DOCTOR FOOD | O πρόεδρος του Τμήματος Επιστήμης Τροφίμων & Διατροφής του Ανθρώπου και καθηγητής Ενόργανης Χημικής Ανάλυσης Φυσικών Προϊόντων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πέτρος Ταραντίλης, μιλάει για τα ελληνικά βότανα.
Πλούσια σε αρωματικά και θεραπευτικά βότανα είναι η ελληνική ύπαιθρος. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτών στην ελληνική επικράτεια, έχουν παίξει, μεταξύ άλλων, οι συνθήκες που επικρατούν στη Ελλάδα τόσο κλιματικά όσο και εδαφολογικά.
Όπως είπε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος του Τμήματος Επιστήμης Τροφίμων & Διατροφής του Ανθρώπου και καθηγητής Ενόργανης Χημικής Ανάλυσης Φυσικών Προϊόντων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πέτρος Ταραντίλης:
«Τα ελληνικά βότανα, τις περισσότερες φορές, περιέχουν περισσότερα βιοδραστικά συστατικά και αυτό οφείλεται στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της Ελλάδας που είναι κατάλληλες για την καλλιέργεια των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών».
Μάλιστα, ο καθηγητής κάνει λόγο για ένα «ξεχασμένο θησαυρό για την υγεία και για την οικονομία» υπογραμμίζοντας παράλληλα πως «αν οι υπάρχοντες συνεταιρισμοί και μεμονωμένοι μικροί παραγωγοί λειτουργήσουν συλλογικά και αν όλοι προχωρήσουν στην παραγωγή πιστοποιημένων, ποιοτικά τυποποιημένων και συσκευασμένων προϊόντων, με σωστό μάρκετινγκ, οι εξαγωγές θα αυξηθούν με οικονομικό όφελος τόσο για τους παραγωγούς όσο και την ελληνική οικονομία».
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ «στον τομέα της μεταποίησης, τυποποίησης και συσκευασίας, σε σχέση με άλλες μεσογειακές χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία είμαστε πίσω» όμως «με την είσοδο, στον κλάδο, νέων παραγωγών με επιστημονική γνώμη και κατάρτιση, η κατάσταση βελτιώνεται».
Μέχρι στιγμής τα καταγεγραμμένα είδη της ελληνικής χλωρίδας ανέρχονται, κατά προσέγγιση, γύρω στα 5.500 είδη, ενώ εάν προστεθούν και τα υποείδη, αγγίζουν τα 6.200. Από αυτά τα φυτά περίπου τα 950 είναι είδη ενδημικά της χώρας, αν όμως συμπεριλάβουμε και τα υποείδη φθάνουμε περίπου τα 1.150 ενδημικά.
Οι θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων ανακαλύφθηκαν από τα αρχαία χρόνια, με τους Σουμέριους και τους Ασσύριους να είναι οι πρώτοι λαοί που είχαν γνώσεις σχετικά με τα φαρμακευτικά και αρωματικά βότανα. Ο «πατέρας της Ιατρικής», Ιπποκράτης, ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει διάφορες παθήσεις ασθενών με τη χρήση αυτών των βοτάνων. Γνωστοί στην Παραδοσιακή Ελληνική Ιατρική είναι και οι Βικογιατροί. Αυτοί κατοικούσαν γύρω από τη χαράδρα του Βίκου στην Ήπειρο και χρησιμοποιούσαν τα βότανα της ευρύτερης περιοχής για θεραπευτικούς σκοπούς.
Η αλματώδης ανάπτυξη που γνώρισε η αναλυτική και οργανική χημεία τον 19ο αιώνα, βοήθησε την κατανόηση και την ανάπτυξη της φαρμακευτικής δράσης, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την παρασκευή και σύνθεση νέων φαρμάκων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 25% των φαρμάκων που κυκλοφορούν στην αγορά είναι φυτικής προέλευσης και όπως λέει ο κ. Ταραντίλης «από τα 520 νέα φάρμακα που εγκρίθηκαν παγκοσμίως στο διάστημα 1983-1994, το 40% προέρχονταν από φυσικά προϊόντα».
Τι σημαίνει αρωματικά φυτά και τι βότανα; «Γενικά δεν υπάρχουν σαφή όρια ή κριτήρια για την ταξινόμηση στη μια κατηγορία ή την άλλη» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ταραντίλης. Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποιες «χαρακτηριστικές» κατηγορίες, όπως τα φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά, τα βότανα και τα καρυκεύματα. Φαρμακευτικά είναι τα φυτά που περιέχουν ένα ή περισσότερα δραστικά συστατικά, τα οποία έχουν την ικανότητα να προλάβουν, να ανακουφίσουν ή να θεραπεύσουν ασθένειες.
