Το αλφαβητάρι μιας καθημερινότητας που αρχίζει με ένα «γεια μας» και τελειώνει με ένα λόξιγκα. Μα τι λόξιγκα!
Αλκοτέστ. Επαναληπτική διαδικασία που κατά καιρούς υφίστανται πιωμένοι και νηφάλιοι από τα όργανα της τάξης, ανάλογα με το βαθμό γκαντεμιάς που τους διακρίνει ως ανθρώπους και ως οδηγούς. Ομολογουμένως παλιοκατάσταση, που λέγεται ότι σώζει ζωές. Η εμπειρία πάντως έχει αποδείξει πως περισσότερο σώζει ζωές ένα ταξί.
Βαρεμάρα. Δυσάρεστο συναίσθημα που πλήττει τον ανασφαλή πότη, ο οποίος βρέθηκε απόγευμα σε μπαρ με αδιάφορη κοινωνική επαφή καταδικασμένος να παιδεύει έναν καφέ, επειδή «δεν είναι ακόμη ώρα για ποτό», ακούγοντας τόνους ανιαρές κοινοτοπίες. Ο σίγουρος πότης από την άλλη θα παράγγελνε απευθείας ένα ουίσκι, διότι γνωρίζει καλά πως αν δεν είναι αυτή ώρα για ποτό, τότε ποια είναι…
Γεύση. Ναι, ζουν ανάμεσά μας και ισχυρίζονται ότι αυτό που απολαμβάνουν πάνω από όλα στο ποτό είναι η γεύση του. Τι να πει κανείς…
Δίλημμα. «Να πιει κανείς ή να μην πει» διερωτάται συχνά ο πότης μόλις πέσει η νύχτα.
Η απάντηση συνήθως αποτελεί ένα θρίαμβο της θετικής σκέψης: να πιει, να πιει!
Εβίβα! Επιφώνημα συνώνυμο του «γεια μας» σε εποχές που η ΕΒΓΑ ήταν ένα μικρό γαλατάδικο στην Πατησίων. Στις μέρες μας για να το ακούσεις θα πρέπει να κάνεις clubbing με τη Θεοπούλα..
Ζιγκ ζαγκ. Ανορθόδοξη στρατηγική οδήγησης, που έπεται του κλεισίματος ενός μπαρ και δηλώνει σαφώς ότι πρέπει ο πιωμένος να κλειδώσει τώρα αμέσως το αυτοκίνητο και να πάει στα μπουζούκια με τα πόδια. Επειδή ενδέχεται και στη νέα αυτή απόπειρα μετακίνησης να υιοθετήσει άλλη ανορθόδοξη μέθοδο, τα λεγόμενα οκτάρια (βλέπε λήμμα), ίσως τελικά να πρέπει να γυρίσει σπίτι, έστω και μπουσουλώντας, και να αφήσει τα μπουζούκια για μια άλλη φορά.
Ήπαρ. Λέξη της καθαρευούσης που όσο δε λέει κάτι στο μέσο πότη για καλό του είναι (γεν. ήπατος).
Θεός. Απλός μπάρμαν, που το πρωί προσπαθεί να τελειώσει τα ΤΕΙ, και τη νύχτα λαμβάνει υπερβατικές διαστάσεις από γκέι πελάτες και χωρισμένες πελάτισσες, που έχουν πιει λίγο παραπάνω.
Ίσωμααα. Κραυγή απελπισίας που στόχο έχει να επαναφέρει το μεθυσμένο στα πραγματικά γεωμετρικά δεδομένα του πατώματος, το οποίο προσπαθεί να διασχίσει και το οποίο, όχι δεν είναι τρικυμιώδες.
Καπάκι. Ποτό, που έρχεται συνήθως με την ύπουλη μορφή κεράσματος να προστεθεί σε όλα τα προηγούμενα ποτά. Ο πότης έχει την τάση να θεωρεί το καπάκι τη χαριστική βολή, θεώρημα που δε στηρίζεται λογικά ούτε από τον ίδιο: «Δεν μου έφτανε το ένα μπουκάλι βότκα που είχα πιει, ήρθε και ένα σφηνάκι καμικάζι στο καπάκι και με ξετίναξε». Με μια πιο νηφάλια ματιά είναι προφανές ότι για το ξετίναγμα φταίει το μπουκάλι και όχι το καπάκι.
Λιώμα. Λιτή και απέριττη περιγραφή ανθρώπου που ήπιε όλο το μπουκάλι. Αλλιώς αλοιφή, πίτα, κόκαλο ή τελειωμένος. Ειδικά για την περίπτωση Θεοπούλα (βλ. εβίβα) ισχύει και το σταφίδα.
Μπόμπα. Το αποτελεσματικότερο όπλο του Λέξεις-κλειδιά στη ζωή ενός πότη μακροχρόνιου πολέμου που έχουν κυρήξει κάποιοι Έλληνες ιδιοκτήτες μπαρ και clubs εναντίον των πελατών τους σε μια ανεξήγητη προσπάθεια να μας ξεπαστρέψουν όλους έναν προς έναν. Το όλο ακατανόητο εγχείρημα υποβοηθά και η τιμή μιας μπόμπας, την οποία το ανυποψίαστο θύμα καλείται να πληρώσει από την τσέπη του ακόμη και 15 ευρώ. Έτσι αν δεν εξοντωθεί βιολογικά, θα εξοντωθεί τουλάχιστον οικονομικά.
Ντάγκλα. Λέξη δανεική από την drug culture, που στην προκειμένη περίπτωση εκφράζει την ανυπέρβλητη διάθεση για ύπνο, με την οποία θα αναμετρηθεί αργά ή γρήγορα κάθε πότης που συνεχίζει ακάθεκτος μέχρι τον πάτο του μπουκαλιού. Και φυσικά θα χάσει.
Ξενέρωτος. Η χειρότερη παρέα για έναν πότη, εκτός κι αν σκοπεύει να του φορτώσει το αυτοκίνητο στο γυρισμό. Μεταφορικά, άνθρωπος με τόσο ενδιαφέρον, όσο ένα μπολ ψιλοκομμένο λάχανο χωρίς λαδόξιδο.
Οκτάρια. Ιδιαίτερη μέθοδος μετακίνησης που δύο πράγματα μπορεί να μαρτυράει για το υποκείμενο: α) δίνει για δίπλωμα βέσπας, β) έχει πιει τα άντερά του.
Παραλογισμός. Παρατηρείται κυρίως στα μέλη της φυλής «Ελληνάρες» και αφορά εγκεφαλική δυσλειτουργία που πιθανά επέρχεται μετά από υπερκατανάλωση Τζόνι που Περπατάει, αλλά εξετάζεται σοβαρά και το ενδεχόμενο το πρόβλημα να προϋπάρχει της υπερκατανάλωσης σε λανθάνουσα κατάσταση. Γίνεται εύκολα αντιληπτό από το περιβάλλον του παραλογιζόμενου με φράσεις του τύπου: «Εμένα το ποτό δε με πιάνει ποτέ. Μη σου πω ότι όταν πίνω οδηγώ καλύτερα»!
Ρεζίλης. Πότης αφού-σε-πίνει-τι-το-πίνεις. Μια κατηγορία από μόνος του.
Σέρνομαι. Ρήμα που αφορά τον τρόπο μετακίνησης στους διαδρόμους της εταιρείας μια Δευτέρα με hangover.
Τσαμπουκάς. Έντονος καβγάς μεταξύ αφού- σε-πίνει-τι-το-πίνεις μεθυσμένων, χωρίς καμιά απολύτως λογική ή παράλογη αιτία. Την άλλη μέρα δεν μιλιούνται, αλλά δε θυμούνται και γιατί.
Υπερβολή. Μας παίρνει για άλλο ένα; Μας παίρνει, μας παίρνει!
Φούτερ. Κλασική περίπτωση ρούχου που οκτώ στις δέκα φορές θα ξεχαστεί στο μπαρ που έπινε ο κάτοχός του. Της αυτής κατηγορίας, γάντια, κράνος και κασκόλ.
Hangover. Αγγλική απόδοση του ψυχοσωματικού θρίλερ που στην ελληνική αγορά κυκλοφορεί με τον τίτλο «Ο εφιάλτης ήρθε την επομένη». Κεφάλια που σπάνε, εγκέφαλοι που εκρήγνυνται, στομάχια που διαλύονται και μια ακάσχετη τάση να πέσεις σε κώμμα, σε ένα σπλάτερ που μοιάζει ότι θα κρατήσει για πάντα. Υπομονή αδέρφια, τίποτα δεν κρατάει για πάντα, αν αυτό σας παρηγορεί.
«Ψυχολόγος». Μπάρμαν ή πελάτης που ανεξάρτητα από το μεροκάματο και τις σπουδές του θεωρεί υποχρέωσή του να σε ψυχαναλύσει, ειδικά αν σε δει να πίνεις μόνος. Άσε μας, ρε φίλε…
Ωραίος. Επίθετο που στην προκειμένη περίπτωση δε σημαίνει ότι το υποκείμενο είναι ο Τζορτζ Κλούνεϊ, αλλά ότι έχει ήδη πιει το κατιτί του. Π.χ. Τον κέρασαν δυο σφηνάκια στο μπαρ και ήρθε στο πάρτι ωραίος.