Αρχική Ιστορίες Food Stories Αγάπη του ψωμιού…

Αγάπη του ψωμιού…

0

Άνθρωποι αιώνες δεμένοι με τα χώματά τους οι Έλληνες, ακόμη και σήμερα που η αστικοποίηση, η βιομηχανοποίηση και η ευκολία με την οποία διακινούνται πλέον τα προϊόντα έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο διατροφής τους, ένα δέος μπροστά σε ένα κομμάτι ζυμωτό, «χωριάτικο» ψωμί, το νιώθουν.

bread-man

Άνθρωποι αιώνες δεμένοι με τα χώματά τους οι Έλληνες, ακόμη και σήμερα που η αστικοποίηση, η βιομηχανοποίηση και η ευκολία με την οποία διακινούνται πλέον τα προϊόντα έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο διατροφής τους, ένα δέος μπροστά σε ένα κομμάτι ζυμωτό, «χωριάτικο» ψωμί, το νιώθουν.

Το ψωμί! Κάτι τόσο παλιό όσο η φωτιά, το νερό και το στάρι, γι’ αυτούς που αρέσκονται να ψάχνουν ρίζες. Κάτι τόσο «ιερό» όσο το σώμα του θεού, για τους βαθιά θρησκευόμενους. Κάτι τόσο τιμημένο όσο ο ιδρώτας του ανθρώπου που δούλεψε σκληρά για να το βγάλει. Κάτι τόσο οικείο όσο οι χάρες της γιαγιάς και η αγκαλιά της μητέρας. Το ψωμί! Δεν είναι τρόφιμο ούτε προϊόν, είναι ιστορία, πολιτισμός, λαογραφία. Είναι οι μνήμες μας.

Κάτι θυμάμαι… Χειμώνας καιρός στο χωριό, η γυναίκα να τινάζει την ποδιά της πάνω απ’ τη φωτιά και στο μικρό δωμάτιο να αντηχούν τα κράτσα κρούτσα από τα ψίχουλα του ψωμιού που καίγονται στις φλόγες. Γυάλινο πιατάκι σκεπασμένο για μέρες σε μια γωνιά της κουζίνας να κρύβει μέσα του το πιο παράξενο πράγμα του κόσμου: «Γιαγιά τι είναι αυτό; Προζύμι, παιδί μου, άσ’ το, δεν τρώγεται». Θείες με σφιχτοδεμένες πλεξούδες σκεπασμένες με μαντίλες να πλάθουν με δύναμη τα τρία πρωταρχικά υλικά αλεύρι, λάδι και νερό σε ένα: στη μία και πολύτιμη κουλούρα. Αρώματα της κανέλας και της μαστίχας και του μαχλεπιού να προαναγγέλλουν μεγάλες και μικρές γιορτές, τις όμορφες μέρες που ’ρχονται –τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, τους γάμους και βαφτίσια. Παιδικά χεράκια που ζυμώνουν τα περισσεύματα από τα κορδόνια και τους κόθρους και όλα τα ζυμαρένια στολίσματα που επινόησε η στιγμή. Φρεσκοπλυμένες, κάτασπρες πετσέτες και πεντακάθαρα πανοσέντονα που αγκαλιάζουν στοργικά τα ζυμάρια που φουσκώνουν με τις ώρες στο ντιβάνι της μικρής κάμαρας με τα κλειστά παντζούρια. Ξυλόφουρνος που καίει από το χάραμα, στο βάθος το ταψί με τα καρβέλια, μπροστά τα κουλούρια με το γλυκό σουσάμι και τα μικρά ψωμάκια των παιδιών.
Με μια μπουκιά σπιτικό ψωμί –ακόμη κι αν ποτέ δεν τις ζήσαμε έτσι ακριβώς– όλοι μπορούμε να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας εικόνες και αισθήσεις και γεύσεις και αρώματα, που στο πέρασμα των χρόνων ανακατεύτηκαν μεταξύ τους, ζυμώθηκαν μεταξύ τους, και έγιναν ο κοινός μας παρελθοντικός τόπος.

