«Ελληνίδα μάνα είναι αυτή που ενώ δεν έχεις φάει ούτε μία φορά στη ζωή σου αγκινάρες, όλο έκπληξη δηλώνει: ‘‘μα εγώ ήξερα ότι σ’ αρέσουν οι αγκινάρες’’»… (Ανωνύμου, του Twitter)
«Ελληνίδα μάνα είναι αυτή που ενώ δεν έχεις φάει ούτε μία φορά στη ζωή σου αγκινάρες, όλο έκπληξη δηλώνει: ‘‘μα εγώ ήξερα ότι σ’ αρέσουν οι αγκινάρες’’»… (Ανωνύμου, του Twitter)
Πριν γίνει μια γραφική, ανεκδιήγητη φιγούρα (η «μάνα του Τζάμπα») στις πρόσφατες διαφημίσεις μεγάλης αλυσίδας ηλεκτρικών ειδών, ήταν μύθος, θρύλος, σελίδα στο facebook και ηρωίδα σε δεκάδες αυτοσχέδια ανεκδοτάκια 140 χαρακτήρων που κολυμπούν στο σκοτεινό, «βαθύ twitter» (π.χ. «–Μάνα θα πάω στα καράβια …– Ζακέτα να πάρεις»). Το fraseis_ths_manas αναδείχτηκε, εν μια νυκτί, σε ένα από τα πιο δημοφιλή hashtags στα social media. Εκατοντάδες χρήστες το «βομβάρδισαν» σε ένα απόγευμα με τις καλύτερες ατάκες- αποστάγματα από το Μεγάλο Βιβλίο της Μαμαδίστικης Σοφίας. Λόγια χιλιοειπωμένα, που αν τα συνοψίσεις, περιγράφουν έναν γνωστό, αν και μη καταγεγραμμένο ανθρωπότυπο: την Ελληνίδα μάνα.
Ποια είναι;
Η τυπική, μεσογειακή big mamma: Πανταχού παρούσα, αγαπητική, υπερπροστατευτική, τρομοκρατημένη, μια υπερσυναισθηματική «βασίλισσα του δράματος», πονηρή και καταφερτζού. Επεμβατική, ξερόλας, αντιφατική, αγκιστρωμένη στις συμβάσεις της και σε μια παλιά κοινωνική ηθική του «μέσου όρου». Μανιακή με την καλή υγεία, το φαΐ, το βάρος, την εμφάνιση, την αλέκιαστη κοινωνική επιφάνεια – και συνακόλουθα με την επιτυχία και τις «επιδόσεις» των γόνων της, για τους οποίους μοχθεί και κοπιάζει αγόγγυστα ώστε να τους λύσει όλα τους τα προβλήματα, πριν καν εμφανιστούν. Στ’ αλήθεια, η Ελληνίδα μάνα είναι μόνο μία. Κανείς δεν θα άντεχε δεύτερη.
