Όλα αλλάζουν, όλα εξελίσσονται, όλα σηκώνουν ένα «τσακ», μια τόση δα παρεμβασούλα, που θα τους δώσει καινούρια πνοή –ακόμη κι οι κουραμπιέδες. Τις μυρωδιές μόνο μην πειράξετε.
Όλα αλλάζουν, όλα εξελίσσονται, όλα σηκώνουν ένα «τσακ», μια τόση δα παρεμβασούλα, που θα τους δώσει καινούρια πνοή –ακόμη κι οι κουραμπιέδες. Εκείνο όμως που δεν πειράζουμε με τίποτα, είναι το βούτυρο γάλακτος και η βανίλια. Γιατί αν δε γεμίσει το σπίτι απ’ τη μυρωδιά τους, κανείς δε θα πιστέψει ότι τους φτιάξαμε μόνοι μας. Και -το χειρότερο- κανείς δε θα θυμάται τους κουραμπιέδες μας την επόμενη μέρα…
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, προσπαθώντας να αναστηλώσω μέσα μου τη μαγική εκείνη αίσθηση των παιδικών γιορτών, το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι οι σπιτίσιες μυρωδιές. Και κατά έναν ανορθόδοξο τρόπο -μόνο ανορθόδοξους τρόπους έχει, βλέπετε, η φαντασία να ζωντανεύει- πρώτα μου έρχεται στο νου ο Πατρίκ Ζισκίντ και μετά ο ho-ho-ho Άγιος Βασίλης. Αν έχετε διαβάσει «Το άρωμά» του, θα θυμάστε πώς η παντελής απουσία κάθε μυρωδιάς από το σώμα του ήρωα, τον καταδίκασε στην …ανυπαρξία: μη μυρίζοντας απολύτως τίποτα ο Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ, κανείς δεν πρόσεχε την παρουσία του όσο ήταν εκεί και κανείς δεν θυμόταν ότι υπήρξε μόλις έφευγε.
Προσπαθώντας λοιπόν να αναπλάσω τις πιο ζεστές, πιο οικείες, πιο μαγικές και θεσπέσιες χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις μου, καταλήγω πάντα ότι οι μυρωδιές είναι απ’ τα κυρίαρχα υλικά του χριστουγεννιάτικου ονείρου –αν και αόρατα στα καρέ του μυαλού. Οι μυρωδιές κι οι άνθρωποι. Οι γεύσεις έπονται. Και αναλογίζομαι πως τα βουνά από μελομακάρονα, οι πιατέλες με τις τραγανές δίπλες και τα ταψιά με τους καλοσιροπιασμένους μπακλαβάδες δε θα πιάνανε μία στο νταραβέρι των μνημών, αν την παρουσία τους δεν τη συνόδευε η μυρωδιά τους, αυτό το μείγμα μείγμα πορτοκαλιού και κανελογαρίφαλων… Και οι χιονάτοι κουραμπιέδες και οι αφράτες βασιλόπιτες, αν δε μοσχοβολούσαν φρέσκο βούτυρο και βανίλια, θα θύμιζαν άραγε ακόμη όμορφες στιγμές, χρόνια ανέμελα και ασφαλή ή μήπως θα μοιάζανε περισσότερο με τις ηλεκτρονικές εικόνες που ανακαλύπτουμε στα σάιτ –ωραίες πλην ανίκανες να μας γαληνέψουν; Και το ρόδινο, ζουμερό χοιρινό ή η καλοψημένη, παραγεμισμένη με κάστανα και ρύζι γαλοπούλα; Πόσο θα ασχολιόταν η θύμηση μαζί τους, αν με την είσοδό τους στον καυτό φούρνο δε μύριζαν απολύτως τίποτα και αν τα πιπέρια και τα μπαχάρια τους που σιγοψήνονταν με τους ζωμούς τους δεν έλεγαν να γεμίσουν το σπίτι με τις ακαταμάχητες μυρωδιές τους; Ούτε τα «καλά μας παπούτσια» δε θα θυμόμασταν για «καλά», αν δε μύριζαν αχρησιμοποίητο λουστρίνι μόλις ανοίγαμε το κουτί.
Γι’ αυτό θα σας το ξαναπώ: Πειράξτε ό,τι θέλετε από τα παραδοσιακά γιορτινά γλυκίσματα και εδέσματα, προκειμένου να τα φέρετε στα μέτρα τού σήμερα, μα μην αγγίζετε τις μυρωδιές τους. Τα Χριστούγεννα και οι Πρωτοχρονιές δεν είναι τίποτα αν δεν μυρίζουν τίποτα. Κι αν τα αρώματά τους εκλείπανε αιφνιδίως, οι «πιο σπουδαίες γιορτές του χρόνου» θα έρχονταν και θα έφευγαν σαν τον ήρωα του Ζισκίντ: χωρίς κανείς να τις προσέξει και χωρίς κανείς να τις θυμάται.
Κoυραμπιέδες πειραγμένοι -γεμιστοί με ξερά φρούτα
Υλικά
βούτυρο φρέσκο: 1 φλιτζάνι
γάλα: 1/4 φλιτζανιού
αλεύρι: 3 φλιτζάνια
μπέικιν πάουντερ: 1 κουταλιά της σούπας
αμύγδαλα: 1 φλιτζάνι, χοντροκοπανισμένα
άχνη: 50 γρ.
βανίλιες: 2
Για τη γέμιση
ξερά φρούτα: 3 φλιτζάνια (βερίκοκα, χουρμάδες, σύκα), ψιλοκομμένα
φουντούκια: 1 φλιτζάνι, χοντροκομμένα
ξανθή ζάχαρη: 1/2 φλιτζάνι
μέλι: 1 κουταλιά της σούπας
κανέλα: 1 κουταλάκι του γλυκού
γαρίφαλα: 1/2 κουταλάκι του γλυκού, κοπανισμένα
Για το σερβίρισμα
ζάχαρη άχνη: για το πασπάλισμα
ανθόνερο: για το ράντισμα
Εκτέλεση συνταγής
1. Ανακατεύετε το αλεύρι με το μπέικιν πάουντερ, τα αμύγδαλα, την άχνη και τη βανίλια. Προσθέτετε κατά μικρές ποσότητες λιωμένο βούτυρο και γάλα και ζυμώνετε, μέχρι η ζύμη που θα προκύψει να τρίβεται.
2. Ετοιμάζετε τη γέμιση, ανακατεύοντας όλα τα υλικά. Παίρνετε μικρές ποσότητες ζύμης στην παλάμη σας και πλάθετε το ζυμαράκι σε σχήμα δίσκου με βαθούλωμα στο κέντρο, όπου και βάζετε αρκετή γέμιση.
3. Ψήνετε τους κουραμπιέδες για 40’ στους 175 °C. Ραντίζετε με ανθόνερο και πασπαλίζετε με ζάχαρη άχνη.