ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ | H Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, υπεύθυνη της Μονάδας Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών, ενημερώνει, εξηγεί και συμβουλεύει.
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ | H Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, υπεύθυνη της Μονάδας Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών, ενημερώνει, εξηγεί και συμβουλεύει.
Η κ. Παπαδοπούλου, που είχε και την πρωτοβουλία της διοργάνωσης του Συμποσίου Βρεφικής Διατροφής, το οποίο πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με τη συμμετοχή διακεκριμένων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αλλαγή στις κατευθυντήριες οδηγίες για τη βρεφική διατροφή. Με απόφαση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Υγείας έχει συσταθεί ομάδα επιστημόνων που επεξεργάζεται την επικαιροποίηση των διατροφικών συστάσεων που αφορούν στην εισαγωγή στερεών τροφών στα βρέφη κατά το 2ο εξάμηνο της ζωής. Η γενική σύσταση είναι η εξής:
«Η εισαγωγή των στερεών τροφών συνιστάται να γίνεται στο 2ο εξάμηνο της ζωής, δηλαδή με τη συμπλήρωση των 6 μηνών ζωής, ενώ σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται πριν από τη συμπλήρωση των 4ων μηνών ζωής. Η σύσταση αυτή ισχύει τόσο για τα θηλάζοντα όσο και για τα μη θηλάζοντα βρέφη».
Η κ. Παπαδοπούλου διευκρινίζει ότι ο αποκλειστικός θηλασμός είναι η πλέον κατάλληλη τροφή για το βρέφος κατά τους πρώτους 6 μήνες της ζωής. Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα τα ποσοστά αποκλειστικού θηλασμού είναι χαμηλά. Στη χώρα μας θηλάζει ποσοστό περίπου 40% τον 1ο μήνα της ζωής, γύρω στο 25% στους 4 μήνες και μικρότερο από 1% στους 6 μήνες. Η οικογένεια και η πολιτεία οφείλουν να στηρίξουν τη νέα μητέρα να θηλάσει όσο γίνεται περισσότερο, υπογραμμίζει η κ. Παπαδοπούλου.
Εισαγωγή στερεών τροφών. Οταν η μητέρα θηλάζει το βρέφος της αποκλειστικά, πρέπει να γίνεται με τη συμπλήρωση του 6ου μήνα της ζωής τότε που το μητρικό γάλα αδυνατεί πια να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του βρέφους. Όταν το βρέφος δεν θηλάζει αποκλειστικά, οι στερεές τροφές μπορούν να αρχίσουν να χορηγούνται όταν το βρέφος είναι νευροαναπτυξιακά έτοιμο να τις δεχτεί.
«Υπάρχει ένα απαγορευτικό όριο των 4 συμπληρωμένων μηνών, κάτω από το οποίο η χορήγηση στερεών τροφών εμπεριέχει κινδύνους (αλλεργία κ.ά.), γι’ αυτό και από όλους τους επιστημονικούς φορείς, υπάρχει η σύσταση να μην χορηγούνται στερεές τροφές σε ένα βρέφος ηλικίας κάτω των 4 συμπληρωμένων μηνών».
Oι τροφές που προηγούνται θα πρέπει να είναι οι πλούσιες πηγές σιδήρου, όπως είναι το κόκκινο κρέας, το αυγό και το ψάρι. Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για πολλές λειτουργίες του σώματος και του εγκεφάλου. Στο βρέφος που θηλάζει αποκλειστικά, οι αποθήκες σιδήρου εξαντλούνται μετά τους πρώτους 6 μήνες γι’ αυτό και τροφές που είναι πλούσιες σε σίδηρο πρέπει να προηγούνται κατά την εισαγωγή των στερεών τροφών.