Μια μεγάλη ομάδα ειδών του φυτικού βασιλείου είναι τα αρωματικά φυτά. Αυτά έχουν κοινό χαρακτηριστικό την περιεκτικότητα σε διάφορα μέρη τους (φύλλα, άνθη κλπ) αιθέριων ελαίων, των ουσιών δηλαδή που όταν ελευθερωθούν αφήνουν οσμή. «Πολλά από αυτά μπορεί να έχουν και φαρμακευτικές ιδιότητες» αναφέρει ο κ. Ταραντίλης. Τα βότανα είναι ένας γενικότερος όρος και αναφέρεται σε φυτά που έχουν ευεργετική δράση στον άνθρωπο και χρησιμοποιούνται κυρίως με τη μορφή αφεψημάτων τους. Τέλος υπάρχει και ο όρος αρτύματα ή καρυκεύματα (spices) και αναφέρεται σε αρωματικά φυτά που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική είτε φρεσκοκομμένα, είτε ξηρά ή αλεσμένα.
Τι πρέπει να προσέχουμε όταν μαζεύουμε βότανα από το βουνό. Ιδιαίτερα προσεκτικοί πρέπει να είναι όσοι αναζητούν και συλλέγουν άγρια βότανα στα ελληνικά βουνά. Μπορεί να είναι «μια ευχάριστη απασχόληση αλλά και εμπορική δραστηριότητα», όπως λέει ο κ. Ταραντίλης, αλλά εάν γίνει «απερίσκεπτα, μπορεί να προκαλέσει την εξαφάνισή τους.
Δεν πρέπει να ξεριζώσουμε ποτέ μα ποτέ ένα βότανο, αλλά να το κόβουμε αρκετά ψηλότερα από τη βάση του, για να μπορέσει να «ξαναπετάξει», γιατί σε λίγα χρόνια μπορεί, με θλίψη, να συνειδητοποιήσουμε ότι τα βουνά μας δεν έχουν πια ούτε ρίγανη, ούτε τσάι του βουνού.
Σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα φυτά όπως η ρίγανη, το θυμάρι, το δενδρολίβανο, το χαμομήλι, το φασκόμηλο, το τσάι του βουνού, η λεβάντα, το μελισσόχορτο, ο δυόσμος, η μέντα, ο γλυκάνισος, η μαντζουράνα, το θρούμπι, ο δίκταμος, ο βασιλικός και άλλα.
Όπως προσθέτει ο κ. Ταραντίλης, μερικά από τα φαρμακευτικά φυτά που «συναντάμε πιο συχνά, παλαιότερα μόνο ως αυτοφυή αλλά σήμερα και ως καλλιεργούμενα, είναι ο κρόκος (Saffron), που αποτελεί το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν με ποσοστό 51% επί του συνόλου της αξίας των εξαγώγιμων προϊόντων, καθώς και ο σχίνος Χίου ή μαστιχόδενδρο που δίνει τη γνωστή μαστίχα της Χίου».
Βιομηχανία καλλιέργειας Βοτάνων. Αύξηση παρουσιάζουν οι εκτάσεις που καλλιεργούνται φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά τα τελευταία χρόνια. Όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ «πολλοί μικροί παραγωγοί έχουν οργανωθεί σε ενώσεις και συνεταιρισμούς όπως, η Ένωση Αρωματικών και Φαρμακευτικών Φυτών Ελλάδας (ΕΑΦΦΕ), ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Καλλιεργητών Αρωματικών Φαρμακευτικών και Ενεργειακών Φυτών Αιτωλοακαρνανίας (ΑΣΚΑΦΕΦΑ και ΑΝΘΗΡ)» και συνεχίζει «υπάρχουν και οι γνωστοί από τα παλιά, ο Αναγκαστικός Συνεταιρισμός Κροκοπαραγωγών Κοζάνης που ιδρύθηκε το 1971 και η Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου – ο Συνεταιρισμός των Παραγωγών Μαστίχας, που μπορούμε να πούμε ότι είναι μετεξέλιξη της εμπορικής, μετοχικής εταιρείας ΜΑΟΝΑ, που ιδρύθηκε το 1347 στη Χίο».