Free Πιες θα πει «πιες χωρίς ενοχές». Διότι το θέμα δεν είναι αν πίνεις, αλλά πώς πίνεις και γιατί. Πάλι μπερδεύτηκες;
Τι κάνει τα αλκοολούχα να ιντριγκάρουν, να απασχολούν -και κάποιες φορές να διχάζουν- το κοινό περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πόσιμο σκεύασμα γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα;
Η μέθη φυσικά, τι άλλο; Αλλιώς ένα καλό κρασί φτιαγμένο από μια εξαιρετικής ποιότητας ποικιλία σταφυλιού πιθανά να μη μας απασχολούσε περισσότερο από ένα ζεστό ρόφημα σοκολάτας φτιαγμένο από μια εξαιρετικής ποιότητας ποικιλία κακάο. Όλοι έχουμε πιει νοστιμότερα πράγματα στη ζωή μας από μια βότκα, ένα κονιάκ ή ένα ρούμι… Όχι, η γεύση δεν είναι το δυνατό σημείο ενός ποτού που περιέχει ικανή ποσότητα αλκοόλης, γι’ αυτό και πάρα πολλοί εξ ημών σπεύδουν να τη «σπάσουν» ή να τη «βελτιώσουν» με αναψυκτικά, χυμούς, σόδες, πάγους, νερά ή ό,τι άλλο βρουν μπροστά τους στο τραπέζι. Ο λόγος που την κρίσιμη ώρα στο μπαρ ζητάμε ένα διπλό, αντί για ένα μιλκσέικ, δεν είναι καταβάθος άλλος από τη διάθεσή μας να υποστούμε τις συνέπειες του αλκοόλ. Κι αν αυτό δεν ισχύει, εμένα να μη με ξανακεράσει ποτέ κανένας.
Ας είμαστε ειλικρινείς
Το γεγονός ότι δυσκολευόμαστε να ομολογήσουμε ότι εκείνο που ως επί το πλείστον μας κάνει να παραγγείλουμε ένα ουίσκι δεν είναι «οι δρύινοι τόνοι των αναδιδόμενων καπνιστών μπουκέτων μιας μεστής και ώριμης γεύσης», αλλά η δυνατότητά του να μας τροποποιήσει από τις πρώτες κιόλας γουλιές την καθιερωμένη εικόνα για την πραγματικότητα προς χάριν μιας άλλης, προφανώς πιο ενδιαφέρουσας και σίγουρα λιγότερο συμβατικής, έχει τη βάση του σε μια μάλλον ενοχική σχέση με το όλο θέμα. Έχω κάποιες υποψίες για το πώς καλλιεργείται η ενοχή αυτή αλλά θα τις αναφέρω πιο κάτω. Διαφορετικά γιατί να είναι πια τόσο πρόβλημα το να μεθύσεις;
Μόνο η διαφήμιση τόλμησε και κατά καιρούς τολμάει να θίξει -για προφανείς εμπορικούς λόγους φυσικά- αυτή την καίρια ιδιότητα του αλκοολούχου ποτού, να ανατρέπει την καθιερωμένη οπτική της πραγματικότητας και να εισάγει το εγώ σε πρωτόγνωρους χώρους. Διότι ήταν ίσως ο μόνος τομέας που είχε λόγους να αντιληφθεί εγκαίρως ότι μάλλον κανείς δε θα αγόραζε ένα αλκοολούχο ποτό, αν αυτό έχανε ως δια μαγείας την ικανότητά του να επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ακόμη κι αν ωρίμαζε σε δρύινα βαρέλια από την εποχή που ανακαλύφτηκε το δρύινο βαρέλι. «Ουδείς με την πρώτη γουλιά ούζου ή ουίσκι είδε το Θεό μπροστά του» παρατηρεί εύστοχα ο Κωστής Παπαγιώργης σε ένα από τα κείμενα που συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του «Κέντρο δηλητηριάσεων» για να συνεχίσει λίγο πιο κάτω σχετικά με την εμπειρία του ποτού: «Δε συμβαίνει κάποιο θαύμα στον ουρανίσκο, αντίθετα ο κήπος των θαυμάτων είναι αμιγώς ψυχικός».
Αυτή τη διάσταση οι creatives των διαφημιστικών κάποιες φορές την προσέγγισαν ουσιαστικά, με χιούμορ και ευφυΐα, χαρίζοντας μας εξαιρετικά «ταινιάκια». Κάποιες άλλες πάλι κατέφυγαν σε πασιφανείς υπερβολές, ισχυριζόμενοι ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι πίνοντας μπορείς να αλλάξεις τη ζωή σου (συνήθως στα εξής δύο σημεία: να κυκλοφορείς με τρίμετρες ξανθιές και να εξασφαλίσεις κοινωνικό στάτους). Αρκεί να διαλέξεις τη σωστή μάρκα ποτού. Το παράλογο είναι προφανές. Ποτέ κανείς πίνοντας δεν άλλαξε ούτε κάλτσες με επιτυχία. Πόσο μάλλον τη ζωή του.
Παλιές, κακές συνήθειες
Ο άνθρωπος πίνει χρόνια. Πίνει για να γλεντήσει, πίνει για να ξεφύγει, πίνει για να μιλήσει, πίνει για να τιμήσει, πίνει για να ξεχάσει, πίνει για να θυμηθεί, πίνει για να πενθήσει, πίνει για να δοξάσει τον ίδιο του το θεό. Κι όποιος πίνει, αργά ή γρήγορα μεθάει. Πώς να το κάνουμε;
Είναι μάλλον αργά να αλλάξουμε, γι’ αυτό ας συμφιλιωθούμε με ό,τι είμαστε. Το ποτό το γνωρίσαμε και το αγαπήσαμε από τότε που γεννηθήκαμε. Όχι ο καθ’ένας ξεχωριστά, αλλά όλοι μαζί ως ανθρωπότητα. Πολύ πριν δηλαδή κάνουν την εμφάνισή τους η φτώχεια, η ανεργία, τα διαζύγια, ο καπιταλισμός, ο γονιδιακός παράγοντας ή δεν ξέρω κι εγώ ποιο άλλο «κοινωνιολογίζον», «ψυχολογίζον» ή βιολογικό αίτιο, υποκριτικό ή ειλικρινές, ανόητο ή ορθό, ουσιαστικό ή ηθικοπλαστικό αποπειράται να ερμηνεύσει τη έμφυτη συμπάθεια του ανθρώπου στο οινόπνευμα.
Κι όταν λέω ότι ο άνθρωπος πίνει από παλιά, εννοώ από πάρα πολύ παλιά. Απλώς σας λυπάμαι και δε θέλω να σας αναγκάσω να διαβάζετε για τη Βίβλο, το Νώε, τους Σουμέριους, τους Αιγυπτίους, και όλους εκείνους τους τύπους της προϊστορίας και της αρχαιότητας, που, όπως φαίνεται από τα ιστορικά στοιχεία, ήξεραν πολύ καλά τι πάει να πει χανγκόβερ παρά τα ανύπαρκτα αγγλικά τους. Θα μείνω όμως λίγο στην Αρχαία Ελλάδα, γιατί μόνο εμείς ως λαός νιώσαμε την ανάγκη να λατρέψουμε ό,τι πιο μέθυσο, αλήτικο, πανηδονιστικό και «φεύγα» προέκυψε ποτέ σε θεό διεθνώς: τον Διόνυσο!
Δεν είναι να το υποτιμάς, πως ένα τεράστιο κεφάλαιο της πολιτιστικής σου παρακαταθήκης έχει πατήσει πάνω στις αρχές της έκστασης και της μέθης. Και πως η αρχαία τραγωδία -λόγου χάρη- για την οποία τόσο πολύ παινεύεσαι, και ορθώς πράττεις, έχει τις ρίζες της σε τόσο σκοτεινές καταστάσεις του νου και της ύπαρξης. Γιατί βέβαια το «μέτρον άριστον» δεν προέκυψε τυχαία. Σε κάτι ερχόταν να απαντήσει και καταλαβαίνετε βέβαια σε τι. Με τέτοιο γονίδιο, η σχέση μας με το ποτό είναι μάλλον αδιαπραγμάτευτη. Πόσο μάλλον στους ανήκοντες σε ένα έντυπο που σέβεται και τιμά τις παραδόσεις.