bread-athens1947Το χειμώνα εκείνο… Η Ελλάδα στη νεότερη ιστορία της πέρασε και πολύ δύσκολα. Το αλεύρι, το λάδι και η σοφή οικιακή οικονομία της αγρότισσας μάνας και γιαγιάς ήταν τα τρία σημεία πάνω στα οποία στηρίχτηκε η διατροφή πολλών γενιών Ελλήνων. Μα απ΄ όλα τα καλά που μπορούσε να παρασκευάσει το αλεύρι την κορυφαία θέση στην καρδιά του λαού αυτού είχε το πιο απλό και πιο ουσιώδες: το ψωμί. «Χωρίς ψωμί δε στρώνεται τραπέζι» λέει μια παλιά λαϊκή ρήση, συνέπεια της αντίληψης που ήθελε την παρουσία του άρτου να μαρτυράει την αφθονία. Και την απουσία του, να θυμίζει λιμό. Όπως τότε, τον τρομακτικό χειμώνα του 1941 που άνθρωποι πέθαναν στους δρόμους της Αθήνας για ένα κομμάτι ψωμί που ποτέ δε βρέθηκε. Τα ελάχιστα αποθέματα σε τρόφιμα, μαζί και οι θρυλικές μπομπότες, έφευγαν όλα για τα στρατεύματα. Ούτε ψίχουλο δεν έμενε για τον άμαχο πληθυσμό των πόλεων. Το απόσπασμα από την «Πολιορκία» του Αλέξανδρου Κοτζιά: «Κάποιο παγερό πρωινό, τον απαίσιο εκείνο χειμώνα, μια σύναξη σταμάτησε τη Χριστίνα και το Μηνά, καθώς γυρνούσαν στο σπίτι από το γιατρό. Κάμποσοι διαβάτες είχανε σταθεί σιωπηλοί γύρω από μια κουρελιάρα μικρούλα, καθισμένη καταγής, πλάι στο ξυλιασμένο κορμί της μάνας της. Ούτε μιλούσε ούτε έκλαιε. Μόνο με το χεράκι έσφιγγε τα κουρέλια που τυλίγανε το κουφάρι, για να τ΄ ασφαλίσει λες. μην της το πάρουν {…} Kάποιος κύριος σοβαρός έσκυψε και τη ρώταγε πολλά και διάφορα. Δεν πήρε απόκριση. Kάμποσοι αργοσαλέψαν τα κεφάλια περίλυπα. Mόνο μια γριούλα ζύγωσε κούτσα κούτσα και της έβαλε στο χέρι ένα κομματάκι κόρα κατάξερο –ένα θησαυρό».

Η τρομακτική εμπειρία της πείνας στο συλλογικό μας θυμικό καταγράφηκε κυρίως ως έλλειψη του ψωμιού. Και στο μετέπειτα λεγόμενο «κατοχικό σύνδρομο» ένα από τα βασικά συμπτώματα –αν μπορούμε να το πούμε έτσι– ήταν η ανάγκη να βρίσκεται άφθονο ψωμί στο τραπέζι ακόμη και όταν η πληθώρα των υπόλοιπων εδεσμάτων καθιστούσαν την παρουσία του κάθε άλλο παρά απαραίτητη. Γιατί η ανάγκη αυτή δεν ήταν πια διατροφική, αλλά βαθιά ψυχολογική [ΦΩΤΟ: Αθήνα, 1947].

Λάβετε φάγετε… Η δημοφιλής εικόνα ενός Ιησού που μοιράζει το καρβέλι με τα χέρια εκστομίζοντας τη φράση «πάρτε να φάτε, αυτό είναι το σώμα μου που κομματιάζεται για σας» καταδεικνύει ότι, εκτός από τη βαθιά λαϊκή αγάπη, ύψιστη σημασία στο ψωμί έδωσε και η χριστιανική θρησκεία προσδίδοντάς του πρωταγωνιστικό ρόλο στο παιχνίδι των συμβόλων: αυτόν της «θείας σάρκας». Αλλά και αντιμετωπίζοντάς το ως σημάδι ζωής και αφθονίας, μια και ο Ιησούς πάλι ψωμί κράταγε στα χέρια του όταν κοιτώντας προς τους ουρανούς και ευλογώντας τα κατάφερε να χορτάσει πέντε χιλιάδες ανθρώπους από πέντε καρβέλια. Ψωμί ακόμη χαρίζεται ως αντίδωρο σε όσους από τους πιστούς δεν μπόρεσαν να μεταλάβουν και ψωμί είναι το πρόσφορο, όπως και ο περιβόητος άρτος της αρτοκλασίας.

