ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ | «Σε είδος… πολυτελείας, για πέντε μήνες το χρόνο, μετατρέπονται τα ελληνικά λεμόνια για τους καταναλωτές, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, λόγω της μειωμένης παραγωγής στη χώρα μας», επισήμανε ο πρόεδρος της Παναιγιάλειου Ένωσης Συνεταιρισμών, Θανάσης Σωτηρόπουλος.
ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ | «Σε είδος… πολυτελείας, για πέντε μήνες το χρόνο, μετατρέπονται τα ελληνικά λεμόνια για τους καταναλωτές, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, λόγω της μειωμένης παραγωγής στη χώρα μας», επισήμανε ο πρόεδρος της Παναιγιάλειου Ένωσης Συνεταιρισμών, Θανάσης Σωτηρόπουλος.
«Από τα μέσα Ιουνίου μέχρι και τον Οκτώβριο δεν έχουμε παραγωγή ελληνικού λεμονιού, με αποτέλεσμα η όποια ποσότητα διαθέτουν οι Έλληνες παραγωγοί να κατευθύνεται εξ ολοκλήρου στην αγορά της Αττικής», διευκρίνισε ο κ Σωτηρόπουλος μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Αναφερόμενος στην Β. Ελλάδα εκτίμησε, ότι σε ενάμιση μήνα το πολύ θα φτάσει το ελληνικό λεμόνι και στην Μακεδονία. Εξήγησε ότι στα μέσα Σεπτεμβρίου ξεκινά η πρώτη συγκομιδή στην Ελλάδα, διαδικασία που ολοκληρώνεται τον Νοέμβριο.
Να προτιμάτε τα πρασινωπά
Συνεπεία του κενού που καλύπτεται από εισαγωγές, συνιστά στους Έλληνες καταναλωτές, όταν αγοράζουν λεμόνια εκτός εποχής να προτιμούν πάντα αυτά που πρασινίζουν, γιατί εκείνα που είναι κίτρινα, αποκτούν το συγκεκριμένο χρώμα με τεχνητά μέσα.
«Νοέμβριο με Ιούνιο, τα λεμόνια είναι από μόνα τους κίτρινα, όλες τις άλλες εποχές, το πολυπόθητο αυτό χρώμα που χαρακτηρίζει τα λεμόνια, δεν είναι φυσικό», υπογράμμισε.
Η ελληνική παραγωγή καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας ζήτησης αλλά δεν επαρκεί για όλο το χρόνο με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια τα λεμόνια της Αργεντινής να μπουν στην αγορά της Βόρειας Ελλάδας και να καλύπτουν σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερη χρονική περίοδο. Μετά την πρόσφατη απόφαση όμως της ΕΕ, να απαγορεύσει την εισαγωγή τους τα λεμόνια της Νότιας Αφρικής (αλλά και της Ισπανίας κι άλλων χωρών) είναι αυτά που… επελαύνουν τις τελευταίες εβδομάδες για να καλύψουν το κενό που αφήνουν οι εισαγωγές της Αργεντινής.
«Λύσεις για την ελληνική παραγωγή υπάρχουν», τονίζει ο κ Σωτηρόπουλος, και επισημαίνει ότι «με αναδιάρθρωση καλλιεργειών και ένταξη νέων ποικιλιών λεμονιού, η Ελλάδα θα μπορέσει να διαθέτει οκτώ μήνες το χρόνο ελληνικό λεμόνι, έναντι πέντε που είναι σήμερα». Η ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων θα πρέπει να στηρίξει κυρίως τους νέους ανθρώπους που θέλουν να μείνουν στον πρωτογενή τομέα να τους δώσει κίνητρα και λύσεις σε θέματα-μεταξύ άλλων-εργατικών χεριών και γηρασμένου πληθυσμού. Επιπλέον, πρόσθεσε, ότι πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα θα πρέπει να έρθουν ακόμη πιο κοντά στους Έλληνες παραγωγούς και να τους δώσουν ουσιαστικές λύσεις.
Η ελληνική παραγωγή λεμονιού έφθανε τους 100.000 τόνους πριν από το 2004 -Σήμερα δεν ξεπερνά τους 45.000
Η παραγωγή λεμονιού στην Ελλάδα είναι σημαντικά μειωμένη συγκριτικά με το 2004, οπότε και γκρεμίστηκε λόγω κυρίως παγετού. Παρότι έγιναν προσπάθειες για να εισέλθει η καλλιέργεια σε τροχιά ανάπτυξης, ωστόσο η θετική πορεία ανεκόπη και πάλι το 2008, λόγω παγετού επίσης. Βέβαια, όπως επισήμανε ο κ Σωτηρόπουλος, ένας παράγοντας που επηρέασε αρνητικά την ελληνική παραγωγή λεμονιού μετά το 2004, είναι και οι αλλαγές χρήσης γης για την υλοποίηση έργων υποδομής στις μεταφορές κυρίως, με αποτέλεσμα να “χαθούν” στρέμματα καλλιεργειών λεμονιάς. H παραγωγή λεμονιού στην Ελλάδα έφθανε τους 100.000 τόνους λίγο πριν από το 2004. Σήμερα δεν ξεπερνά τους 45.000 τόνους” υπογράμμισε. Στην πλειονότητά της η ελληνική παραγωγή λεμονιού διοχετεύεται στην εσωτερική αγορά και ποσότητα ως και 10.000 τόνους εξάγεται κυρίως σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και σε γειτονικές, όπως Ρουμανία, Βουλγαρία και Βόρεια Μακεδονία.
Αναφορικά με τις τιμές διάθεσης από τους παραγωγούς, ο κ. Σωτηρόπουλος υπενθύμισε ότι πέρυσι κυμάνθηκαν μεταξύ 45 λεπτών/κιλό και 60 λεπτών/κιλό “σαφώς” αυξημένες έναντι του 2018, οπότε και διαμορφώθηκαν σε 20 λεπτά/κιλό. “Το 2018 ήταν μια άσχημη χρονιά για τους Έλληνες παραγωγούς λεμονιού στη χώρα μας και αρκετοί παραγωγοί λόγω των πολύ χαμηλών τιμών που πούλησαν εγκατέλειψαν αρκετές χιλιάδες δέντρα”.