Εξοικείωση του βρέφους με τις γεύσεις. «Μεγάλη σημασία για την απώτερη υγεία έχει η υιοθέτηση κατά την παιδική ηλικία και ενήλικη ζωή σωστών διαιτητικών προτύπων με λαχανικά, όσπρια, φρούτα, ψάρια, ελαιόλαδο και λιγότερο κόκκινο κρέας που αποτελούν τις βασικές ομάδες τροφίμων που αποτελούν τη Μεσογειακή Δίαιτα. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει στην παιδική ηλικία εάν δεν επιτευχθεί στη βρεφική ηλικία η εξοικείωση του βρέφους και η αποδοχή γεύσεων τις οποίες αρχικά απεχθάνεται, για παράδειγμα ευρείας γκάμας λαχανικών, συμπεριλαμβανομένων αυτών με πιο πικρή γεύση, π.χ. πράσινα, φυλλώδη. Όσο πιο νωρίς καταφέρουμε να εντάξουμε ευρεία ποικιλία τροφών στη διατροφή του βρέφους τόσο καλύτερα».
«Είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι γονείς, ότι μια νέα γεύση μπορεί να χρειαστεί να προσφερθεί στο βρέφος 8 έως 10 φορές πριν από την αποδοχή της, γι’ αυτό και πρέπει να ενθαρρύνονται να επιμένουν στη χορήγηση μιας νέας τροφής στα βρέφη για όσο διάστημα εξακολουθούν αυτά να μην την αποδέχονται, έστω και αν η έκφραση του προσώπου τους δείχνει ότι τους είναι μισητή. Η προσθήκη αλατιού και ζάχαρης πρέπει να αποθαρρύνεται».
«Ο κόσμος πιστεύει ότι η βρεφική διατροφή κατά τον 1ο χρόνο της ζωής καλύπτει απλά διατροφικές ανάγκες του βρέφους. Αυτό είναι μέγα λάθος», επισημαίνει η κ. Παπαδοπούλου. «Η βρεφική διατροφή κατά το κρίσιμο αυτό χρονικό διάστημα επιπρόσθετα, καλλιεργεί συμπεριφορές, γευστικές προτιμήσεις και διαιτητικά πρότυπα που παραμένουν αργότερα στην παιδική ηλικία και αποτρέπουν ή ευοδώνουν την ανάπτυξη της παχυσαρκίας, των νοσημάτων φθοράς, της αλλεργίας και άλλων νοσημάτων που μαστίζουν το δυτικό κόσμο. Γι’ αυτό και οι γονείς πρέπει να ενημερωθούν για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος διατροφής και να προσπαθήσουν να τον εφαρμόσουν στα βρέφη τους».
Αλλεργιογόνες τροφές. «Έχοντας διαπιστώσει ότι παρά τις παλαιότερες συστάσεις για περιορισμό και καθυστέρηση της ένταξης στο διαιτολόγιο του βρέφους τις δυνητικά αλλεργιογόνες τροφές, όπως π.χ. τα προϊόντα του αγελαδινού γάλακτος, το αυγό, τα ψάρια, τη γλουτένη και τα ίχνη ξηρών καρπών, έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση των ποσοστών εμφάνισης τροφικής αλλεργίας.
«Πλέον συνιστάται οι αλλεργιογόνες τροφές να εισάγονται στη διατροφή του βρέφους όπως και οι υπόλοιπες στερεές τροφές και να μην καθυστερούν. Πρέπει να τονίσουμε ωστόσο, ότι τα βρέφη που έχουν ήδη παρουσιάσει αλλεργία σε κάποια τροφή ή έχουν σοβαρή ατοπική δερματίτιδα που δεν υποχωρεί με τη θεραπεία, πριν δοκιμάσουν αλλεργιογόνα τροφή θα πρέπει να εξεταστούν από ειδικό και να υποβληθούν πιθανά σε εξετάσεις που θα κρίνει ο ειδικός».
Τι ισχύει για τις vegan έγκυες και τη χορτοφαγική δίαιτα στα μωρά. Η κ. Παπαδοπούλου εξηγεί: «όταν χρησιμοποιούνται χορτοφαγικές ή vegan δίαιτες, θα πρέπει να καταβληθεί ιδιαίτερη προσοχή για να εξασφαλιστεί η επαρκής πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, καθώς τα θρεπτικά συστατικά μπορεί να είναι ανεπαρκή και ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται όσο η δίαιτα γίνεται πιο περιορισμένη. Οι μητέρες που ακολουθούν μια vegan διατροφή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του μητρικού θηλασμού, πρέπει να εξασφαλίσουν την επαρκή πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, ιδιαίτερα των βιταμινών Β12, Β2, Α, και D, είτε από εμπλουτισμένα τρόφιμα είτε από συμπληρώματα.