Από τον Καραγκιόζη στο Θεόφιλο. Το ψωμί πέρα από τη διατροφή μας έχει σημαδέψει τη γλώσσα μας, τις κοινωνικές μας αξίες και τη λαϊκή μας τέχνη. Φράσεις όπως «τίμα το ψωμί σου», «βγάλε το ψωμί σου», «μα το ψωμί που τρώω», «μαζί φάγαμε ψωμί κι αλάτι» συνδέουν το «ύψιστο διατροφικό αγαθό» με άλλες «ύψιστες» έννοιες, όπως της αξιοπρέπειας και του φιλότιμου, της εργασίας και της επιβίωσης, της εμπιστοσύνης, της φιλίας. Το θέατρο σκιών, μια από τις λαϊκές παραδοσιακές τέχνες, που άνθησε στο πρώτο μισό του 20ού, έκανε πολλές γενιές πιτσιρικάδων να ξεκαρδίζονται στα γέλια στις πλατείες των χωριών με τα παθήματα του Καραγκιόζη. Από τις πλέον κλασικές και αγαπημένες η ιστορία του φούρνου του γέρο-Σαμπαναγά, που είναι δίπλα στο σαράι και ο καπνός του ενοχλεί τον Πασά. Έτσι δίνει εντολή να κλείσει. Ο Σαμπαναγάς επινοικιάζει το φούρνο στον Χατζηαβάτη μήπως εκείνος καταφέρει να τον λειτουργήσει. Ο Χατζηαβάτης αναζητώντας ένα καλό ψήστη, πέφτει πάνω στον Καραγκιόζη, που με τη γνωστή κατεργαριά τον πείθει ότι είναι ο πλέον κατάλληλος  για τη δουλειά και σίγουρα ο ιδανικός πρωταγωνιστής της παράστασης «Ο Καραγκιόζης φούρναρης» [PΗΟΤΟ: Ζωγραφική ρεκλάμας “Ο Καραγκιόζης φούρναρης”]. Από τον Καραγκιόζη στο Θεόφιλο ο συνειρμός μπορεί να μην είναι δεδομένος, η σχέση με το ψωμί πάντως είναι. Ο μεγάλος λαϊκός ζωγράφος δε θα μπορούσε να αφήσει τη μαγεία του φούρνου έξω από το πεδίο του. Το 1933 ζωγραφίζει το «Μέγα Αρτοποιείον Γεωργίου Παναγιώτου Κοντουφούρναρη Εκ Θεσσαλίας της Πρωτευούσης Λαρίσσης», ένας πίνακας που σήμερα βρίσκεται στο χαμένο μες τα λιόδεντρα μουσείο του στη Μυτιλήνη. Με τη σχεδόν παιδική ματιά του Θεόφιλου βλέπουμε τη ζωή στο εσωτερικό ενός φούρνου: ο φούρναρη μπροστά στον παλιό φούρνο ξεφουρνίζει τα φρεσκοψημένα καρβέλια, δύο γυναίκες περιμένουν δίπλα στα έτοιμα για πούλημα ψωμιά, στο βάθος εργάτες ζυμώνουν το νέο ψωμί…Το «σουρεαλιστικό» με την εικόνα έγκειται πως όλα τα ψωμιά είναι κάθετα –όρθια για την ακρίβεια χωρίς να σέβονται τις τρεις διαστάσεις του χώρου ή το νόμο της βαρύτητας. Είτε πρόκειται γι’ αυτά που ξεφουρνίζονται είτε πρόκειται για τα έτοιμα παραδίπλα, τα αρτοσκευάσματα του ζωγράφου δημιουργούν την απορία στο θεατή πώς δεν κατρακυλάνε. Όταν κάποτε τον ρώτησαν γιατί τα ζωγράφισε έτσι αφού δίνουν την αίσθηση σε εκείνον που τα κοιτάει ότι μπορεί να πέσουν ανά πάσα στιγμή, ο Θεόφιλος έδωσε τη δική του μνημειώδη απάντηση: «Μόνο τα πραγματικά ψωμιά πέφτουν»!

bread-theofilos1

Ακολουθήστε το iCookGreek.com στο Google News, την κορυφαία on-line γαστρονομική εφημερίδα με καθημερινή ενημέρωση.