Όσο για τον τρόπο που μεγάλωσε –και, εν πολλοίς, μεγαλώνει ακόμα– τα παιδιά της, υπάρχει ένας όρος και γι’ αυτό. Στην Αμερική το λένε over-parenting, δηλαδή κάτι σαν «υπερ-γονεϊκότητα» (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα) και είναι μια κομψή λέξη για μια κοινή παράνοια: γονείς που βάζουν στις κούνιες να παιανίζει Μότσαρτ στη διαπασών, αγοράζουν ρούχα κι αξεσουάρ με ακριβό design για βρέφη, ταΐζουν τα πιτσιρίκια τους με σόγια και μακροβιοτικές τροφές (μόνο!), τα σέρνουν σε μουσεία και καλλιτεχνικά εργαστήρια ώστε να περάσουν «ποιοτικό και δημιουργικό χρόνο», πληρώνουν για μαθήματα γερμανικών ή κινέζικων στο νηπιαγωγείο – ποτέ δεν είναι αρκετά νωρίς για να προετοιμάσεις έναν αυριανό «παίκτη» της αγοράς ομολόγων. Στην Ελλάδα, όπως και στην Αμερική, τα παιδιά είναι στο κέντρο της οικογένειας, στο κέντρο της ζωής των γονιών τους – πολύτιμοι, εξαιρετικοί καρποί μιας ώριμης επιλογής. Οι γονείς υποχρεούνται να τα θρέφουν, να τα προστατεύουν, να τα ενισχύουν, να καλλιεργούν το πνεύμα τους, να το διε- γείρουν με νέα ερεθίσματα. Και φυσικά, είναι υπεύθυνοι για τη διασκέδασή τους. Από την πλευρά τους, όμως, οι ψυχολόγοι είναι κατηγορηματικοί: ένα παιδί πρέπει να ανακαλύπτει το περιβάλλον του μόνο του. Όταν παίρνει αποφάσεις, δοκιμάζεται, ρισκάρει, χάνει, αντιμετωπίζει την απόρριψη και την απογοήτευση, το νευρικό του σύστημα αναπτύσσεται, δημιουργεί νέες συνδέσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, ατροφεί. Το παιδί μεγαλώνει για να γίνει ένας δειλός, φοβισμένος, καταθλιπτικός και μονόχνωτος έφηβος, ανίκανος να πάρει μισή απόφαση για τον εαυτό του. Φορτωμένος με πολλή και, συνήθως, άχρηστη γνώση, ο έφηβος δυσκολεύεται να επινοήσει, να ελιχθεί, να βρει λύσεις στα προβλήματά του – ό,τι δηλαδή θα του ήταν πραγματικά χρήσιμο σε μια οποιαδήποτε «κανονική», ενήλικη δουλειά. Κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, συγγραφείς κ.λπ. που ασχολούνται με το οver-parenting φωνάζουν πως έτσι, γεμίζουμε έναν κόσμο με «παιδιά της μαμάς»: γκρινιάρικα, άβουλα, εγωιστικά και κακομαθημένα, ανίκανα να μοιραστούν ευθύνες ή να πληρώσουν για τα λάθη τους. (σ.σ. Αν αυτό είναι αλήθεια, σίγουρα εξηγεί πολλά για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής…).
Ποια είναι η λύση; Αυτό που οι ίδιοι ειδικοί αποκαλούν «simplicity parenting». Εμπιστοσύνη στο παιδί, ηρεμία, «λογικό» ρίσκο. Κυρίως, αποδοχή της ιδέας πως η αποτυχία μπορεί να είναι διδακτική. Αν θέλουμε τα παιδιά μας να πάνε ψηλά, εμείς οι γονείς θα πρέπει να «ελαφρύνουμε» – συχνά, το μόνο που τα κρατάει στη γη είναι τα σχοινιά της νευρικότητας, του άγχους, των προσδοκιών μας. Ίσως θα ήταν καλύτερο να πάρει κανείς στα σοβαρά το «χρυσό κανόνα» που διατύπωσε, πίσω στα 1918, ο Άγγλος ποιητής, νομπελίστας και θεατρικός συγγραφέας D.H. Lawrence : «Πώς να ξεκινήσει κανείς να εκπαιδεύσει ένα παιδί; Πρώτος κανόνας: άσ’ το ήσυχο. Δεύτερος κανόνας: άσ’ το ήσυχο. Τρίτος κανόνας: άσ’το ήσυχο. Αυτό είναι η αρχή».
