Δεν είναι μόνο ένα από τα πιο γλυκά, γευστικά, αρωματικά, χορταστικά και αγαπητά φρούτα που γέννησε ποτέ η φύση…
Δεν είναι μόνο ένα από τα πιο γλυκά, γευστικά, αρωματικά, χορταστικά και αγαπητά φρούτα που γέννησε ποτέ η φύση. Οι μπανάνες κάποτε στήριξαν ολόκληρες εθνικές οικονομίες, εδραίωσαν εξουσίες και συστήματα, ανεβοκατέβασαν κυβερνήσεις και σήμερα αποτελούν ίσως το διασημότερο street fruit στον κόσμο, εξασφαλίζοντας σε εκατοντάδες πλανόδιους εμπόρους ανά τη γη όχι μόνο την αναγκαία θερμιδική υποστήριξη αλλά και το πολυπόθητο μεροκάματο.
Εκουαδόρ. Στην παραδοσιακή αγορά Zalaron, στην περιοχή του Chimborazo, του ψηλότερου βουνού του Εκουαδόρ, ο μιγάς αγρότης μετράει τα χρήματα πριν δώσει τις μπανάνες στον πελάτη. Από τα εκατ. τόνους μπανάνας που παράγονται κάθε χρόνο διεθνώς, μόνο το 20% μπαίνει σε ελεύθερη διαπραγμάτευση στην αγορά. Ειδικότερα στο Εκουαδόρ, όπου η εγχώρια οικονομία στηρίζεται στις εξαγωγές της (στα προϊόντα γης κυριαρχούν οι γαρίδες και οι μπανάνες, με τις τελευταίες να φημίζονται για τη γεύση και το άρωμά τους), οι διακυμάνσεις στις τιμές της παγκόσμιας αγοράς καθώς και οι εκάστοτε αλλαγές στην πολιτική των δασμών ασκούν σοβαρότατες επιδράσεις στην εσωτερική ζωή και το βιοτικό επίπεδο του ντόπιου πληθυσμού, κυρίως των μικροπαραγωγών.
Μαδαγασκάρη. Το τέταρτο σε μέγεθος νησί του κόσμου αναγνωριζόταν το 1999 ως ένας από τους 10 τόπους με την υψηλότερη βιοποικιλότητα στη Γη. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι από τα 10.000 ενδημικά φυτά της Μαδαγασκάρης, το 90% -όχι, οι μπανανιές δεν ανήκουν σ’ αυτό- δε συναντιέται πουθενά αλλού διεθνώς. Όμως οι περιβαλλοντικοί φορείς και οι οικολογικές οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, αφού η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει αφανίσει το 1/3 της βλάστησης, απ’ την οποία μόνο το 18% παραμένει ανέπαφο. Αυτό σημαίνει πως τα πράγματα είναι μάλλον δύσκολα για την κοπέλα με το διαπεραστικό βλέμμα που ζει πουλώντας τηγανητές μπανάνες στο κιόσκι της στην αγορά Hellville του Nosy Be. Η γλύκα της ντόπιας λιχουδιάς, που φτιάχνεται συνήθως με μικρά μπανανάκια βυθισμένα σε κουρκούτι, δύσκολα ζαχαρώνει μια 20ετία υποβάθμισης των φυσικών πόρων, υπό την επίβλεψη του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, συνεχών πολιτικών και στρατιωτικών αναταραχών και με το 70% του πληθυσμού να ζει, σύμφωνα με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, κάτω από το όριο της φτώχειας.
Κούβα. «Έξω καρδιά» οι Κουβανοί, έχουν ένα μοναδικό τρόπο να μη χάνουν ποτέ the bright side of life και να χαίρονται τη στιγμή στήνοντας απ’ το πουθενά επιτόπια street parties, χορεύοντας σάλσα και μερένγκε στην άκρη του δρόμου ή απλώς σκάζοντας ένα φαρδύ-πλατύ χαμόγελο στον περιφερόμενο φωτογράφο που θα συναντήσουν τυχαία. Σαν το μεταφορέα της φωτογραφίας, που φόρτωσε το τρίκυκλο με μπανάνες και πάει στην αγορά. Οι μπανάνες είναι από τα πιο δημοφιλή φρούτα του εκπληκτικού αυτού νησιού και καθημερινοί στυλοβάτες της διατροφής των ντόπιων, αφού εκτός από ωμές καταναλώνονται και τηγανητές – όχι όμως σαν γλύκισμα όπως είδαμε στη Μαδαγασκάρη ή όπως συνηθίζουν να μας κάνουν δώρο εδώ στην Ελλάδα τα …κινέζικα ντελίβερι, αλλά αλμυρές σαν τσιπς. Παίρνουν, δηλαδή, τις άγουρες, πράσινες μπανάνες, τις κόβουν σε ροδέλες, τις αλατίζουν και τις ρίχνουν στη φριτέζα με το λάδι. Τα αλμυρά μπανανοτσίπς συνοδεύουν στάνταρ μια άλλη αγαπημένη λιχουδιά των Κουβανών, το τηγανητό κοτόπουλο, που το βρίσκει κανείς κάθε …5 μέτρα στις καντίνες της Αβάνας.
Μπουρουντί. Πίσω στην πατρίδα προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους ως πλανόδιοι πωλητές μπανάνας. Είναι 3 από τους 500.000 επαναπατρισθέντες που γύρισαν από την Τανζανία, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν από τις συνέπειες ενός αδυσώπητου εμφυλίου. Η χώρα τους συγκαταλέγεται στις φτωχότερες του πλανήτη: από τα 12.500 περίπου χλμ. του οδικού δικτύου, μόνο τα 1.300 είναι ασφαλτοστρωμένα, σιδηροδρομικό δίκτυο δεν υπάρχει, το δε τηλεφωνικό είναι ίσως το μικρότερο του κόσμου. Αν προσθέσει κανείς σε αυτά ότι το Μπουρουντί υπήρξε το επίκεντρο της γενοκτονίας μεταξύ των φυλών Χούτου και Τούτσι, που είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη το 1996, με τις βίαιες συμπλοκές να συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ότι το προσδόκιμο ζωής μόλις που αγγίζει τα 52 χρόνια κι ότι ο μισός πληθυσμός του είναι αναλφάβητος, εύκολα καταλαβαίνει γιατί οι άνθρωποι αυτοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Εκείνο που δυσκολεύεται κανείς να αντιληφθεί, είναι πού βρήκαν το κουράγιο να γυρίσουν…
Γουατεμάλα. Στη μεγαλύτερη χώρα της κεντρικής Αμερικής απ’ τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο η βροχή δε σταματάει να πέφτει. Τους υπόλοιπους μήνες, ο ήλιος δε σταματάει να καίει. Και στις δύο περιπτώσεις οι πλανόδιες πωλήτριες μπανάνας έχουν τον τρόπο τους για να επιβιώσουν στους πολύβουους δρόμους της Γουατεμάλας: τις ομπρέλες τους! Εδώ, κρυμμένες στην πολυπόθητη σκιά, θα συνεχίσουν να πουλάνε τα λαχταριστά φρούτα που δεν έφυγαν για εξαγωγές, μέχρι να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο ικανό να θρέψει τις οικογένειές τους. Μπορεί οι μπανάνες που ήλεγχαν κυβερνήσεις να ανήκουν πλέον στο παρελθόν, αλλά οι μπανάνες που στηρίζουν ολόκληρες τοπικές οικονομίες είναι ακόμη και σήμερα ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός για το μικρό, μοναχικό πλανήτη μας…