Οι παραδόσεις ταξιδεύουν μαζί με τους ανθρώπους. Η επιβίωση ή η εξαφάνισή τους μέσα στους αιώνες συνδέεται στενά με τις γενικότερες ιστορικές και πολιτισμικές αλλαγές που βιώνει η ανθρωπότητα. Έτσι, φτάνουμε εμείς σήμερα, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, να τιμάμε τον Αι Βασίλη με τη στολή και την όψη του Santa Claus, με τα μισά έθιμα να ανήκουν στον μεν, τα άλλα μισά στον δε, και όλα μαζί να φτιάχνουν ένα παραμυθένιο χαρμάνι, όπου η αγάπη, η προσφορά και η ελπίδα για τη νέα χρονιά μπλέκονται γλυκά και δίνουν ωραίες ιστορίες για μικρά και μεγάλα παιδιά…
Οι παραδόσεις ταξιδεύουν μαζί με τους ανθρώπους. Η επιβίωση, η εξέλιξη, η τροποποίηση ή η εξαφάνισή τους μέσα στους αιώνες συνδέεται στενά με τις γενικότερες ιστορικές και πολιτισμικές αλλαγές που βιώνει η ανθρωπότητα. Έτσι, φτάνουμε εμείς σήμερα, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, να τιμάμε τον Αι Βασίλη με τη στολή και την όψη του Santa Claus, με τα μισά έθιμα να ανήκουν στον μεν, τα άλλα μισά στον δε, και όλα μαζί να φτιάχνουν ένα παραμυθένιο χαρμάνι, όπου η αγάπη, η προσφορά και η ελπίδα για τη νέα χρονιά μπλέκονται γλυκά και δίνουν ωραίες ιστορίες για μικρά και μεγάλα παιδιά…
Φυσικά, ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος της Ορθοδοξίας, δεν έχει καμιά σχέση με τον Santa Claus – o ορθόδοξος Άγιος, υπήρξε Άγιος των Γραμμάτων, μέγας Πατέρας της Εκκλησίας, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ήταν λεπτός, ασκητικός, μάλλον ασθενικός, μελαχρινός, με σκούρα μάτια και δεν μοίραζε δώρα στα παιδιά. Μοίραζε αγάπη και γνώση, ήταν φιλάνθρωπος και ελεήμονας – λέγεται πως στη μεγάλη πείνα του 368 ίδρυσε ένα ολόκληρο συγκρότημα από φιλανθρωπικά ιδρύματα, μια πραγματικά νέα πόλη, που προς τιμήν του ονομάστηκε Βασιλειάδα. Πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου του 378, αφήνοντας σε αφόρητη θλίψη στο ποίμνιό του και ολόκληρο τον ορθόδοξο ελληνισμό, που γιορτάζει τη μνήμη του κάθε Πρωτοχρονιά. Μία θρησκευτική παράδοση που συνδέεται με την προσωπικότητα του Μεγάλου Βασιλείου αλλά και το έθιμο της βασιλόπιτας, θέλει κάποτε στην Καισαρεία να καταφτάνει ο Έπαρχος της Καππαδοκίας με πρόθεση να τη λεηλατήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ως Αρχιεπίσκοπός της ζητάει τότε από τους πλούσιους της πόλης του να μαζέψουν ό,τι χρυσαφικά μπορούν προκειμένου να τα παραδώσει ως «λύτρα» στον επερχόμενο κατακτητή και να γλιτώσει την καταστροφή. Πράγματι συγκεντρώθηκαν πολλά τιμαλφή, όμως είτε επειδή το μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε (κατ΄ άλλους) επειδή ο Άγιος Μερκούριος εμφανίστηκε ως εκ θαύματος με πλήθος αγγέλων και απομάκρυνε τον ξένο στρατό του, όπως και να ’χει η πόλη γλίτωσε την επέλαση. Θέλοντας ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους χωρίς να αδικήσει κανέναν, αλλά μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, είχε την ιδέα να παρασκευαστούν μικροί άρτοι όπου μέσα τους μοιράστηκαν τα νομίσματα και τα χρυσαφικά. Τα ψωμάκια δωρίστηκαν στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Στη θρησκευτική αυτή αφήγηση έχει τις ρίζες της το σημερινό έθιμο του ορθόδοξου Ελληνισμού με τη βασιλόπιτα και το φλουρί.