Εμπρός, σου λέει, απολογήσου… Η αλήθεια είναι ότι όσο συνυφασμένο κι αν αποδεικνύεται το ποτό με την ανθρωπότητα, άλλο τόσο η κοινωνία φρόντισε με τον τρόπο της να το κατατάξει στα νόμιμα ταμπού. Είναι ντροπή να σε έχει «πιάσει» το αλκοόλ και είναι πρόβλημα να χαίρεσαι την επιρροή του. Κανείς φυσικά δεν κάνει τον κόπο να εξηγήσει, γιατί είναι περισσότερο πρόβλημα από το να επιβάλλεις στον εαυτό σου την ίδια μονοσήμαντη αίσθηση για τα πραγμάτα από το πρωί που θα ξυπνήσεις μέχρι το βράδυ που θα κοιμηθείς εφόρου ζωής…Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Όλοι ανεξαιρέτως, πάντως, από όσους συνηθίζουν να πίνουν νομοτελειακά θα έρθει η στιγμή που θα πρέπει να απολογηθούν σε ένα σηκωμένο φρύδι και ένα καχύποπτο, διερευνητικό βλέμμα, το οποίο θα ρωτά άλλοτε αγενώς και άλλοτε συγκαλυμμένα: «Πόσα ήπιες;». Σε όσο πιο πολλά τέτοια σηκωμένα φρύδια και καχύποπτα βλέμματα έχει κληθεί να απαντήσει κανείς στη ζωή του τόσο περισσότερες ενοχές έχει συσσωρεύσει μέσα του για κάθε γουλιά αλκοολούχου που βάζει στο στόμα του, ακόμη κι αν είναι ο πιο «κύριος» στις αντιδράσεις του πότης, που γνώρισε ποτέ η μπάρα. Αναρωτιέστε τι τον «μαρτύρησε» και πού χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις αυτός ο ευτυχής μεν, πλην ατυχής στην προκειμένη περίπτωση, πιωμένος;
Τις περισσότερες φορές θα πρέπει να απαντήσει στα εξής αμείλικτα ερωτήματα:
α. γιατί είναι πιο χαρούμενος «από το κανονικό»
β. γιατί είναι πιο εκδηλωτικός «από το κανονικό»
γ. γιατί γυρίσε πιο αργά «από το κανονικό»
δ. γιατί χορεύει ή τραγουδάει, πράγματα που δεν συμβαδίζουν με «το κανονικό του».
Όλα, όπως βλέπετε, αρχίζουν και τελειώνουν στην προσβολή της αγίας ρουτίνας και στο σπάσιμο της κανονικότητας. Και για κάποιον περίεργο λόγο μια κανονικότητα που επιτάσσει να μην πολυχαίρεσαι, να μην πολυεκδηλώνεσαι, να να μην πολυχορεύεις, να μην πολυτραγουδάς και να μην πολυαργείς να κλειδωθείς στο σπίτι σου, θεωρείται ό,τι σοφότερο γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος ως στάση ζωής, οφείλει να το διαφυλάξει με νύχια και με δόντια και, ντροπή του, του πιωμένου, που τόλμησε να δει τη μέρα του αλλιώς!
Τα του Καίσαρος…
Δεν είναι μόνο έτσι τα πράγματα, θα ψελλίσει το παιδί που μαζεύει την αλκοολική του μητέρα από το πάτωμα, η γυναίκα που κάθε βράδυ έρχεται αντιμέτωπη με έναν μεθυσμένο -και συχνά βίαιο- σύζυγο, ο πατέρας που βλέπει τον εικοσάχρονο γιο του να πίνει ανελέητα και μετά να καβαλάει μια χιλιάρα μηχανή. Το ξέρω ότι δεν είναι. Ποτέ τα πράγματα δεν είναι μόνο έτσι. Και υπάρχει περίπτωση ένα αθώο μπουκάλι κρασί από σύμβολο ευδαιμονίας, εξωστρέφειας και χαράς να μετατραπεί σε σύμβολο ενός σκοτεινού κοινωνικού, οικογενειακού και προσωπικού εφιάλτη.
Δε θέλω να μπω όμως σε αυτή τη συζήτηση, γιατί είναι άλλη. Δεν είναι συζήτηση για την απόλαυση -και πώς αυτή ενοχοποιείται, σε μια κοινωνία που μας θέλει «μετρίως μέτριους και πάντα μετρημένους»- είναι συζήτηση για την εξάρτηση. Κι εδώ σηκώνω τα χέρια ψηλά, γιατί τα πράγματα σοβαρεύουν και τα γέλια τελειώνουν. Ούτε ψυχολόγος, ούτε γιατρός προλαβαίνω να γίνω και ότ,ι κι αν σας πω επ΄αυτού θα είναι λόγια του αέρα με μηδενική πρακτική αξία.
Η προσέγγισή μου αφορά το γιατί ένας υγιής κοινωνικός άνθρωπος μπορεί να απολαμβάνει τα ποτά του χωρίς να πρέπει να δικαιολογείται. Και όχι το γιατί πίνει -και πώς θα σταματήσει να πίνει- ένας εξαρτημένος ενήλικας ή ένας θυμωμένος/απελπισμένος έφηβος.