Αλλά βέβαια, για τον Lawrence ήταν εύκολο να το λέει – στο κάτω κάτω δεν είχε δικά του παιδιά. Άσε που δεν είχε γνωρίσει τη μάνα μου…
ΤΑ 25 ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤWEETS ΣΤΟ ΤOPIC «ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΔΑΣ ΜΑΝΑΣ»
✱ «Όταν γίνεις μάνα, θα καταλάβεις…»
✱ «Μπα, νωρίς νωρίς απόψε! Τον βρήκες το δρόμο για το σπίτι;»
✱ -Γιατί έγραψες κάτω από τη βάση; Δεν βλέπεις τον Πέτρο που έγραψε 20; -Ναι, αλλά ο Μάκης έγραψε και αυτός κάτω από τη βάση. -Δεν με νοιάζει τι κάνουν τα άλλα παιδιά…
✱ «Μην τρως άλλο, έχεις παχύνει». Μετά από δέκα λεπτά: «Έλα, παιδάκι μου, να βάλεις κάτι στο στόμα σου, όλη μέρα νηστικός θα πέσεις κάτω…»
✱ «Δεν έχει γιατί. Γιατί έτσι».
✱ «Αν πέσεις και χτυπήσεις, θα τις φας, να το ξέρεις…»
✱ «Άλλαξε βρακί, βρε παιδάκι μου! Αν χτυπήσεις και σε πάνε σε κάνα νοσοκομείο, τι θα πουν οι γιατροί, άμα σε δουν με το βρώμικο βρακί;»
✱ «Κι επειδή θα πάει η φίλη σου, τι έγινε ; Δηλαδή άμα η φίλη σου πάει να πνιγεί, θα πας κι εσύ;»
✱ «Στο σπίτι θα τα πούμε…»
✱ «Άμα έρθω εκεί και το βρω, αλίμονό σου…»
✱ «Πάααααλι βγαίνεις; Θα αργήσεις; Τι ώρα θα γυρίσεις; Ξενοδοχείο το ’χεις κάνει το σπίτι…»
✱ «Εγώ στην ηλικία σου είχα τρία παιδιά…»
✱ «Να δω πότε θα φιλοτιμηθείς να μαζέψεις το δωμάτιό σου; Άμα λείψω εγώ καμιά ώρα, σκουλήκια θα πιάσετε εδώ μέσα…»
✱ «Πες ‘‘ευχαριστώ’’»!
✱ «Τα τάπερ τα έφερες;»
✱ «Θα βγω για λίγο έξω, κοίτα μη βάλεις καμιά φωτιά…»
✱ «Κάτσε να έρθει ο πατέρας σου, όλα θα του τα πω…»
✱ «Τόσα ρούχα έχεις – αυτά βρήκες να φορέσεις; Καλά, κάνε ό,τι θες, δεν ξαναμιλάω…»
✱ «Κι όταν φτάσεις, να με πάρεις τηλέφωνο…»
✱ «Δεν είσαι καλά, που θα βγεις έξω με κοντομάνικο, με αυτόν τον καιρό…»
✱ «Ήθελα να ’ξερα τι κάνεις τόσες ώρες, κλίκι κλίκι μπροστά σε μια οθόνη, πήγαινε παιδάκι μου για ύπνο, δεν θα ξυπνάς αύριο…»
✱ «Πήρε πάλι νωρίτερα αυτή η… πώς τη λένε και σε έψαχνε…»
✱ – Πεινάς; – Όχι. – Να σου κάνω ένα τοστ; – Σου είπα δεν πεινάω. – Να σου φτιάξω ένα αβγό; – Άσε με ήσυχο, ρε μάνα! – Καλά, δεν φταίει κανείς, εγώ φταίω που σας δίνω σημασία…
✱ «Είναι τρόπος αυτός ; Έτσι σε μεγάλωσα εγώ;»
✱ – Κρυώνεις ; -Όχι. -Κάνει κρύο και δεν το καταλαβαίνεις. Βάλε τη ζακέτα σου, κρέμεται στην καρέκλα. – Σου είπα, ρε μάνα, δεν κρυώνω!- Εντάξει, παιδάκι μου, μη θυμώνεις, μια κουβέντα είπα. Να πάω να σ’ τη φέρω εγώ;