Τότε που η Αθήνα των λαϊκών συνοικιών έτρωγε τουλούμπες απ’ το φούρνο, το μεσοαστικό κέντρο υποκλινόταν στη σαρλότ του Delice και οι πελάτες των καφε-ζαχαροπλαστείων παράγγελναν «γκαρσόν, μια σεράνο»…
Τότε που η Αθήνα των λαϊκών συνοικιών έτρωγε τουλούμπες απ’ το φούρνο, το μεσοαστικό κέντρο υποκλινόταν στη σαρλότ του Delice και οι πελάτες των καφε-ζαχαροπλαστείων παράγγελναν «γκαρσόν, μια σεράνο», που κατέφτανε σε τσίγκινο τετράγωνο πιατάκι…
Στον κάτω όροφο κερνάγαμε Τζοκόντα. Ήταν το σπίτι μας. Η μαμά θεωρούσε ότι τα καλύτερα σοκολατάκια τα έχει το Αριστοκρατικόν -αλλά «ποιος κατεβαίνει κέντρο»- κι ότι η Τζοκόντα ήταν η αξιοπρεπέστερη επιλογή απ’ τα «φθηνά». Σε μας δεν άρεσαν και πολύ οι τζοκόντες παρά την αξιοπρέπειά τους –μαζεύαμε όμως τα χρυσά χαρτάκια με τη Μόνα Λίζα και τα δίναμε στον Σταύρο, που τα έκανε μπαλάκι και έπαιζε ποδόσφαιρο με τα δάχτυλα. Στον πάνω όροφο κερνάγαμε μια πράσινη ΙΟΝ με φουντούκι στη μέση, τη Noisetta. Ήταν το σπίτι της γιαγιάς και φημιζόταν κυρίως για το βύσσινο γλυκό στο γυάλινο πιατάκι, τα σεμεδάκια και την υπέροχη σπιτική βυσσινάδα.
Οι νουαζέτες ήταν οι αγαπημένες όλων των παιδιών της γειτονιάς, αν και προσωπικά μου την έσπαγε το φουντούκι, γι’ αυτό έτρωγα συνήθως μόνο το γύρω γύρω, μια άκρως παιδική, γλυκιά και τρυφερή γάλακτος. «Το καλύτερο πετάς», σχολίαζε η μαμά της μαμάς μου, μαζεύοντας φουντούκια απ’ τα ξύλινα πατώματα και τα μωσαϊκά. Συχνά η γιαγιά αγόραζε χύμα και κάτι άλλες μαύρες σοκολάτες που ήταν σα μαργαρίτες. Αυτές δεν άρεσαν σε κανέναν μας. Δεν ξέρω γιατί τις έπαιρνε. Ίσως γιατί ήταν οι μόνες που έμεναν απείραχτες στο πορσελάνινο κουτί τους και είχε κάτι να κεράσει το «μουσαφίρη» που χτύπαγε αιφνιδιαστικά το κουδούνι.
Οχ! εργολάβοι… Στον κάτω όροφο επικρατούσε άλλη γλυκιά τάξη πραγμάτων, που οριζόταν από τη μανούλα και ως προς την εφαρμογή της υποστηριζόταν από τον μπαμπά. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, το σπίτι μας ήταν από τα λίγα, φαντάζομαι, που δε γνώρισε ποτέ εργολάβους. Αν δεν υπήρχε το σχολείο και κάποιες συμμαθήτριες που τους φέρνανε συστηματικά ως κέρασμα σε γενέθλια και σε γιορτές, μπορεί ακόμη και σήμερα να θεωρούσα ότι τα γλυκίσματα αυτά με το αμύγδαλο και τη μαρέγκα είναι κάτι τύποι που χτίζουν πολυκατοικίες με αντιπαροχή. Παρότι της μόδας, δεν τους συνηθίζαμε. Ούτε και τα σου αλά κρεμ που αφθονούσαν. Εκείνη η κρυσταλλωμένη διαφανής κρούστα ζαχαρωμένης αγευσιάς, που έκανε κρίτσι κρίτσι στα δόντια σαν το πόδι του Αλκίνοου, δεν γοήτευε κανέναν. Και τα κοκάκια, που είχαν για επικάλυμμα μια σχεδόν πλαστική φλούδα, η οποία θεωρητικά ήταν σοκολάτα, πρακτικά της έμοιαζε μόνο στο χρώμα, δεν τα πολυτρώγαμε. Τα γλυκά αυτά συνήθως ήταν αγορασμένα από κάτι συνοικιακά μαγαζιά που λέγονταν «Αρτοποιία-Ζαχαροπλαστική Αφοί Τρέχα-Γύρευε» ή κάπως έτσι. Προσωπικά δεν είχα θέμα με τους Αφούς Τρέχα-Γύρευε -και με κανέναν Αφό του