Στο ποτό σου θα φανείς
Περιβαλλόμαστε από αμέτρητους χαρακτήρες, συνισταμένες αμέτρητων συνιστωσών. Έτσι αμέτρητοι είναι και οι τρόποι που πίνουμε, όσοι πίνουμε. Μια βόλτα στα στέκια της μέρας και της νύχτας αρκεί για να γνωρίσεις μια μεγάλη γκάμα: θα δεις κλασικούς «γλεντζέδες» του στυλ «άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα» να λύνουν τις γραβάτες τους, θα δεις παρέες που πίνουν σαν αφορμή για να ακούσουν ένα live, θα δεις συντροφιές που θέλουν να πιουν για να μιλήσουν, θα δεις ζευγάρια που μεθάνε τον έρωτά τους, θα δεις τον άντρα ή τη γυναίκα που με ένα δυο ποτά κλείνουν τη μέρα τους, χαλαρώνοντας μόνοι και οργανώνοντας τη σκέψη τους, θα δεις τον άντρα και τη γυναίκα που με ένα δυο ποτά ψάχνουν ταίρι, θα δεις γνήσιους loosers που δεν έχουν τίποτα, δεν περιμένουν τίποτα και πίνουν μέχρις εσχάτων, θα δεις τύπους να μιμούνται τους loosers, που έχουν τα πάντα, περιμένουν άλλα τόσα, αλλά επίσης πίνουν μέχρις εσχάτων, θα δεις πιτσιρικάδες που περνάνε τη «φάση» τους, θα δεις πότες να τσαμπουκαλεύονται χωρίς αιτία και άλλους να χάνουν τον έλεγχο, θα δεις αλκοολικούς να κοιμούνται στις μπάρες και έκπτωτους άγγελους με κατακόκκινα μάτια και το σημάδι της αυτοκαταστροφής στο μέτωπο. Εσύ πού ακριβώς είσαι, αυτό έχει σημασία. Αν είναι να νιώσεις ενοχές, μη νιώσεις επειδή πίνεις. Αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα. Νιώσε για το πώς πίνεις και γιατί.
Η ζωή είναι ένα καλό μεθύσι
Σε αυτόν τον κόσμο συναντιούνται δύο ειδών ζωντανοί: οι παθιασμένοι με τη ζωή και οι άλλοι. Η μέθη είναι μια ιστορία που αφορά τους πρώτους. Παθιάζομαι δε σημαίνει οπωσδήποτε πίνω, σημαίνει όμως εκατό τοις εκατό μεθάω. Μεθάω από έρωτα; Μεθάω από δημιουργία; Μεθάω από τέχνη; Μεθάω από ιδανικά; Ή μεθάω από τη γοητεία της ζωής, τον πηγαίο σουρεαλισμό της, το απίστευτο –κάποιες φορές μαύρο– χιούμορ της και τις μεγαλοφυείς σεναριακές ανατροπές της; Τι σημασία έχει, καμία απολύτως τελικά. Εκείνο που μένει είναι πως ό,τι αξίζει, ό,τι συνεπαίρνει και ό,τι απογειώνει στη ζωή είναι αυτό που ξεπερνάει τα στενά όρια της ρουτίνας, την ευθεία γραμμή της κανονικότητας και τον καθ΄έξιν βίο.
Γι’ αυτό και μοιάζει θεαματικά με ένα καλό μεθύσι. Η ικανότητα του καθενός να μεθάει από ζωή έγκειται σε μια δεύτερη ικανότητά του: να συνεπαίρνεται από ανθρώπους, να συγκινείται από ιδέες, να παθιάζεται από αισθήματα, να τολμάει να δει τον εαυτό του face to face και να διεκδικεί τα πιο «τρελά» όνειρά του. Είναι η απόφαση να ξεπεράσει το φόβο του. Γιατί ο φόβος μπορεί να φυλάει τα έρμα, τα φυλάει όμως στα στενά πλαίσια των ανασφαλειών τους και τους στερεί τα άπειρα σενάρια ζωής που υπάρχουν εκεί έξω. Κλείνει το δρόμο της ψυχής για τα μεγάλα πράγματα, κάνει τον άνθρωπο από γίγαντα νάνο. Ε, εκεί είναι που με τον τρόπο του ένα κρασάκι, ένα ουζάκι, ένα τσιπουράκι, ένα ουισκάκι παρεμβαίνει καταλυτικά. Έχει τη μαγική ικανότητα να σου αποκαλύπτει το καταβαραθρωμένο ψυχολογικό σου ύψος. Αν είσαι δυο μέτρα παλικάρι και σε κρύβανε οι φοβίες, οι αναστολές, οι ενοχές σου και η σκουριά της καθημερινότητας, θα φανεί. Αν δεν είσαι, τουλάχιστον μέχρι να κλείσει το μπαρ θα το ξέρεις.