμερα ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά τότε δεν είχα γελάσει καθόλου. Κλείνει η παρένθεση…).
Λοιπόν, αυτός ο μαθητής δεν υπάρχει – είναι μια μαζική παραίσθηση. Δεν υπάρχει και πιθανόν δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά σαν τον ακρωτηριασμένο, που εξακολουθεί να νιώθει ένα μέλος του ακόμα κι αφού αυτό έχει κοπεί, κυνηγάμε στα τυφλά μια εικόνα της «επιτυχίας» που στο βάθος ξέρουμε πως είναι λειψή, κολοβωμένη. Γιατί εμείς, οι ενήλικες γονείς, οι χρόνια ασκημένοι στην «κουλτούρα της τελειότητας», μεγαλώνουμε ακόμα παιδιά-τρόπαια, άλογα που ιδρώνουν σε κούρσες προσωπικών φιλοδοξιών. Και γι’ αυτό τα πιέζουμε, τα απειλούμε, τα φοβερίζουμε, τους στερούμε το παιχνίδι, την ευκαιρία να καλλιεργήσουν χόμπι, να ασκήσουν ταλέντα, να μεγαλώσουν με χαρά και ισορροπία. Κι όλα αυτά γιατί στο μέλλον θα μπουν λέει σε μια σχολή απ’ όπου θα βγουν πετυχημένοι – σε τι ακριβώς, μου διαφεύγει, παρακαλώ θυμίστε μου αν μπορείτε…