κέντρου ή των συνοικιών- όμως με τους εργολάβους αυτούς καθαυτούς από μικρό παιδί δεν τα πήγαινα καθόλου καλά. Ήταν πλασμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση ενός λαχταριστού μπισκότου, αλλά όταν τους δάγκωνες σε περίμενε διπλή απογοήτευση: αφενός δεν ήταν λαχταριστοί, αφετέρου δεν ήταν καν μπισκότο! Τι προδοσία! Μερικοί απ’ αυτούς είχαν και το θράσος να μυρίζουν …πικραμύγδαλο. Αίσχος! Θυμάμαι ακόμη την ψυχική ευφορία που ένιωσα βλέποντας την εορτάζουσα Βιβή να καταφτάνει στην Ε’ τάξη με το κουτί-έκπληξη, καθώς και την πίκρα που ακολούθησε μόλις το πακέτο άνοιξε στην έδρα: «Οχ, εργολάβοι!». Επειδή δεν είναι σωστό να πετάμε το κέρασμα -ειδικά παρουσία εκείνου που μας κέρασε- το εν λόγω σκεύασμα τυλίχτηκε τότε ενοχικά ενοχικά με τη χαρτοπετσέτα του σάντουιτς και μπήκε στη σχολική τσάντα «για μετά». Στη συνέχεια αναπαύτηκε κάμποσες μέρες στον πάτο της περί ης ο λόγος τσάντας, η οποία ενώ μέχρι τότε μύριζε ένα χαρμάνι ξυσμένου μολυβιού, ανοιγμένης UHU και πολυκαιρισμένου μήλου, έκτοτε εμπλουτίστηκε και με εσάνς ξεχασμένου εργολάβου.
Τα γλυκά του φούρνου… Όταν είχαμε επισκέψεις στο σπίτι αρχικά σήμαινε ότι ανοίγαμε το καλό σαλόνι, (σ.σ. δεν ήταν ηθικό το θέμα, αλλά για κάποιο λόγο το σύνολο των υλικών μας αγαθών εκείνης της εποχής υπήρχε εις διπλούν: στην καλή του και στην κακή του εκδοχή. Έτσι -εκτός από ένα καλό και ένα κακό σαλόνι- είχαμε ακόμη μια καλή και μια κακή πόρτα εισόδου, ένα καλό και ένα κακό σερβίτσιο, ένα καλό κι ένα κακό αυτοκίνητο κ.λπ. Στις επισκέψεις ανοίγαμε το καλό σαλόνι για να μπουν από την καλή πόρτα και να κεραστούν με το καλό σερβίτσιο οι καλεσμένοι, όσους δεν γνωρίζαμε καλά τους κοιτάγαμε στα χέρια για να δούμε αν θα τους κατατάξουμε -και αυτούς- στους καλούς ή τους κακούς. Επισκέπτης φέρων βιβλία ή γλυκά από το φούρνο που ήταν δυο στενά πιο πάνω απ’ το σπίτι –τουτέστιν γαλακτομπούρεκο, κανταΐφι, ρεβανί ή ακόμη χειρότερα τουλούμπα– κρινόταν απογοητευτικός. Αντιθέτως όποιος έφερνε σοκολατίνα, ποντίκι ή παιχνίδια, είχε ελπίδες να τα πάμε πολύ καλά στη συνέχεια.
Θέλω μαλλί της γριάς Τα καθημερινά γλυκίσματα του φούρνου, που διέπρεπαν στη δεκαετία του ’70, στις ανατολικές συνοικίες που μεγάλωσα, όπως και αυτά του μπακάλικου ή του πανηγυριού, οι γονείς είχαν φροντίσει νωρίς νωρίς να τα βαφτίσουν «σαβούρα», για να ξεμπερδεύουν προφανώς ευκολότερα από τις συνεχείς απαιτήσεις μας. Έτσι έχασα ακόμη και τη Μερέντα μέσα απ’ τα χέρια μου και δεν άλειψα ποτέ ζαχαρούχο γάλα πάνω σε φέτα ψωμιού, όπως κάνανε όλα τα γειτονόπουλα. Με τέτοια σκληρή πολιτική επί των διατροφικών ζητημάτων, έπρεπε να δώσεις ως παιδί τη μάχη σου ακόμη και για το ονειρικό ροζ σύννεφο που αποκαλούνταν μαλλί της γριάς -στο πανηγύρι του Πέτρου και Παύλου.
– Ζάχαρη σκέτη θα φας, παιδάκι μου;
– Ναι, αλλά όλα τ’ άλλα παιδάκια τρώνε ζάχαρη σκέτη…
– Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου.
Μα τι δουλειά σου κοίταγες. Τι άλλη δουλειά μπορεί να έχει μικρό παιδί στο πανηγύρι πέρα απ’ το να ζητάει παιχνίδια και να τρώει μαλλί της γριάς;
Η ίδια συζήτηση διεξαγόταν και στο φούρνο. Βουνό οι τουλούμπες, με εκείνες τις μυστήριες αυλακιές τους, να κολυμπάνε στα μέλια και τα σιρόπια, σου έκλειναν το μάτι όσο η μαμά αγόραζε «ένα κιλό πολυτελείας». Ποτέ δεν πήραμε…
-Δεν τρώμε τουλούμπες, μόνο ζύμη και σιρόπι είναι.
Προσωπικά δεν καταλάβαινα τι κακό μπορεί να έχει ένα «μόνο ζύμη και σιρόπι» γλύκισμα, που φαινόταν τόσο δελεαστικό στο ταψάκι του… Όπως δεν καταλάβαινα τι κακό μπορεί να έχει ένα «ποντίκι» (πέρα από ανόητο όνομα), μια σεράνο, μια σοκολατίνα, μια νουγκατίνα, που με φώναζαν με το μικρό μου όνομα από τη βιτρίνα-ψυγείο του συνοικιακού φούρνου-ζαχαροπλαστείου. Τις αποφεύγαμε όμως κι αυτές τις πάστες, γιατί «ήταν λιγωτικές». Μόνο για τις αμυγδάλου -τις λεγόμενες άσπρες- συμφωνούσα με τη μαμά από μωρό: μου προκαλούσαν τέτοια επιθυμία να τις γευτώ όσο και μια στοίβα δομικά υλικά έξω από ένα γιαπί -σαν σοβαντισμένα τούβλα ήταν.
Ο Μικές και το Delice Η μαμά, απ’ την πλευρά της, που έβλεπε ότι το παιδί είναι κοιλιόδουλο και ταυτόχρονα αρνείται, το άτιμο, να μυηθεί στον κόσμο του εκλεπτυσμένου γούστου, συμπλήρωνε εξισορροπητικά «θα σου φέρω εγώ αύριο φρέσκους μπεζέδες από το Mike». Ο Μικές, στην πλατεία Μαβίλη, ήταν κλασικό meeting point για καλά, φρέσκα γλυκά τη δεκαετία του ’70. Φημιζόταν για τους αέρινους μπεζέδες του, τις μπουκίτσες με δαμάσκηνο και κακάο, και τα πολύ νόστιμα μπατόν σαλέ με τυρί. Οι μπεζέδες δε μου άρεσαν, ήταν σαν τους εργολάβους: πολλά υποσχόμενοι στην όψη, αλλά μόλις τους δάγκωνες …τζίφος. Για τα υπόλοιπα κάναμε οικογενειακώς τρελές χαρούλες όταν έφθαναν στο σπίτι. Όπως «γιορτή» σήμαινε και η άφιξη κουτιού από το Delice. Το οποίο, αν ήταν άνοιξη ή καλοκαίρι, συνήθως σήμαινε την παρουσία μιας υπέροχης, λαχταριστής κι ακαταμάχητης σαρλότ, μιας θεσπέσιας τούρτας με λευκή, ελαφριά και σαφώς άγλυκη για τα στάνταρντ της εποχής κρέμα, ολόφρεσκα τραγανά σαβαγιάρ γύρω γύρω και επάνω της μια κατακόκκινη σος/μαρμελάδα που πια αδυνατώ να θυμηθώ αν ήταν από φράουλα ή από άλλα κόκκινα φρούτα. Ήταν πάντως υπόξινη. Η τούρτα αυτή δε γνώριζε ξημέρωμα… Ουρά στο ψυγείο, τη νύχτα, μια κουταλιά ο ένας, δυο κουταλιές ο άλλος… Μέχρι το πρωί είχε μείνει στη συντήρηση μόνο το άδειο κουτί και ένα λερωμένο κουτάλι. Αν ήταν χειμώνας, εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, ένα κουτί απ’ το Delice μαρτυρούσε την άφιξη μιας απεριγράπτου γεύσεως και εκπάγλου καλλονής τούρτας κάστανου. Την πρώτη φορά που τη δοκίμασα, παραλίγο να χάσω τις αισθήσεις μου. Δεν πίστευα, το 7χρονο, ότι υπάρχουν στη ζωή τέτοιες απολαύσεις. To Delice ήταν στη Μιχαλακοπούλου, απέναντι από το Χίλτον, εκεί που είναι τώρα το Αλάτσι. Νομίζω ότι ψηλά ψηλά στο κτίριο έχει ξεμείνει ακόμη μια επιγραφή από παλιά. Ακόμη ανατριχιάζω όταν περνάω μπροστά…
