LOOKING BACK | Μίνι φωτογραφικό «ξεφύλλισμα» εποχών που το τρίκυκλο πήγαινε μπροστά και στο κατόπι του η μαρίδα με τα κοντά βρακοπαντέλονα να κυνηγάει τον παγωτατζή μες στην τσιρίδα και τα χάχανα…
LOOKING BACK | Μίνι φωτογραφικό «ξεφύλλισμα» εποχών που το τρίκυκλο πήγαινε μπροστά και στο κατόπι του η μαρίδα με τα κοντά βρακοπαντέλονα να κυνηγάει τον παγωτατζή μες στην τσιρίδα και τα χάχανα…
Παγωτατζή δε θυμάμαι να παίζει ρόλο στα καλοκαίρια μου –μόνο καμιά φορά στις διακοπές. Πιο πολύ θυμάμαι την Εβγα της γειτονιάς, το ξυλάκι βανίλια-σοκολάτα και ένα πύραυλο-γίγαντα που είχε η ΑΣΤΥ. Θυμάμαι ακόμη να μετράω παγωτά και θαλάσσια μπάνια («άμα κάνεις κι απογευματινό πιάνεται για δύο;») που ήταν κατεξοχήν θέμα συζήτησης με τα υπόλοιπα γειτονόπουλα τα καλοκαιρινά απογεύματα στα σκαλάκια. Το να έχεις φάει τα περισσότερα παγωτά ή να σε έχουν πάει τις πιο πολλές φορές στη θάλασσα ήταν εξαιρετική τόνωση γοήτρου, ειδικά αν μόλις είχες χάσει στα «μήλα».
Εμένα με έπαιρνε η γιαγιά μου και με πήγαινε με το λεωφορείο στη Βουλιαγμένη –ή κάπου εκεί. Από πλανόδιους θυμάμαι αυτόν που πούλαγε λεμονάδες και πορτοκαλάδες. Δε νομίζω να έγραφαν κάτι επάνω ούτε να ήταν κάποιας γνωστής εταιρείας, μου φαίνονταν πολύ περίεργες γιατί ήταν ολοστρόγγυλες σα μπόμπες ζωγραφισμένες από νήπιο κι η πλαστική τους συσκευασία παρότι αδιαφανής δεν ήταν τόσο αδιαφανής που να μη σου επιτρέπει να ξεχωρίσεις το χρώμα του αναψυκτικού. Έπαιρνα πάντα λεμονάδα και ακόμη έχω τη γεύση της στα χείλη μου.
Όμως τους παγωτατζήδες είναι σαν να τους έζησα. Θες οι ελληνικές ταινίες εποχής, θες οι διηγήσεις του πατέρα μου, που ανέδιδαν την αίσθηση πως δεν είχε γλυκύτερη καλοκαιρινή ανάμνηση ως παιδί, απ’ το να σκάσει ο παγωτατζής με το καρότσι που συνήθως έσπρωχνε μες στη ζέστη σε κάποιο χωματόδρομο, οι παγωτατζήδες με συγκινούν σαν κάτι νοσταλγικά οικείο –χωρίς κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο προσωπικού βιώματος. Έτσι σήμερα που έψαχνα στο διαδίκτυο για ένα θέμα παντελώς άσχετο (ωε συνήθως) κι έπεσα τυχαία στην εικόνα με τα ΠΑΓΩΤΑ ΤΑΫΓΕΤΟΣ στο υπαίθριο παζάρι και είδα κι εκείνη την πετρούλα που έχει βάλει στο λάστιχο να μην του φύγει το καρότσι, ο άγνωστος πλανόδιος της χαράς μου ξύπνησε θύμησες από καλοκαίρια που δεν έζησα, αλλά φαίνεται πως αποτελούν τόπους συνάντησης της συλλογικής μας μνήμης.
Μάζεψα, λοιπόν, τις εικόνες που βρήκα σκόρπιες στο διαδίκτυο για να μοιραστώ με όσους και όσες τυχόν ενδιαφέρονται ένα μίνι φωτογραφικό αφιέρωμα σε εποχές που το τρίκυκλο τράβαγε μπροστά και στο κατόπι του η μαρίδα με τα κοντά βρακοπαντέλονα –να κυνηγάει τον παγωτατζή μες στην τσιρίδα και τα χάχανα…
Δεν ήξερα πως εκείνο που έκανε διάσημη την ΕΒΓΑ από το 1936 ήταν το παγωτό με ξυλάκι, το οποίο μάλιστα της έδωσε την ευρεσιτεχνία για την Ελλάδα…
Save
Το 1954, ο Γιώργος Τσινάβος ανοίγει ένα μικρό ζαχαροπλαστείο στις Σέρρες, που φτιάχνει και διαθέτει παγωτά και είδη ζαχαροπλαστικής στην πόλη. Οι πρώτες διανομές παγωτού γίνονταν με πλανόδιους πωλητές και χειροκίνητα καροτσάκια και φυσικά κρατιόταν κρύο με πάγο και αλάτι -τεχνική που χρησιμοποιούσαν όλοι οι παγωτατζήδες. Το γιατί ο Γιώργος Τσίναβος ονόμασε τα σερραϊκά παγωτά του με το πρόβειο γάλα ΚΡΙ ΚΡΙ είναι άλλη ιστορία… Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 -αφηγείται η εταιρεία- όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Αΐζενχάουερ ήρθε στην Αθήνα, του πρόσφεραν μεταξύ άλλων ως δώρο …τα περίφημα αγριοκάτσικα κρι-κρι των Λευκών Όρεων. Το θέμα πήρε διαστάσεις στον Τύπο της εποχής κι έδωσε την ιδέα στον επιχειρηματία να «βαφτίσει» τα παγωτά του «Κρι Κρι» (ήταν και της μόδας οι εμπορικές επωνυμίες να είναι επαναλαμβανόμενες).
O παγωτατζής έσκαγε συγκεκριμένη ώρα και τα παιδιά ανυπομονούσαν να τον δουν να σπρώχνει αγκομαχώντας το καρότσι. «Αν αργούσε λίγο έπεφτε σούσουρο κι αναταραχή. Τον περιμέναμε πώς και πώς με τα ψιλά ακριβώς -μετρημένα ίσαμε εκατό φορές ξανά και ξανά- σφιχτά στη χούφτα μας», θυμάται ο καλός παππούς που μένει απέναντί μας…
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο icookgreek.com την Παρασκευή, 14 Ιουλίου 2017