Ο Γιάννης Εμμανουηλίδης προσπαθεί να καταλάβει με ποιον τρόπο «χρεώνει» το προϊόν του ο Έλληνας οινοπαραγωγός –χωρίς να εκνευριστεί.
Κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών βρέθηκα για λίγες μέρες στη Βόρεια Ελλάδα. Για μας τους «χαμουτζήδες» η περιοχή πάνω από τα Τέμπη παραμένει από τουριστικής σκοπιάς «terra incognita»: οι διακοπές μας είναι συνώνυμες των Κυκλάδων, με τον ήλιο, τη θάλασσα, και τα μικρά άσπρα σπίτια να θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ της χαλαρωτικής διαβίωσης. Κατά συνέπεια, κάθε επίσκεψη στον ελληνικό Βορά έχει κατά κάποιο τρόπο τη γοητεία του οικείου «αγνώστου». Αν μάλιστα οι εκ του ασφαλούς εξερευνήσεις του τουρίστα συνοδεύονται με τις γαστριμαργικές απολαύσεις του κρασοβάρελου καλοφαγά, τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για αξέχαστες διακοπές.
Ένα κτήμα στο βουνό
Και τι καλύτερο, μετά από έναν ωραίο περίπατο στο βουνό, μια επίσκεψη γευσιγνωσίας σε ένα κτήμα όπου παράγονται μερικά από τα κορυφαία ελληνικά κρασιά. Οι εγκαταστάσεις σούπερ, το τοπίο ακόμα πιο σούπερ, και το κρασί σε έκανε να νιώθεις περήφανος για την πρόοδο της ελληνικής οινοποιίας. Τη δυσάρεστη έκπληξη, που ανέτρεψε την προηγούμενη πολύ καλή εντύπωση, τη νιώσαμε όμως όταν θελήσαμε να αγοράσουμε μερικά από τα ωραία κρασιά -βέβαια, τα δυσάρεστα πάντοτε έρχονται μαζί με το λογαριασμό, εξ ου και δεν τον φωνάζουμε «χαρούμενη», αλλά «λυπητερή». Έτσι κι αλλιώς, είναι πολλά σαράντα ευρώ για ένα μπουκάλι κρασί, το οποίο είναι μεν πολύ καλό, αλλά ότι τόσο καλό για τέτοια τιμή, και, πολύ περισσότερο, είναι σαφώς υποδεέστερο από τα γαλλικά ή ιταλικά κρασιά ανάλογου κόστους. Το πράγμα γίνεται ακόμα χειρότερο, δεδομένου ότι το κτήμα πουλούσε στην ίδια λιανική τιμή με την κάβα, πράγμα άκομψο, αν όχι ανεπίτρεπτο. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η απάντηση που εισπράξαμε στην ερώτηση μας γιατί τόσο υψηλή τιμή, και μάλιστα στο κτήμα: «Ξέρετε, έχουμε κάνει πολύ μεγάλες επενδύσεις…». Πραγματικά θα έδειχνα πολύ μεγάλη κατανόηση, αντίστοιχη του μεγέθους των επενδύσεων του οινοποιού, αν οι άνθρωποι του κτήματος μάς έλεγαν «ξέρετε το κόστος παραγωγής είναι πολύ υψηλό» ή «το κρασί μας είναι μοναδικό κι επομένως…». Αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να συμμεριστώ την, ομολογούμενη δημοσίως, αγωνία ενός επιχειρηματία για γρήγορη απόσβεση του δεσμευμένου κεφαλαίου του. Ένα προϊόν κάνει «τόσο» γιατί αξίζει «τόσο». Πέραν αυτού ουδέν.