Στο Βάρσο, στην Κηφισιά Απ’ τα ζαχαροπλαστεία και τις γλυκές γεύσεις των ’70s θυμάμαι πολύ έντονα και τον Βάρσο. Ήταν μια φορά κι έναν καιρό που μια καλή, ευγενική κι αξιαγάπητη φράου Χίλντε –ναι, επειδή ως παιδί μεγάλωσα με μια σειρά από φράου, προλαβαίνω την ερώτησή σου, αναγνώστη μου, και σε διαβεβαιώ ότι όχι, δεν είχαν κάνει όλες τους δεσμοφύλακες στο Άουσβιτς. Η δική μου φράου Χίλντεγκαρτ, παρά τον άχαρο ρόλο της, να πρέπει δηλαδή να με μάθει να ξεχωρίζω τη δοτική από την αιτιατική, ανέβηκε ιδιαιτέρως στην εκτίμησή μου όταν ζήτησε να με δανειστεί μια ολόκληρη Κυριακή για να με πάει βόλτα στην Κηφισιά. Η Κηφισιά ήταν όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό, στα όρια του μύθου. Για να καταλάβεις, εκεί έμεναν κάτι πλούσιοι φίλοι των ξαδερφιών μου… Είχαμε φτάσει αρκετές φορές με το FORD GT του πατέρα μου μέχρι το Μαρούσι για να πάμε στη θεία Ρένα, την αδερφή του (του πατέρα μου, όχι του …FORD) και να γευτούμε εκείνο το απίστευτο «σαλάμι ψυγείου» που έφτιαχνε με βούτυρο, κακάο, ασπρισμένα γλυκόσαρκα αμύγδαλα και μπισκότα μιράντα. Το μόνο, λοιπόν, που ήξερα για την Κηφισιά συνοψιζόταν στο «πώς πάμε για τη θεία Ρένα; Ε, αν συνεχίσεις όλο ευθεία εκείνο το μεγάλο δρόμο στο τέλος του είναι η Κηφισιά!». Εκεί, λοιπόν, «στο τέλος του μεγάλου δρόμου» με πήγε η καλή μου φράου και συγκεκριμένα σε έναν παράδεισο που μύριζε φρέσκο γάλα, μαστίχα και κανέλα: τον Βάρσο. Η μαστίχα και η κανέλα δε φάνηκε να λένε και πολλά στη Βόρεια δασκάλα και αν θυμάμαι καλά (που συνήθως ό,τι παχαίνει αρκετά, το θυμάμαι) ήταν στα μισά της δεκαετίας του ’70 όταν με παρότρυνε να πάρω «ein Eis mit Soda». «Άιν άις μιτ σόντα» αναρωτήθηκα έκπληκτο με εκείνο το σπάνιο -σχεδόν μεταφυσικό- είδος προφοράς όπου μπορούσαν να συναντηθούν ταυτόχρονα μόνο τα τότε γερμανικά μου με τα τότε ελληνικά μου. Το Ice Cream and Soda, όπως το παρήγγειλε αμέσως μετά στα εγγλέζικα η Γερμανίδα Μέρι Πόπινς, για να συνεννοηθεί με το σερβιτόρο, έφτασε σε ψηλό ποτήρι, σαν του φραπέ, από κείνα όμως που ήταν σε μεταλλική θήκη, είχαν χερούλια και συνοδεύονταν από ένα τεράστιο μακρύ κουτάλι -που σου επέτρεπε να τρως μέσα από το ποτήρι όσο παγωτό δε ρουφιόταν με το καλαμάκι- και μία σόδα. Άκου τώρα, φίλε μου, concept, που πρέπει να ήταν από τα trends της εποχής (αφού ο σερβιτόρος δεν γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια του στο άκουσμα της παραγγελίας), αν και δεν έτυχε να το ξαναδοκιμάσω ποτέ: Έπαιρνες τη σόδα και την άδειαζες -όση χώραγε- μέσα στο ποτήρι που φιλοξενούσε τις μπάλες με το παγωτό, ανακάτευες καλά με το κουτάλι σου και μετά έπινες το αφρίζον αποτέλεσμα με καλαμάκι!
Αυτά πρέπει να με εντυπωσίασαν ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’70, για να τα θυμάμαι ακόμη, καθώς και το μεγάλο αρβιλοπάπουτσο του Μούγιερ, γιατί εκτός από καινούρια λουστρίνια σήμαινε Παγκράτι κι άρα παγωτό καϊμάκι στο Δεληολάνη.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα ICookGreek Τ | 07