Πριν αποκλείσεις το ενδεχόμενο πατέρας της ελληνικής σοκολάτας να είναι ένας …τυπογράφος, ρώτησε πρώτα πώς τον λένε. Και σταμάτα να θεωρείς την ΙΟΝ Αμυγδάλου και την Υγείας ΠΑΥΛΙΔΗ συνομήλικες. Θα σου άρεσε στα 68 σου να σε μπερδεύουν με κάποιον που κλείνει τα 155;
Πριν αποκλείσεις το ενδεχόμενο πατέρας της ελληνικής σοκολάτας να είναι ένας …τυπογράφος, ρώτησε πρώτα πώς τον λένε. Και σταμάτα να θεωρείς την ΙΟΝ Αμυγδάλου και την Υγείας ΠΑΥΛΙΔΗ συνομήλικες. Θα σου άρεσε στα 68 σου να σε μπερδεύουν με κάποιον που κλείνει τα 155;
1841. Από ψηλά η Ελλάδα μοιάζει τόσο μικρή. Κι από χαμηλά όμως μικρή μοιάζει. Τα σύνορά της μετά βίας φθάνουν στην Άρτα και το Βόλο. Να και η Αθήνα. Γωνία Αιόλου και Βύσσης υπάρχει ένα μικρό «Γλυκισματοποιείον». Είναι του Σπυρίδωνα Παυλίδη και το έχει ανοίξει δίπλα στο τυπογραφείο του. Πέρα-δώθε οι κυρίες με τα πλατιά καπέλα και οι κύριοι με τα ματογυάλια, πάρε-δώσε μπακλαβάδες και λουκούμια και κουφέτα, όλα κανονικά, όλα ήρεμα, τίποτα δε προμηνύει ότι σε λίγα χρόνια εδώ θα γεννηθεί η πρώτη ελληνική σοκολάτα και η καφέ «αμαρτία» θα κατακτήσει για πρώτη φορά τη μικρή πόλη στα μισά του 19ου αιώνα. Μόνο το ανήσυχο μάτι του νεαρού τυπογράφου φαινόταν ανίκανο να συναινέσει σε αυτή την κανονικότητα. Ο 25χρονος Παυλίδης δεν ήταν και τόσο πρόθυμος να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι θα εξαντλήσει τη ζωή του μεταξύ μελάνης και λουκουμιών. Αποφασίζει να φύγει για την Ευρώπη, για το καλό το δικό του, αλλά και το δικό μας, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων. Μέσα στους δεκάδες προορισμούς του θα βάλει το Παρίσι, τη Βιέννη, το Λονδίνο και τη Νεάπολη, πόλεις που για να τις γνωρίσει όπως ακριβώς επιθυμεί, θα του πάρει μία δεκαετία. Δεκαετία στην οποία οι ορίζοντές του θα ανοίξουν με τρόπο που μόνο τα ταξίδια μπορούν να ανοίγουν ορίζοντες στον άνθρωπο.
1850 (εκεί γύρω). Όταν ο Σπυρίδων Παυλίδης θα γυρίσει πίσω στην Αιόλου, θα είναι μεγαλύτερος μεν, σοφότερος δε. Και όπως κάθε ταξιδιώτης, θα έχει φέρει κι αυτός τα «σουβενίρ» του. Μόνο που τα δικά του αναμνηστικά δε θα είναι καρτ ποστάλ για τα παιδιά ούτε κραγιόν για τις κυρίες, αλλά ένας χειροκίνητος μύλος και κάποια πολύ ιδιαίτερα εργαλεία. Θα είναι, δηλαδή, ό,τι ακριβώς χρειάζεται για να φτιάξει εκείνο το θεσπέσιο γλύκισμα που δοκίμασε, τότε, στη Νεάπολη και του έμεινε αξέχαστο. Και που το έλεγαν «τσοκολάτα». Ή κάπως έτσι.
1859. Το πώς κατάφερε ο δαιμόνιος τυπογράφος/σοκολατοποιός να βρει και να εισαγάγει κακάο σε μια εποχή που η Ελλάδα αγνοούσε και τη λέξη, πόσο μάλλον το προϊόν, είναι ένα θέμα που παραμένει ανοιχτό. Το σίγουρο πάντως και καταγεγραμμένο ιστορικά είναι ότι, παρά τα πρωτόγονα μέσα, το 1859 θα κάνει την πρώτη της εμφάνιση η μια από τις δυο επίσημες αγαπημένες του έθνους: η Σοκολάτα Υγείας Παυλίδη. Για τους φίλους, η Μπλε. Αρχικά ως ρόφημα και μια τετραετία αργότερα, το 1863, με τη μορφή που τη γευόμαστε ακόμη και σήμερα. Ένας παθιασμένος έρωτας 155 χρόνων συνδέει τους Έλληνες με την εν λόγω συσκευασία (τη διακριτική χρυσή τρέσα και τα μικρά μαύρα «οικόσημα» με τα ονόματα μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων) και το κολασμένο της περιεχόμενο.