Επιστροφή στην πόλη
Μετά την επιστροφή στην Αθήνα, κι έχοντας ακόμα τη στυφάδα που ακολούθησε την αρχική ηδύτητα της γευσιγνωστικής μας επίσκεψης, θέλησα να κάνω μια συγκριτική έρευνα. Πήγα λοιπόν στο καλό σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου κι έψαξα τις οινικές επιλογές που θα είχε για τα καθημερινά γεύματά του ένα λάτρης του ποτού που είναι εύπορος μεν, αλλά όχι πλούσιος. Κάποιος δηλαδή ο οποίος αποφεύγει τα κρασιά που ρέουν από πλαστικά δοχεία μεταλλικού νερού, απεχθάνεται τους ξιδιάδες που είναι συνήθως τα χύμα κρασιά τύπου “είναι δικής μας παραγωγής», και ο οποίος, ταυτόχρονα, δεν μπορεί να αφιερώνει μια περιουσία στην καθημερινή φθορά του συκωτιού του. Έψαχνα δηλαδή για μπουκάλια των 3-4 ευρώ, θυμούμενος ότι τόσο περίπου πλήρωνα για μερικά πολύ καλά κρασιά, κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη Γαλλία. Το πρώτο πράγμα που μού έκανε εντύπωση ήταν ότι πολύ απλά στο ράφι δεν έβρισκες αξιοπρεπή ελληνικά κρασιά σε αυτήν την τιμή -δηλαδή έβρισκες κάποια που προορισμό έχουν να κάνουν τον κόκορα κρασάτο, και όχι να “ευφραίνουν την καρδία του ανθρώπου”. Αντιθέτως, βρήκα στην ίδια τιμή ένα αργεντίνικο κι ένα γαλλικό (πολύ κατώτερο από αυτά που έπαιρνα στη Γαλλία). Αγόρασα κι άλλα δύο ελληνικά που ήταν κάπως γνωστά, περίπου στη διπλάσια τιμή, δηλαδή γύρω στα έξι ευρώ.
Δοκιμή από μη ειδικό Χωρίς να είμαι ειδικός και χωρίς να διεκδικώ κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία του ουρανίσκου μου, οφείλω να ομολογήσω ότι ούτε το αργεντίνικο αλλά ούτε και το γαλλικό μού έκαναν φοβερή εντύπωση. Και να μην τα είχα δοκιμάσει ποτέ, δεν θα είχα χάσει πολλά. Ωστόσο, και τα δύο ήταν απολύτως επαρκή για να συνοδεύουν τα καθημερινά γεύματα μου. Ακριβώς τα ίδια θα μπορούσα να πω και για τα δύο ελληνικά κρασιά. Όχι φοβερά, άλλα όχι κι άσχημα.
Η διαφορά βέβαια είναι στην τιμή. Και όταν μιλάμε για διπλάσια τιμή, η διαφορά είναι όντως αξιοσημείωτη. Γιατί λοιπόν σαράντα ευρώ στο κτήμα και διπλάσια τιμή από τα ξένα στο ράφι. Ξέρω, ξέρω ότι τα μεγέθη της οινικής παραγωγής της Ελλάδας δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά των μεγάλων δυνάμεων του κλάδου. Κάπου είχε πάρει το μάτι μου ότι η μέση ιδιοκτησία των ελλήνων αμπελουργών είναι σαράντα στρέμματα, ενώ των αυστραλών συνάδελφων τους είναι 40 εκτάρια -τα νούμερα μπορεί να μην είναι απολύτως ακριβή, αλλά η αναλογία αυτή είναι.
Είναι προφανές ότι μεγαλύτερη καλλιέργεια σημαίνει μικρότερο κόστος παραγωγής. Όμως, το αργεντίνικο κρασί με την τόσο ανταγωνιστική τιμή διέσχισε έναν ολόκληρο ωκεανό για να έρθει στα χέρια μου, και τα γαλλικά μεροκάματα είναι πολύ μεγαλύτερα από τα ελληνικά. Επομένως, ένα αργεντίνικο ή γαλλικό ή αυστραλέζικο κρασί θα μπορούσε να είναι πιο φθηνό από το αντίστοιχο ελληνικό, αλλά όχι βρε αδερφέ και τα διπλά λεφτά. Καταλαβαίνω την ανάγκη του καημένου επιχειρηματία να βγάλει πατ-κιουτ τα λεφτά που ξόδεψε, αλλά δεν μπορώ να τον βοηθήσω. Για την ακρίβεια, αισθάνομαι ότι με κοροϊδεύει. Και μέχρι να αισθανθώ ότι όντως με σέβεται, στο ράφι θα προτιμώ Γαλλία, Ιταλία, Αργεντινή, Αυστραλία και Χιλή.