Οι vegan δίαιτες δεν ενδείκνυνται κατά τη διάρκεια της χορήγησης στερεών τροφών στα βρέφη. Στις περιπτώσεις που οι γονείς χορηγούν vegan δίαιτα χωρίς να ακολουθούν τις απαραίτητες ιατρικές και διατροφικές συμβουλές σχετικά με τα απαραίτητα συμπληρώματα, ο κίνδυνος είναι μεγάλος, συμπεριλαμβανομένης της σοβαρής και μη αναστρέψιμης βλάβης στο κεντρικό νευρικό σύστημα από ανεπάρκεια βιταμίνης Β12, αλλά και του θανάτου.
Εάν ένας γονέας επιλέγει να χορηγήσει στο βρέφος του κατά τον 1ο χρόνο της ζωής vegan διατροφή, αυτή πρέπει να γίνεται υπό τακτική ιατρική και διαιτητική επίβλεψη γιατρού ή/και ειδικού και οι μητέρες θα πρέπει να λαμβάνουν και να ακολουθούν διατροφικές συμβουλές. Προσοχή απαιτείται προκειμένου να δοθεί στο βρέφος επαρκής ποσότητα βιταμίνης Β12 και βιταμίνης D, σιδήρου, ψευδάργυρου, φυλλικού οξέος, ω-3 λιπαρών οξέων (ειδικά DHA), πρωτεΐνης και ασβεστίου, και να εξασφαλίσουν την επαρκή ενεργειακή πυκνότητα της δίαιτας που ακολουθούν».
Πρέπει τελικά να πιέζουμε τα βρέφη να τρώνε ή όχι; Ο τρόπος που οι γονείς αλληλεπιδρούν με ένα παιδί σε διάφορες πτυχές της άσκησης του γονεϊκού ρόλου, συμπεριλαμβανομένης της σίτισης, μπορεί να επηρεάσει τη διατροφική συμπεριφορά του. Η σύγχρονη επιστημονική γνώση υποστηρίζει ότι ένας αυστηρός τρόπος σίτισης με συναισθηματική ζεστασιά και ανταπόκριση, αλλά με υψηλές προσδοκίες για τη διατροφική επάρκεια της δίαιτας των παιδιών, που συνοδεύεται από τη συμπεριφορά του γονέα σε ρόλο προτύπου όσον αφορά την κατανάλωση των φρούτων και λαχανικών σε συνδυασμό με την εξασφάλιση της διαθεσιμότητας των τροφίμων αυτών στο σπίτι, το μέτριο περιορισμό των ανθυγιεινών τροφών-σνακ, και την παράλληλη ενθάρρυνση των παιδιών να καταναλώνουν φρούτα και λαχανικά, συσχετίστηκε με σημαντικά καλύτερη διατροφική συμπεριφορά στην παιδική ηλικία. Μια πρόσφατη ανασκόπηση καλά σχεδιασμένων μελετών που στοχεύουν στη μείωση του κινδύνου ανάπτυξης υπερβαρότητας ή παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πιο ελπιδοφόρες παρεμβάσεις πρόληψης της παχυσαρκίας σε παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών είναι εκείνες που εστιάζουν σε σίτιση ανταποκρινόμενη στη διάθεση του παιδιού (responsive feeding), και συμπεριλαμβάνουν την εκπαίδευση των γονέων για την αναγνώριση στο βρέφος των πρώιμων σημείων της πείνας και του κορεσμού της, καθώς και την αποφυγή της διαχείρισης της συμπεριφοράς του βρέφους με διατροφικά ανταλλάγματα (π.χ. φαγητό για επιβράβευση ή ανακούφιση)».