«Μην τρως ψωμί γιατί παχαίνει», «κόψε το ψωμί αν θες να αδυνατίσεις», «άσε το ψωμί, είναι κενές θερμίδες». Παραινέσεις όπως αυτές όλοι έχουμε ακούσει, αλλά το γεγονός ότι πολλοί τις πιστεύουν, δεν σημαίνει πως αυτομάτως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
«Μην τρως ψωμί γιατί παχαίνει», «κόψε το ψωμί αν θες να αδυνατίσεις», «άσε το ψωμί, είναι κενές θερμίδες». Παραινέσεις όπως αυτές όλοι έχουμε ακούσει, αλλά το γεγονός ότι πολλοί τις πιστεύουν, δεν σημαίνει πως αυτομάτως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Οπως εξηγεί ο κλινικός διαιτολόγος – διατροφολόγος Δημήτρης Π. Μπερτζελέτος, μέλος των Ομάδων Ειδικών Δημοσίας Υγείας και Αθλητικής Διατροφής του Πανελλήνιου Συλλόγου Διαιτολόγων – Διατροφολόγων, το ψωμί είναι και πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφής μας, διότι είναι εξαιρετικά θρεπτικό, ένα από τα πιο ασφαλή τρόφιμα και μια από τις καλύτερες αμυλώδεις τροφές.
Ολα αυτά όμως ισχύουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις, διότι ούτε όλα τα είδη άρτου είναι κατάλληλα για όλους ούτε πρέπει να γίνεται αλόγιστη κατανάλωση.
«Υπάρχουν ορισμένες ομάδες ασθενών οι οποίες πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικές με την κατανάλωση ψωμιού» λέει. «Στην κατηγορία αυτή ανήκουν λ.χ. οι πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη που πρέπει να τρώνε κυρίως μαύρο ψωμί και σε λογικές ποσότητες, οι πάσχοντες από κοιλιοκάκη που πρέπει να τρώνε μόνο ψωμί χωρίς γλουτένη και όσοι πρέπει να περιορίσουν το αλάτι (εξαιτίας υπέρτασης, νεφροπάθειας κ.λπ.) οι οποίοι πρέπει να τρώνε ψωμί με μειωμένο αλάτι ή και εντελώς ανάλατο, διότι το ψωμί κατά κανόνα περιέχει πολύ».
Οντως, μελέτες του καθηγητή Αντώνη Καφάτου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης είχαν δείξει προ ετών ότι το 40% της ποσότητας του αλατιού που καταναλώνουμε καθημερινά προέρχεται από το ψωμί του εμπορίου. Ωστόσο «πολύ πρόσφατα συντάχθηκε πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) και της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος για τη μείωση του αλατιού στο ψωμί, με στόχο η περιεκτικότητά του να μην ξεπερνάει το 1,2%» διευκρινίζει ο Μπερτζελέτος.
Πόσο ψωμί όμως μπορούμε να τρώμε; «Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το σωματικό βάρος, η ηλικία (οι διατροφικές ανάγκες των μικρών παιδιών και των ηλικιωμένων είναι αυξημένες), τυχόν προβλήματα υγείας και φυσικά αν κάποιος κάνει δίαιτα» απαντά.
«Το σίγουρο είναι ότι ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο βασίζεται κατά 50% – 60% στην πρόσληψη υδατανθράκων, στους οποίους ανήκουν το ψωμί, τα ζυμαρικά, το ρύζι, οι πατάτες και τα φρούτα. Επομένως, ο μέσος ενήλικος που τρώει καθημερινά υδατάνθρακες από πολλές πηγές, άνετα μπορεί να καταναλώνει και δύο φέτες ψωμί (κατά προτίμηση μαύρο) την ημέρα, ενώ όσοι έχουν αυξημένες διατροφικές ανάγκες και οι αθλητές μπορούν να τρώνε και 4 ή 5».
Οσον αφορά τη δίαιτα για αδυνάτισμα, το ψωμί κατά κανόνα παρέχει λιγότερες από 70 θερμίδες ανά φέτα, επομένως είναι κατάλληλο ακόμα και για όποιον ακολουθεί αυστηρή δίαιτα.
Η πεποίθηση πολλών ανθρώπων ότι αντί για ψωμί είναι προτιμότερο να τρώει παξιμάδια όποιος θέλει να αδυνατίσει είναι λανθασμένη διότι, τουλάχιστον από θερμιδικής απόψεως, τα παξιμάδια προσδίδουν περίπου 3,5 θερμίδες ανά γραμμάριο, ενώ το ψωμί 2 θερμίδες. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μία κριθαροκουλούρα που ζυγίζει 70 γρ. μπορεί να παρέχει 245 θερμίδες, ενώ η ίδια ποσότητα σε ψωμί 140.
Και θρεπτική αξία
Ενας άλλος μεγάλος μύθος είναι ότι το ψωμί δεν έχει θρεπτική αξία. Παρότι με την επεξεργασία χάνονται πολλά θρεπτικά συστατικά των σιτηρών, στη συνέχεια προστίθενται τα κυριότερα, δηλαδή το ασβέστιο, ο σίδηρος και οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β θειαμίνη (Β1) και νιασίνη (Β3).
Το μαύρο ψωμί είναι πιο θρεπτικό κυρίως διότι έχει τριπλάσιες φυτικές ίνες από το άσπρο (ανά φέτα καλύπτει το 10% των ημερήσιων αναγκών μας σε ίνες), χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη και καλύτερο δείκτη κορεσμού της πείνας (γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για τα άτομα με διαβήτη). Περιέχει επίσης περισσότερες βιταμίνες του συμπλέγματος Β και σίδηρο. Προσέξτε μόνο να μην περιέχει περισσότερη ζάχαρη και αλάτι από το λευκό για να νοστιμίσει.
Ιδιαίτερη προσοχή, τέλος, απαιτείται για τα είδη του ψωμιού με πρόσθετα συστατικά όπως ελιές, τυρί κ.λπ., γιατί σε αυτή την περίπτωση το θερμιδικό φορτίο τους αυξάνεται.