1927. Συνέβη το μοιραίο: στην ελληνική αγορά προστίθεται ένα νέο εταιρικό καταστατικό με την επωνυμία Σοκολατοποιία ΙΟΝ. Χρωστάει το όνομά της στο «ίον το εύοσμον», δηλαδή στους μενεξέδες, που άνθιζαν εκείνη την εποχή στο Φάληρο, όπου ακόμη και σήμερα στεγάζεται η ιστορική φίρμα. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1947, θα πρωτολανσαριστεί η ΙΟΝ Αμυγδάλου. Για τους φίλους, η Ροζ. Το έθνος πέφτει θύμα της φρέσκιας πρόκλησης και αρχίζει τις απιστίες. Η συσκευασία της οπτικοποιεί κατά τρόπο χαρισματικό το συνδυασμό της απόλυτης αθωότητας με την απόλυτη απόλαυση που ενσαρκώνει αυτή η σοκολάτα γάλακτος με το «όσο ακριβώς χρειάζεται» αμύγδαλό της. Πολύ ροζ, λίγο καφέ και ένα αθάνατο κλαδί παντοτινά ανθισμένης αμυγδαλιάς, που υπόσχεται άνοιξη, λιακάδα, καλύτερες εποχές στο διηνεκές. Πώς να μη λυγίσεις;
Μέχρι σήμερα. Το «χάσμα των γενεών» μπορούσε πλέον να εκφραστεί ελεύθερα και στη σοκολάτα. Κατά κανόνα οι μεγάλοι ήταν με την Μπλε, οι μικροί με τη Ροζ. Δεκαετίες τώρα τα παιδιά, που αρέσκονταν να ξεχωρίζουν παππούδες και θείους σε «καλούς» και σε «κακούς», βρήκαν άλλο ένα κριτήριο κατάταξης των συγγενών στη σωστή ομάδα: ανάλογα με τη σοκολάτα που συνήθιζαν να δίνουν δώρο σε κάθε επίσκεψη. «Δεν τον θέλω τον θείο Τάκη, φέρνει συνέχεια Υγείας», γκρινιάζει ο μικρός και τον αγριοκοιτάζει η μαμά: «Ντροπή, Κωστάκη, να σκέφτεσαι έτσι, όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις ότι ο θείος το κάνει για το καλό σου». Βλέπετε μπορεί στο κομμάτι της παιδικότητας η ΙΟΝ να θριάμβευε, στο κομμάτι της υγείας όμως η Υγείας είχε -όπως και να το κάνουμε- συγκριτικό πλεονέκτημα. Αφού το έλεγε και τ’ όνομά της! Έπαιζε βέβαια ρόλο και η γεύση της: αυτή η bitter διάστασή της οδηγούσε νομοτελειακά στο συμπέρασμα ότι περιέχει λιγότερη ζάχαρη και άρα κάνει …περισσότερο καλό.
Κάπως έτσι πέρναγε ο καιρός, ο κάθε Κωστάκης ερχόταν μια μέρα που αποφάσιζε να γίνει Κώστας, έκοβε τη Γάλακτος κι άρχιζε την Υγείας. Όμως δεκάδες νέοι Κωστάκηδες έρχονταν στο προσκήνιο, με αποτέλεσμα ποτέ καμιά ομάδα να μη μείνει χωρίς «παίκτες», και όλοι μας να έχουμε παίξει μπάλα τελικά και στα δύο γήπεδα. Όσα χρόνια κι αν κύλησαν, ό,τι σοκολάτες κι αν κυκλοφόρησαν -και δεν είναι και λίγες- ακόμη και από τις ίδιες τις ιστορικές εταιρείες, καμιά τους δεν συνδέει με τέτοια γλύκα τόσες γενιές Ελλήνων σαν την Μπλε και τη Ροζ. Ξέρετε γιατί; Γιατί στέκουν αγέρωχες ως σπανιότατα σταθερά σημεία αναφοράς σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς και αλλάζει πολύ. Κόντρα σε κάθε νόμο της φύσης, της κοινωνίας, της αγοράς και των προσωπικών εμπειριών του καθενός μας, αυτό το γαλάζιο χαρτάκι με τη χρυσή τρέσα και εκείνο το κλαδάκι αμυγδαλιάς που δε μαραίνεται ποτέ έχουν ένα μοναδικό τρόπο να απαντούν καταφατικά σε μια ερώτηση που μόνο παιδί τολμάει να κάνει: «Υπάρχει για πάντα»;
ΠΗΓΗ: εφημερίδα ICookGreek, T. 09 | Εικόνες παλιών διαφημίσεων: διαδίκτυο | Φωτογραφίες: Χριστίνα Τσαμουρά | Βιβλίο-φόντο: «Τα περίπτερα της Αθήνας 1943-1965», Θανάσης Κ. Κάππος, Εκδόσεις Αλήθεια