O Μέγας βασίλειος και ο Άγιος Νικόλας
Ο Άγιος Νικόλας ταξιδεύει. Ο Santa Claus, πάλι, δεν είναι άλλος από τον «δικό» μας Άγιο Νικόλαο, «μετεξελιγμένο» και αναμεμειγμένο με ήρωες, μύθους και θρύλους βορειοευρωπαϊκούς. Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε το 280 μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλούσιους. Τους έχασε σε ηλικία δεκατριών ετών εξαιτίας ενός λοιμού και έγινε κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας που διέθετε για να ανακουφίζει τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά. Νεότατος έγινε επίσκοπος στη Μύρα, όπου απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Πέθανε το 330 ή 333 μ.Χ. (το 342 μ.Χ. σύμφωνα με την Καθολική Εκκλησία) όμως η φήμη του «θαυματουργού» αγίου εξαπλώθηκε στη δύση, ιδιαίτερα μεταξύ των ναυτικών. Το 1087 Ιταλοί ναυτικοί έκλεψαν το λείψανο του Νικολάου από τον τάφο του στη Μύρα, για να το προστατέψουν από τους πειρατές και το μετέφεραν στο Μπάρι με μεγάλες τιμές – αργότερα, γράφτηκε πως εκείνη την ημέρα θεραπεύτηκαν σαράντα επτά άνθρωποι. Μαζί με τα λείψανα του Αγίου «ταξίδεψαν» στη Δύση και οι θρύλοι που τον συνόδευαν. Σύμφωνα με έναν απ’ αυτούς, κάποιος έμπορος απ’ τα Πάταρα είχε χάσει την περιουσία του και δεν μπορούσε να θρέψει την οικογένειά του. Οι τρεις κόρες του, για να βγάλουν την οικογένεια από τη δύσκολη θέση, αποφάσισαν να ρίξουν κλήρο – όποια κληρωνόταν θα γινόταν πόρνη για να μαζέψει χρήματα για την προίκα των άλλων. Ο κλήρος έπεσε στη μεγαλύτερη. Ο Νικόλαος, μαθαίνοντας την τραγική αυτή ιστορία θέλησε να βοηθήσει την οικογένεια. Έτσι, μια νύχτα που όλοι κοιμούνταν, σκαρφάλωσε στη στέγη και έριξε μικρά πουγκιά με χρυσό από την καμινάδα, τα οποία «προσγειώθηκαν» μέσα στις βρεγμένες κάλτσες των κοριτσιών που ήταν κρεμασμένες στο τζάκι για να στεγνώσουν. Έτσι προέκυψε το έθιμο να μπαίνουν τα δώρα των Χριστουγέννων σε κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι, το οποίο σήμερα προστέθηκε στο μύθο του Αι Βασίλη. Ο θρύλος του προστάτη των ναυτικών και των παιδιών, συνδέθηκε παράλληλα με το γενικότερο έθιμο της προσφοράς δώρων (που ήταν περισσότερο κεράσματα, χριστουγεννιάτικα φρούτα, μήλα, πορτοκάλια, καρύδια και γλυκά) στα παιδιά την ημέρα της μνήμης του, στις 6 Δεκεμβρίου, όμως ο Άγιος ακόμη απεικονιζόταν με γκρίζα ή μαυριδερή γενειάδα, να πετάει στον ουρανό πάνω σε ένα λευκό άλογο. Τα χρόνια της Μεταρρύθμισης και του προτεσταντισμού, η λατρεία των Καθολικών αγίων περιορίστηκε και χλευάστηκε. Στις Kάτω Xώρες όμως και ιδίως στην Ολλανδία, ο Sinter Klaas (Saint Nicholas), εξακολουθούσε να λατρεύεται από τους προτεστάντες ως ο προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών. Οι Ολλανδοί μετέφεραν τη φήμη του Αγίου στο Άμστερνταμ, όπου τον «συγχώνευσαν» με ένα δικό τους παγανιστικό, τοπικό ήρωα του χειμώνα τον Wooden, γερμανικής προέλευσης. Σ’ αυτή την εκδοχή του ο Αϊ Νικόλας έχει λευκή γενειάδα, φτάνει με πλοίο από την Ισπανία και έχει μαζί του έναν Μαυριτανό βοηθό, τον Zwart Piet (Μαύρο Πητ), που βάζει στον σάκο του τα κακά παιδιά και γυρίζει τη χώρα, καβάλα στο άσπρο άλογό του.
Ο Irving και το «St. Nicolas Magazine». Τον 1626 Ολλανδοί Καλβινιστές μεταναστεύοντας στην Αμερική πήραν μαζί τους και την εικόνα του Αγίου Νικολάου-Sinter Klaas. Στο Νέο Άμστερνταμ -που αργότερα θα ονομαζόταν Νέα Υόρκη- ο Sinter Klaas παρέμεινε στα αζήτητα, ώσπου το 1773 εμφανίστηκε για πρώτη φορά το όνομα Santa Claus. Το πρόσωπο που ανασκεύασε τον θρύλο, ήταν ο Αμερικανός λαϊκός συγγραφέας Washington Irving. Γράφοντας την ιστορία της Νέας Υόρκης για λογαριασμό του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης που θεωρούσε τον «Saint Nicholas» προστάτη της πόλης, ο Irving δανείστηκε στοιχεία από την ολλανδική εκδοχή του Αγίου Νικολάου και τον περιέγραψε ως πολεμιστή Άγιο, προστάτη των Αμερικανών επαναστατών να έρχεται πάνω σε ένα άλογο (χωρίς βοηθούς) και να μοιράζει δώρα. Το Νοέμβριο του 1873 κάνει την εμφάνισή του στην Αμερική το «St. Nicolas Magazine», με άλλα λόγια το περιοδικό του Άη Βασίλη. Ακολουθώντας τα εικαστικά και συγγραφικά πρότυπα της βικτωριανής παιδικής λογοτεχνίας, που ανθούσε στη Μεγάλη Βρετανία, το περιοδικό είχε ως αντικείμενο τη «διάπλαση των παίδων», αλλά σε μια λιγότερο ηθικοπλαστική βάση σε σχέση με τον …ανταγωνιστή του, το «The Youths Companion», που εκδιδόταν ήδη από το 1827. Εκδότης του ως ήταν ο Charles Scribner, αλλά το περιοδικό εξελίχθηκε σε αληθινό «διαμαντάκι» όταν το 1881 ξανασχεδιάστηκε από την Charles Scribner’s Sons. Από τις σελίδες του παρέλασαν οι διασημότεροι συγγραφείς παιδικών βιβλίων και οι πιο φημισμένοι εικονογράφοι: από τον Ellis Parker Butler και τον Norman Rockwell μέχρι τον Livingston Hopkins, τον Norman Price και τον George T. Tobin. Πολλά από τα «κλασικά κι αγαπημένα» των παιδιών φιλοξενήθηκαν ως σειρές στο «St. Nicolas Magazine», μεταξύ των οποίων «Το βιβλίο της ζούγκλας» του Kipling. Το περιοδικό συνέχισε να βγαίνει μέχρι το 1941, σχεδόν 60 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση.